Το περιβάλλον και οι κοινωνικές συνθήκες -οικογένεια, σχολείο και άλλοι παράγοντες- ασφαλώς παίζουν ρόλο στο πόσο καλούς βαθμούς παίρνει ένα παιδί στο σχολείο.
Όμως μια νέα βρετανική γενετική επιστημονική έρευνα, που αναδημοσιεύει το Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, έρχεται να ταράξει τα νερά, καταλήγοντας στο "πολιτικά μη ορθό" συμπέρασμα ότι ακόμη μεγαλύτερη είναι η επίδραση των γενετικών παραγόντων και της κληρονομικότητας, όσον αφορά τις σχολικές επιδόσεις ενός παιδιού.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Έβα Κράπολ του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του King's College του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το "Science", εξέτασαν σε ποιο βαθμό η απόδοση στο σχολείο μπορεί να αποδοθεί στην κληρονομικότητα κάθε παιδιού.
Γι' αυτό το λόγο, μελέτησαν στοιχεία για 6.653 ζευγάρια διδύμων, μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Οι δίδυμοι ήσαν τόσο μονοζυγωτικοί, δηλαδή όμοιοι (καθώς προέρχονταν από τη γονιμοποίηση του ίδιου ωαρίου, το οποίο μετά διαχωρίστηκε σε δύο ξεχωριστά έμβρυα), όσο και διζυγωτικοί, δηλαδή διαφορετικοί (καθώς είχαν αναπτυχθεί από δύο διαφορετικά ωάρια, που είχαν γονιμοποιηθεί από δύο διαφορετικά σπερματοζωάρια). Οι δεύτεροι είναι μόνο 50% γενετικά όμοιοι, ενώ οι πρώτοι 100%.
Οι συγκριτικές μελέτες διδύμων θεωρούνται παραδοσιακά ο καλύτερος τρόπος για να διερευνηθεί σε ποιο βαθμό τα γονίδια και το περιβάλλον επηρεάζουν κάποιο χαρακτηριστικό του ανθρώπου.
Αν οι όμοιοι δίδυμοι μοιάζουν μεταξύ τους περισσότερο σε ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, από ό,τι οι διαφορετικοί δίδυμοι, τότε οι διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες αποδίδονται περισσότερο στα γονίδια παρά στο περιβάλλον.
Όλα τα ζευγάρια διδύμων της μελέτης είχαν μεγαλώσει στο ίδιο περιβάλλον, τόσο στο σπίτι, όσο και στο σχολείο. Η σύγκριση των σχολικών επιδόσεων μεταξύ των μονοζυγωτικών (όμοιων) με τους διζυγωτικούς (διαφορετικούς) διδύμους επέτρεψε στους επιστήμονες να ξεδιαλύνουν σε ποιό βαθμό η σχολική επίδοση είναι θέμα επιρροής του περιβάλλοντος ή των γονιδίων.
Οι επιστήμονες μελέτησαν τις επιδόσεις κάθε μαθητή στα διαγωνίσματα γλώσσας, μαθηματικών και άλλων επιστημονικών μαθημάτων έως την ηλικία των 16 ετών.
Αντί να συσχετίσουν τις επιδόσεις μόνο με τη νοημοσύνη, αξιολόγησαν κάθε παιδί με βάση μια σειρά από ψυχολογικά και άλλα γνωρίσματα, όπως το επίπεδο νοημοσύνης του, την υγεία του, τον τύπο της προσωπικότητάς του (κίνητρα, αυτοπεποίθηση, εργατικότητα κ.α.) και τα όποια προβλήματα συμπεριφοράς του.
Το συμπέρασμα ήταν ότι οι σχολικές επιδόσεις γενικά είναι κατά τα δύο τρίτα (ποσοστό 62%) θέμα κληρονομικότητας, κάτι που είχε διαφανεί και από παλαιότερες μελέτες, ενώ άλλα επιμέρους χαρακτηριστικά, που επηρεάζουν την μάθηση, είναι ζήτημα γονιδίων σε ποσοστό 35% έως 58%.
Ο δείκτης νοημοσύνης εμφανίζει την μεγαλύτερη επιρροή από την κληρονομικότητα σε σχέση με κάθε άλλο ατομικό γνώρισμα του παιδιού.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι τα 83 ατομικά γνωρίσματα που μελέτησαν (νοημοσύνη, προσωπικότητα, συμπεριφορά κ.α.), εξηγούν σε μεγάλο βαθμό (75%) το γενετικό υπόβαθρο της σχολικής επίδοσης.
Όπως είπαν, τα ευρήματα δείχνουν πως η κληρονομικότητα των σχολικών επιδόσεων βασίζεται στην κληρονομικότητα μιας μεγάλης γκάμας επιμέρους ατομικών χαρακτηριστικών κάθε παιδιού και όχι μόνο στη νοημοσύνη, όπως συνήθως πιστεύεται.
Με άλλα λόγια, για να τα πάει ένα παιδί καλά στο σχολείο, οι γονείς δεν αρκεί να του έχουν κληροδοτήσει μόνο γονίδια σχετικά με την εξυπνάδα, αλλά και γονίδια σχετικά με πολλά άλλα χαρακτηριστικά, τα οποία από κοινού στη συνέχεια θα καθορίσουν τις σχολικές επιδόσεις του - σε συνάρτηση πάντα με τις επιδράσεις του περιβάλλοντος, τη συγκυρία και την τύχη.
Η Έβα Κράπολ τόνισε, ότι "κληρονομικότητα δεν σημαίνει ότι το κάθε τι είναι προδιαγεγραμμένο. Απλώς σημαίνει ότι τα παιδιά διαφέρουν μεταξύ τους στο κατά πόσο βρίσκουν εύκολη και ευχάριστη την μάθηση και αυτές οι διαφορές επηρεάζονται από τα γονίδια".
Γι' αυτό, όπως επεσήμαναν οι ερευνητές, "τα ευρήματα ενισχύουν την αντίληψη ότι μια πιο εξατομικευμένη προσέγγιση στην εκπαίδευση θα ήταν πιο πετυχημένη από μια προσέγγιση ίδια για όλα τα παιδιά", έτσι ώστε μέσα στην τάξη κάθε παιδί να έχει περισσότερες ευκαιρίες να εστιαστεί στις βαθύτερες κλίσεις και προτιμήσεις του.
Τόνισαν επίσης ότι, σε τελευταία ανάλυση, πρέπει να είναι τα παιδιά αυτά που θα επιλέξουν και θα δημιουργήσουν τις δικές τους εμπειρίες σε σχέση με την μάθηση, ανάλογα με τις γενετικές προδιαθέσεις και τις επιρροές του περιβάλλοντος κάθε φορά.
Μελλοντικές γενετικές έρευνες θα επιδιώξουν να εντοπίσουν συγκεκριμένα γονίδια που επηρεάζουν περισσότερο τις σχολικές επιδόσεις.