Ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία στη δυτική άκρη της Περιφερειακής Ενότητας Καβάλας, που χρονολογείται από τον 7 π.Χ. αιώνα και αναφέρεται στον Όμηρο και μετέπειτα στον Θουκυδίδη, η βυζαντινή Ανακτορούπολη ή Ανακτορόπολη της Νέας Περάμου μπήκε στο δρόμο της αποκατάστασης μέσα από ένα φιλόδοξο σχεδιασμό που εκπόνησε η 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ.
Μετά την ολοκλήρωση από τη 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων δυο σημαντικών έργων, της συντήρησης του παλιού μεσαιωνικού υδραγωγείου της Καβάλας (Καμάρες) που αποτελεί το πιο εμβληματικό ιστορικό μνημείο στην καρδιά της πόλης, και της αναστήλωσης του παράλιου τείχους στους πρόποδες της Χερσονήσου της Παναγίας στην παλιά πόλη της Καβάλας, ήρθε η σειρά ενός άλλου μνημείου που για αιώνες δεσπόζει στην κορυφή της χερσονήσου του Βρασίδα με την εντυπωσιακή θεά στον κόλπο των Ελευθερών, θυμίζοντας σε όλους τη γεωπολιτική σημασία του στο διάβα της ιστορίας.
Η βυζαντινή Ανακτορόπολη διαδέχθηκε την αρχαία πόλη Οισύμη βορειοανατολικά του βυζαντινού φρουρίου που στον Όμηρο αναφέρεται ως η γενέτειρα της ωραίας Καστιανείρας, γυναίκας του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου από το γάμο των οποίων γεννήθηκε ο Γαργυθίων, τον οποίο δολοφόνησε ο δεινός τοξότης Τείκρος, ο αδελφός του Αίαντα.
Στον Θουκυδίδη αναφέρεται ότι «κατά το έβδομο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου (424 π.Χ.) η πόλης αύτη, Οισύμη τότε καλούμενη, έκ των άξιολογωτάτων ούσα προσεχώρησε μετά της Γαληψού και Μυρκίνου, πόλεων πασών της Ήδωνίδος, προς τόν Βρασίδαν».
Το έργο της αναστήλωσης
Το έργο της αποκατάστασης της Ανακτορόπολης έχει χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης περίπου πέντε χρόνια και ο προϋπολογισμός του ανέρχεται στα 1.800.000 € ενώ συνολικά απασχολούνται για τον σκοπό αυτό δέκα τέσσερα άτομα.
Η προϊσταμένη της 12ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, αρχαιολόγος Σταυρούλα Δαδάκη μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ για το σημαντικό αυτό έργο της αναστήλωσης δεν κρύβει την ικανοποίησή της για την πολύ καλή πορεία εκτέλεσής του παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν όταν ξεκίνησαν οι τεχνικές εργασίες.
«Όταν ξεκινήσαμε την αποκατάσταση», σημειώνει η κ. Δαδάκη, «το κάστρο ήταν καλυμμένο στο εσωτερικό του από πυκνή θαμνώδη βλάστηση, που δεν επέτρεπε την πρόσβαση στο κοινό. Στο σχεδιασμό προβλέπεται να αναστηλωθούν όλα τα επικίνδυνα σημεία της οχύρωσης και να διαμορφωθεί μια διαδρομή από την είσοδο του κάστρου μέχρι ένα σημείο. Βεβαίως, δε θα είναι προσβάσιμο σε όλους τους χώρους. Δεν αρκεί η χρηματοδότηση, αλλά ούτε και ο χρόνος για μια τόσο μεγάλη αποκατάσταση. Εξωτερικά, όμως, το κάστρο θα είναι προσβάσιμο από κάθε πλευρά του».
Φιλοδοξία των αρχαιολόγων της 12ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων είναι να ολοκληρωθούν οι εργασίες στο εσωτερικό της Ανακτορόπολης και να δημιουργηθεί ένας πολιτιστικός χώρος έξω από το κάστρο για τη φιλοξενία ποικίλλων καλλιτεχνικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων καλύπτοντας έτσι και τις ανάγκες που υπήρχαν για ανοιχτούς χώρους από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και εν προκειμένου το Δήμο Παγγαίου στα διοικητικά και γεωγραφικά όρια του οποίου ανήκει η Νέα Πέραμος.
Η κ. Δαδάκη ανέφερε ότι δεν υπάρχουν εκπλήξεις κατά τη διάρκεια των εργασιών και ότι έχει εντοπιστεί η πιθανή θέση του επισκοπικού βυζαντινού ναού που χρονολογείται από τον 9ο αιώνα μ.Χ. «όμως», σημείωσε, «μέσω του ΕΣΠΑ δεν προβλέπονται χρηματοδοτήσεις για ανασκαφές, αλλά μόνο για αναστυλώσεις και υπάρχει πλάνο για ένταξη των ανασκαφών σε κάποιο άλλο πρόγραμμα χρηματοδότησης του Υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο θα ενημερωθεί μόλις το έργο της αναστύλωσης φτάσει στα 3/4 της ολοκλήρωσής του».
Η ιστορική διαδρομή της Οισύμης
H πλεονεκτική γεωγραφική θέση της Νέας Περάμου, στα παράλια του υπήνεμου κόλπου των Ελευθερών και στις παρυφές της εύφορης πεδιάδας, μεταξύ του όρους Συμβόλου και της θάλασσας, αποτέλεσε την αιτία για την πρώιμη κατοίκηση της περιοχής.
Στο τρίτο τέταρτο του 7ου π.Χ. αιώνα, ο χώρος της Νέας Περάμου προσέλκυσε το ενδιαφέρων των Πάριων αποίκων της Θάσου, συνέπεια του οποίου στάθηκε η ίδρυση της πόλης Οισύμης, στον βραχώδη και οχυρό λόφο δυτικά του στενού ισθμού, που συνδέει τη χερσόνησο του Βρασίδα με τη στεριά.
Η ακρόπολη της Οισύμης περιβαλλόταν με τείχη κατασκευασμένα από τοπικό γρανίτη και στην κορυφή της υψωνόταν ναός αφιερωμένος πιθανώς στην λατρεία της θεάς Αθηνάς. Η ύπαρξη του ιερού αυτού χρονολογείται ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια (8ο-6ο π.Χ. αι.) ο αρχαϊκός ναός καταστράφηκε στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα και στην θέση του κτίστηκε νεότερος που διατηρήθηκε ως το 2ο π.Χ. αι. τα λείψανα των τειχών και του ναού της πόλης διακρίνονται έως σήμερα.
Η οικονομία της Οισύμης στηριζόταν στη γεωργική παραγωγή η αμπελοκαλλιέργεια φαίνεται ότι καταλάμβανε ιδιαίτερη θέση στο χώρο της Νέας Περάμου ήδη από την αρχαιότητα, καθώς η γύρω από την Οισύμη περιοχή, η οποία ονομαζόταν Βιβλία, φημιζόταν για το κρασί της, τον βίβλινον οίνον. Η Οισύμη διατηρούσε επίσης σημαντικές εμπορικές σχέσεις με τις πόλεις των Κυκλάδων και του ανατολικού Αιγαίου.
Έως τον 4ο π.Χ. αιώνα, η Οισύμη εξαρτιόταν από τη Θάσο, ως αποικία της, και αποτελούσε μέλος της Θασίων ηπείρου, όπως ονομάζονταν οι ηπειρωτικές κτήσεις του γειτονικού νησιού. Κατά τη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα και λίγα χρόνια πριν από τη μακεδονική κατάκτηση η Οισύμη γνώρισε μια σύντομη περίοδο αυτονομίας. Το γεγονός αυτό μαρτυρείται από την κοπή χάλκινων νομισμάτων που απεικόνιζαν την πολιούχο θεά Αθηνά και έφεραν την επιγραφή Οισυμαίων, δηλαδή το όνομα των πολιτών της Οισύμης. Στη συνέχεια η πόλη κατακτήθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β’ και μετονομάστηκε σε Ημαθία. Η μετονομασία αυτή πιθανώς οφείλεται στον εποικισμό της Οισύμης από Μακεδόνες.
Από την Οισύμη στην Ανακτορόπολη
Στα μεσαιωνικά χρόνια και στο χαμηλό λόφο βορειοανατολικά της Οισύμης, αναπτύχθηκε μια νέα πόλη με το όνομα Ανακτορόπολη.
Τα τείχη της Ανακτορόπολης ανεγέρθηκαν ανάμεσα στα 1167 και 1170 από το διοικητή του βυζαντινού στόλου Μεγάλο Δούκα, Ανδρόνικο Κοντοστέφανο, όπως μαρτυρεί μια επιγραφή που σώζεται στο νότιο τείχος. Το φρούριο της Ανακτορόπολης προφανώς αποτελούσε ναυτική βάση επιφορτισμένη με την προστασία των ακτών του βορείου Αιγαίου από τους πειρατές και τους επιδρομείς.
Από εκκλησιαστικής πλευράς η Ανακτορόπολη ήταν έδρα επισκοπής, η οποία υπαγόταν στη μητρόπολη Φιλίππων η ύπαρξη της επισκοπής της Ανακτορόπολης αναφέρεται ήδη από τις αρχές του 10ου αιώνα.
Πριν από τα μέσα του 14ου αιώνα η Ανακτορόπολη βρισκόταν στα χέρια του πειρατή Αλεξίου από τη Βελικώμη της Βιθυνίας. Με ορμητήριο την πόλη αυτή ο πειρατής Αλέξιος δρούσε στην ευρύτερη περιοχή από τη δράση του υπέφεραν ακόμη και οι κάτοικοι της Λήμνου. Η Ανακτορόπολη περιήλθε ξανά στους βυζαντινούς το 1350 ύστερα από τριήμερη πολιορκία που πραγματοποίησε ο Ιωάννης Καντακουζηνός.
Λίγα χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 1357 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ παραχώρησε την Ανακτορόπολη, τη Χρυσόπολη (στις εκβολές του Στρυμόνα) και τη Θάσο σε δύο αδελφούς, στο μέγα πριμηκήριο Αλέξιο και στον πρωτοσέβαστο Ιωάννη αυτοί επέκτειναν στη συνέχεια την κυριαρχία τους από τις εκβολές του Στρυμόνα ως τη Χριστούπουλη, σημερινή Καβάλα, χάρη στις στρατιωτικές επιτυχίες τους εναντίον των Σέρβων. Μετά το θάνατο του Αλεξίου, ο Ιωάννης έμεινε μόνος κύριος της περιοχής αυτής, η οποία όμως στα τέλη του 14ου αιώνα κατακτήθηκε από τους Τούρκους.
Στην περίοδο της τουρκοκρατίας
Στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας η μεσαιωνική πόλη μάλλον συνέχισε να κατοικείται πάντως σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών, το φρούριο της Ανακτορούπολης ήταν εγκαταλελειμμένο ήδη το 18ο αιώνα.
Περί τα μέσα του 19ου αιώνα η περιοχή του λιμένος των Ελευθερών ανήκε στο Ελιάς Μπέη από το Δράμα. Το 1869 ο χώρος αυτός αγοράστηκε από τους Ρώσους μοναχούς του Αγίου Όρους και αποτέλεσε μετόχι της Ρωσικής Σκήτης του Αγίου Ανδρέα ως τις αρχές του 20ου αιώνα, ωστόσο το μετόχι αυτό διαδραμάτισε πολιτικό παρά εκκλησιαστικό ρόλο στην ιστορία της περιοχής, εξυπηρετώντας το σλαβικό επεκτατισμό.
Ο στρατηγός Βρασίδας
Η περιοχή της αρχαίας Οισύμης και αργότερα βυζαντινής Ανακτορούπολης συνδέθηκε άρρηκτα και με το όνομα του μεγάλου στρατηγού της αρχαίας Σπάρτης, του Βρασίδα, που έδρασε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου και διακρίθηκε για τις στρατηγικές του ικανότητες.
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, τον Απρίλιο του 422 π.Χ. η ανακωχή Αθήνας και Σπάρτης τερματίστηκε και το επόμενο καλοκαίρι οι Αθηναίοι, ετοιμάζονταν να επιτεθούν στην Αμφίπολη. Ο Βρασίδας αντιλήφθηκε αμέσως τις προθέσεις τους να επιτεθούν, και τους αιφνιδίασε με ξαφνική έφοδο. Οι Αθηναίοι υπέστησαν πανωλεθρία, από τους Σπαρτιάτες όμως σκοτώθηκαν μόνο επτά άτομα, ένας εκ των οποίων ήταν ο Βρασίδας.
Τάφηκε στην Αμφίπολη με τιμές. Η τοποθεσία που σκοτώθηκε ο Βρασίδας είναι μια κατάφυτη χερσόνησος, που γειτνιάζει με τα ερείπια της αρχαίας Οισύμης, στην οποία οι κάτοικοι τα νεότερα χρόνια έδωσαν το όνομα του Σπαρτιάτη στρατηγού «χερσόνησος Βρασίδα». Έτσι, κράτησαν ζωντανό ένα κομμάτι της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου που διαδραματίστηκε στη βόρεια Ελλάδα.
Σήμερα, η «χερσόνησος του Βρασίδα» είναι χαρακτηρισμένη ως αρχαιολογική περιοχή που διαθέτει απαράμιλλη φυσική ομορφιά και υπέροχες καταγάλανες παραλίες που ευτυχώς ακόμα δεν είναι οργανωμένες ωστόσο κάθε καλοκαίρι συγκεντρώνουν πλήθος λουόμενων.