Το Δ.Σ του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με τις επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στα πλαίσια του Διεθνούς Προγράμματος Αξιολόγησης PISA2012 του οποίου «η προσπάθεια που γίνεται να εκφραστούν με ποσοτικά στοιχεία μια σειρά από ποιοτικά χαρακτηριστικά έχει αμφισβητηθεί σε μεγάλο βαθμό από πολλούς ειδικούς επιστήμονες».
Θυμίζουμε στους αναγνώστες ότι οι Έλληνες μαθητές είχαν καταταχθεί στα μαθηματικά στην 42η θέση,39η στην ανάγνωση και στην 42 στις φυσικές επιστήμες. Όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή του το ΚΕΜΕΤΕ «η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του Διεθνούς Προγράμματος Αξιολόγησης Μαθητών/Μαθητριών PISA 2012 υπήρξε αφορμή για να ξεκινήσει μια έντονη συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων στην Ελλάδα και διεθνώς».
Το ΚΕΜΕΤΕ προκειμένου να τεκμηρίωσει τη θέση του για το αίολο των αποτελεσμάτων ασκεί κριτική στο γεγονός ότι συγκρίνονται διαφορετικές χώρες τη στιγμή που τα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών, όπως και το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά διαμορφώνονται, είναι τόσο διαφορετικά.
Πιο αναλυτικά, τονίζει το ΚΕΜΕΤΕ, διαφέρουν από χώρα σε χώρα και οι παράγοντες που αφορούν το επίπεδο οργάνωσης και λειτουργίας των εκπαιδευτικών συστημάτων, την κουλτούρα των εκπαιδευτικών και μαθητών, την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση και το επίπεδο ανάπτυξης και τα κριτήρια βάσει των οποίων αξιολογούνται τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα.
Για παράδειγμα, έχει ήδη επισημανθεί από τον ΟΟΣΑ μια σαφής διαφορά μεταξύ των συνήθων τρόπων μάθησης σε διαφορετικές χώρες. Στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη οι μαθητές αποδίδουν καλύτερα στις φυσικές επιστήμες από την άποψη των θεωρητικών γνώσεων (δηλ. σε ό,τι αφορά επιστημονικά φαινόμενα και έννοιες), ενώ στις δυτικές χώρες οι μαθητές συνήθως κατέχουν μια καλύτερη δυνατότητα κατανόησης των επιστημονικών διαδικασιών (που αναφέρονται σε γνώσεις σχετικά με τις φυσικές επιστήμες). Επομένως τα αποτελέσματα του PISA δεν μπορούν να αποτελέσουν μέτρο σύγκρισης εκπαιδευτικών συστημάτων ούτε η κατάταξη των κρατών στην έρευνα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως βάση για τη διατύπωση «οδηγιών» για τα κράτη που συμμετέχουν σχετικά με το πώς ή τι πρέπει να αλλάξουν τα εκπαιδευτικά τους συστήματα.
Το ΚΕΜΕΤΕ δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο γεγονός ότι ότι το πρόγραμμα PISA από τη φύση του δεν προσφέρεται σε μια αιτιακή ερμηνεία του φαινομένου των διαφορετικών επιδόσεων διεθνώς ή στο πλαίσιο μιας χώρας, ενώ μπορεί να παρέχει όντως ενδιαφέροντα στοιχεία για το τι συμβαίνει σε σχέση με τον παράγοντα της αποτελεσματικότητας. Καθώς βασίζεται σε περιορισμένο δείγμα σχολείων και μαθητών/-τριών σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, παρέχει απλώς ένα στιγμιότυπο των επιδόσεων της ομάδας-δείγματος, σε κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στους τρόπους με τους οποίους θα βελτιωθεί το μαθησιακό αποτέλεσμα και τονίζεται ότι σε χώρες που έχει ακολουθηθεί αντισταθμιστική εκπαιδευτική πολιτική υπέρ των πιο υποβαθμισμένων εκπαιδευτικών περιοχών οι εκπαιδευτικές ανισότητες και η σχολική αποτυχία μειώνονται. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα PISA έδειξε ότι ένα από τα χαρακτηριστικά των χωρών με υψηλές επιδόσεις των μαθητών και μαθητριών τους είναι ότι έχουν κατορθώσει να τοποθετούν κατάλληλα επιμορφωμένους εκπαιδευτικούς σε κοινωνικώς μειονεκτούντα σχολεία.
Αντίθετα, η μείωση των πόρων που διατίθενται στην εκπαίδευση, στοιχείο που χαρακτηρίζει έντονα την ελληνική περίπτωση κάτω από την ασφυκτική πίεση των μνημονιακών πολιτικών, συναρτάται με μείωση της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών δομών. Οι ίδιοι οι ερευνητές του PISA συνδέουν την περαιτέρω υποβάθμιση της Ελλάδας στους πίνακες κατάταξης με την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών σε συνθήκες κρίσης.
Από το ΚΕΜΕΤΕ επισημαίνεται ο σημαντικός ρόλος της πρωτοσχολικής και προσχολικής εκπαίδευσης στην περαιτέρω σχολική πορεία του παιδιού. Για το λόγο αυτό πρέπει να αναβαθμιστεί, να γενικευτεί και να παρέχεται σε όλα τα παιδιά της αντίστοιχης ηλικίας μια δημόσια προσχολική αγωγή. Επίσης για τα παιδιά που συναντούν ιδιαίτερες μαθησιακές δυσκολίες απαιτείται η λήψη των κατάλληλων μέτρων από την πολιτεία.
Το ΚΕΜΕΤΕ μεταξύ των άλλων θεωρεί αναγκαίο να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για την υποστήριξη του εκπαιδευτικού προσωπικού, που αποτελεί το κλειδί για οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στην εκπαίδευση. Τέτοια μέτρα είναι η ποιοτική βελτίωση της αρχικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, η καθιέρωση, επιτέλους, της συστηματικής, ετήσιας διάρκειας επιμόρφωσης του εκπαιδευτικού προσωπικού με ταυτόχρονη απαλλαγή από τα διδακτικά καθήκοντα, η ουσιαστική εισαγωγική επιμόρφωση μετά το διορισμό, η διατήρηση και ενίσχυση του θεσμού των εκπαιδευτικών αδειών, που η κυβέρνηση ουσιαστικά έχει καταργήσει, η θεσμοθέτηση της Μετεκπαίδευσης και για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, και η διεύρυνση και ενίσχυση των προγραμμάτων ανταλλαγής εκπαιδευτικών και των υποτροφιών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Εκτός από τη θέση του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης παρουσιάζεται και η θέση της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Οργανώσεων (Education International) κατά την οποία υπάρχουν δυο βασικά προβλήματα:
Το πρώτο είναι η χρήση των πινάκων κατάταξης των χωρών σύμφωνα με τις επιδόσεις τους στο Πρόγραμμα PISA. Αυτή η κατάταξη είναι συχνά παραπλανητική και άδικη. Για παράδειγμα, εκπαιδευτικά συστήματα που εμφανίζονται κατά κοινή εκτίμηση προηγμένα συχνά καταλαμβάνουν το κατώτερο μέρος των πινάκων. Επίσης, από την πλευρά του ίδιου του ΟΟΣΑ αναγνωρίζεται ότι εξαιτίας της δειγματοληψίας η κατάληψη απλώς μιας θέσης στον πίνακα κατάταξης δεν είναι ακριβής.
Δεύτερο, η μέτρηση της απόδοσης (performance) κάθε χώρας ορίζεται από τρεις μόνο περιοχές μάθησης: την αριθμητική, την ανάγνωση και κατανόηση κειμένου και τις φυσικές επιστήμες. Αυτές οι περιοχές είναι μεν σημαντικές, αλλά δεν μπορούν να αντιπροσωπεύσουν την ποιότητα του μαθησιακού αποτελέσματος του σχολείου στο σύνολό του. Οι καλές τέχνες, οι σύγχρονες ξένες γλώσσες και οι ανθρωπιστικές σπουδές (humanities) είναι μόνο κάποια παραδείγματα τομέων μάθησης που δεν καλύπτονται από το PISA.
Η Education International, τέλος, συμφωνεί με την άποψη που διατυπώνεται στα συμπεράσματα του PISA 2012 ότι η ποιότητα του σχολείου συναρτάται άμεσα με την ποιότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού ενώ διαφωνεί με ένα άλλο συμπέρασμα που αναφέρει ότι για να εξασφαλιστούν υψηλοί μισθοί των εκπαιδευτικών απαιτείται να αυξηθεί ο μέγιστος αριθμός των μαθητών στην τάξη. Επίσης θεωρείται σημαντικό το εύρημα ότι όταν οι μισθοί των εκπαιδευτικών είναι υψηλοί, αυτός ο παράγοντας συσχετίζεται θετικά με τη συνολική απόδοση των μαθητών. Αυτό το εύρημα η Education International το θεωρεί σημαντικό.
Το Διοικητικού Συμβούλιο του Κέντρου Μελετών θέτει το ερώτημα: «Κατά πόσο είμαστε βέβαιοι ότι τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζονται από το πρόγραμμα PISΑ όντως είναι αυτά που εξηγούν την απόκλιση στην επίδοση των μαθητών ή είναι απλώς παράπλευρες επιπτώσεις άλλων παραγόντων, πέρα από το πεδίο και τη κλίμακα του Προγράμματος PISA;
Για αυτούς και άλλους λόγους έχουν εκφραστεί διεθνώς σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τον κίνδυνο να αξιοποιηθούν τα αποτελέσματα του Προγράμματος PISA από παράγοντες της πολιτικής προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Αυτός ο κίνδυνος είναι διακριτός και στην πρόσφατη περίπτωση, με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του PISA2012. Παράλληλα, οι σχετικές αναφορές των μέσων ενημέρωσης τείνουν να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στους πίνακες κατάταξης και διολισθαίνουν εύκολα σε μια απλουστευτική προσέγγιση του τύπου «πίνακας βαθμολογίας πρωταθλήματος». Ωστόσο, η πολυπλοκότητα της εκπαίδευσης δεν επιτρέπει τέτοιες προσεγγίσεις, στις οποίες οι μαθητές και μαθήτριες κάποιων χωρών απεικονίζονται ως νικητές και άλλων ως ηττημένοι».