Αντιεπιστημονικό κρίνει το Προεδρικό Διάταγμα για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών το Διοικητικό Συμβούλιο της Πανελλήνιας Επιστημονικής Ένωσης Διευθυντών Σχολικών Μονάδων Π.Ε. Μάλιστα μεταξύ των άλλων υποστηρίζουν ότι ο στόχος της αξιολόγησης δεν είναι η καθιέρωση ενός συστήματος αξιολόγησης με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου, αλλά η θεσμοθέτηση μιας διαδικασίας ελέγχου της μισθολογικής και βαθμολογικής εξέλιξης των εκπαιδευτικών, μέσα από την καθιέρωση της προκρούστειας λογικής των "ποσοστώσεων" σε εφαρμογή του Ν.4024/2011 για το ενιαίο μισθολόγιο.
Στο κείμενο που εξέδωσε το Διοικητικό Συμβούλιο παρουσιάζει τα "τρωτά" του Προεδρικού διατάγματος όπως είναι αυτό της ποσοτικοποίησης των ποιοτικών κριτηρίων σε κλίμακα από το 1-100 γεγονός που αφήνει μεγάλα περιθώρια για υποκειμενικές κρίσεις και αυθαιρεσίες.
Επίσης θεωρούν ότι η αξιολόγηση των αποσπασμένων εκπαιδευτικών σε διοικητικές υπηρεσίες που θα γίνεται με διαφορετικά κριτήρια από αυτά των μάχιμων εκπαιδευτικών, αλλά η προαγωγή τους θα γίνεται με βάση κοινούς πίνακες προακτέων, θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε ρουσφετολογικές πρακτικές.
Το διοικητικό συμβούλιο καυτηριάζει επίσης το γεγονός ότι το Προεδρικό Διάταγμα εισάγει ασαφή και φωτογραφικά προσόντα (π.χ. Δίπλωμα σπουδών σε αντικείμενα που αφορούν την τέχνη, τον πολιτισμό, το περιβάλλον, την επιστήμη ή την τεχνολογία), ενώ παράλληλα υποβαθμίζεται και απαξιώνεται ο ρόλος των διευθυντών οι οποίοι θα αξιολογούνται σε 4 από τα 5 κριτήρια από τους σχολικούς συμβούλους και όχι από τους διευθυντές εκπαίδευσης που είναι και οι άμεσοι προϊστάμενοί τους.
Για αυτά άλλα και όσα παρατίθενται ακολούθως το Διοικητικό Συμβούλιο των Διευθυντών Σχολείων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης προτείνει την έναρξη διαλόγου από μηδενική βάση, μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών, με στόχους:
1ον. Τη θεσμοθέτηση ενός σαφούς πλαισίου λειτουργίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος, όπου οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα όλων των μελών της σχολικής κοινότητας θα είναι καθορισμένα με ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να οδηγηθούμε σε πιο ποιοτική λειτουργία των σχολικών μονάδων, αλλά και σε αναβάθμιση του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου.
2ον. Τη θεσμοθέτηση ενός συστήματος αξιολόγησης όπου η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού θα εντάσσεται στη συνολική αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, θα έχει κυρίως διαμορφωτικό χαρακτήρα και θα αποβλέπει στην ανάπτυξη και αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου μέσω της ανάληψης βελτιωτικών δράσεων τόσο από τη σχολική μονάδα όσο και από τον ίδιο τον εκπαιδευτικό, μακριά από κατηγοριοποιήσεις, ποσοστώσεις και ανταγωνισμούς και μέσα σε ένα κλίμα συνεργασίας και συλλογικότητας που τόσο έχει ανάγκη το δημόσιο σχολείο.
Ακολουθεί το πλήρες δελτίο Τύπου της Πανελλήνιας Επιστημονικής Ένωσης Διευθυντών Σχολικών Μονάδων Π.Ε.:
Με αφορμή το Προεδρικό Διάταγμα για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών που δόθηκε στη δημοσιότητα από το Υπουργείο Παιδείας, το Διοικητικό Συμβούλιο της Πανελλήνιας Επιστημονικής Ένωσης Διευθυντών Σχολικών Μονάδων Π.Ε., έχει να επισημάνει τα εξής:
1. Υπενθυμίζει την από καιρό διατυπωμένη θέση του, πως η μόνη μορφή αξιολόγησης που στηρίζεται στα νέα επιστημονικά δεδομένα και την ευρωπαϊκή και διεθνή εμπειρία είναι αυτή που υιοθετεί μοντέλα αυτοελέγχου με στόχο την ανάπτυξη και βελτίωση του σχολείου, με βάση τις δικές του δυνάμεις, και τα οποία στηρίζονται στην εσωτερική αξιολόγηση (αυτοαξιολόγηση) της σχολικής μονάδας, η οποία μπορεί να συνδυάζεται και με εξωτερική αξιολόγηση, ώστε να αυξάνεται η εγκυρότητα των μετρήσεων και να οδηγεί σε πιο θετικά αποτελέσματα.
2. Θεωρεί πως η όποια αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έχει νόημα μόνο όταν αυτή εντάσσεται στη συνολική αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, έχει κυρίως διαμορφωτικό χαρακτήρα και στοχεύει στην ανάληψη βελτιωτικών δράσεων, τόσο από τη σχολική μονάδα, όσο και από τον ίδιο τον εκπαιδευτικό.
3. Το ΠΔ του Υ.ΠΑΙ.Θ. επιβάλλει την εφαρμογή ενός συστήματος αξιολόγησης που εδράζεται κυρίως στην ιεραρχική εσωτερική αξιολόγηση και προδιαγράφει μια εκπαιδευτική πραγματικότητα άκρατου ανταγωνισμού και διαρκούς ανασφάλειας για τους εκπαιδευτικούς, τη στιγμή που είναι κοινώς αποδεκτό ότι προϋπόθεση για την καλή λειτουργία των σχολικών μονάδων είναι το ήρεμο κλίμα και η συνεργατική δράση.
4. Στόχος των συντακτών του Π.Δ. δεν είναι η καθιέρωση ενός συστήματος αξιολόγησης με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου, προς όφελος των μαθητών και της κοινωνίας, αλλά η θεσμοθέτηση μιας διαδικασίας ελέγχου της μισθολογικής και βαθμολογικής εξέλιξης των εκπαιδευτικών, μέσα από την καθιέρωση της προκρούστειας λογικής των «ποσοστώσεων» σε εφαρμογή του Ν.4024/2011 για το «ενιαίο» μισθολόγιο.
5. Πιο αναλυτικά, το Π.Δ. του Υπουργείου Παιδείας:
• εισάγει την επικυριαρχία των σχολικών συμβούλων σε όλη τη διαδικασία της αξιολόγησης, μετατρέποντάς τους στην ουσία, από συμβούλους σε παλιούς επιθεωρητές.
• αναθέτει, εντελώς αντιεπιστημονικά, στο ίδιο άτομο (σχολικό σύμβουλο), τόσο τη διενέργεια της διαμορφωτικής, όσο και της τελικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, τη στιγμή που σε όσα συστήματα αξιολόγησης εφαρμόζονται και οι δύο αυτές διαδικασίες -για ευνόητους λόγους- διενεργούνται από διαφορετικά άτομα.
• συγκροτεί έναν συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό και ιεραρχικά δομημένο μηχανισμό εποπτείας και ελέγχου όλου του εκπαιδευτικού συστήματος, όπου κάθε ανώτερη κλίμακα αξιολογείται και κρίνεται από την ικανότητά της να ελέγχει τις κατώτερες.
• καθιερώνει ένα πλαίσιο, το οποίο δεν επιτρέπει καμία μορφή δημοκρατικού ελέγχου και κίνησης από τα κάτω προς τα πάνω, και ο ρόλος των ιεραρχικά κατώτερων εξαντλείται αποκλειστικά και μόνο στην παροχή ενημέρωσης προς τους ιεραρχικά ανώτερους.
• θεωρεί ως μοναδική μεταβλητή της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος τον εκπαιδευτικό και ξεκινά με τη δική του αξιολόγηση, ενώ απουσιάζει παντελώς και μετατίθεται στις «καλένδες» η αξιολόγηση των αναλυτικών προγραμμάτων, των βιβλίων, των υποδομών, των εκπαιδευτικών στόχων, της χρηματοδότησης του σχολείου και της δομής του εκπαιδευτικού συστήματος γενικότερα.
• αγνοεί πλήρως την πολυπαραγοντικότητα από την οποία χαρακτηρίζεται το εκπαιδευτικό έργο (λειτουργία διαφορετικών τύπων σχολείων, διαφορετική υλικοτεχνική υποδομή και εποπτικά μέσα, διαφορετικές γεωγραφικές και κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες και άλλους παράγοντες)
• εισάγει μια απίστευτη γραφειοκρατία στην καθημερινή σχολική ζωή, με διαδικασίες χρονοβόρες και σε πολλές των περιπτώσεων ανεφάρμοστες και αντικρουόμενες.
• καθιερώνει με εντελώς ασαφή τρόπο την ποσοτικοποίηση ποιοτικών κριτηρίων σε κλίμακα από το 1 έως το 100, αφήνοντας μεγάλα περιθώρια για υποκειμενικές κρίσεις και αυθαιρεσίες. Αλήθεια, πώς θα βαθμολογηθεί ο εκπαιδευτικός σε κλίμακα (1-100) στο «κριτήριο του παιδαγωγικού κλίματος στη σχολική τάξη» ή στο «κριτήριο των διαπροσωπικών σχέσεων»; Με δύο επισκέψεις του σχολικού συμβούλου;
• εκφυλίζει εντελώς τον πραγματικό χαρακτήρα της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας, η οποία πρέπει να έχει ως στόχο την ανάπτυξη και βελτίωση του σχολείου, με βάση τις δικές του δυνάμεις, και απλώς τη χρησιμοποιεί για να προετοιμάζει την εξατομικευμένη αξιολόγηση κάθε μεμονωμένου εκπαιδευτικού.
• εντελώς αυθαίρετα και σε πλήρη αντίθεση με την κείμενη νομοθεσία αποκαλεί τους σχολικούς συμβούλους "ανώτερους" και "προϊσταμένους" των διευθυντών σχολικών μονάδων (άρθρο 10).
• αναθέτει τα τέσσερα από τα πέντε κριτήρια αξιολόγησης των διευθυντών σχολικών μονάδων στους σχολικούς συμβούλους, και ένα μόνο στο Διευθυντή Εκπαίδευσης που είναι ο άμεσος Προϊστάμενός τους.
• απαξιώνει και υποβαθμίζει το ρόλο των διευθυντών αξιολογώντας τη διδακτική τους ικανότητα, παραβλέποντας ότι οι διευθυντές είναι από την κείμενη νομοθεσία εκτός από διοικητικοί και επιστημονικοί-παιδαγωγικοί υπεύθυνοι των σχολικών μονάδων, και άρα, ως τέτοιοι και μόνο θα έπρεπε να αξιολογούνται.
• προβλέπει ότι η αξιολόγηση των αποσπασμένων εκπαιδευτικών σε διοικητικές υπηρεσίες θα γίνεται με διαφορετικά κριτήρια από αυτά των μάχιμων εκπαιδευτικών, αλλά η προαγωγή τους θα γίνεται με βάση κοινούς πίνακες προακτέων, γεγονός που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε ρουσφετολογικές πρακτικές.
• εισάγει ασαφή και φωτογραφικά προσόντα (Δίπλωμα σπουδών σε αντικείμενα που αφορούν την τέχνη, τον πολιτισμό, το περιβάλλον, την επιστήμη ή την τεχνολογία, για παράδειγμα).
Με βάση τα παραπάνω, το Διοικητικό Συμβούλιο της Πανελλήνιας Επιστημονικής Ένωσης Διευθυντών Σχολικών Μονάδων Π.Ε., κρίνει συνολικά το ΠΔ για την αξιολόγηση ως αντιεπιστημονικό και προτείνει την έναρξη διαλόγου από μηδενική βάση, μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών, με στόχους:
1ον. Τη θεσμοθέτηση ενός σαφούς πλαισίου λειτουργίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος, όπου οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα όλων των μελών της σχολικής κοινότητας θα είναι καθορισμένα με ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να οδηγηθούμε σε πιο ποιοτική λειτουργία των σχολικών μονάδων, αλλά και σε αναβάθμιση του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου και
2ον. Τη θεσμοθέτηση ενός συστήματος αξιολόγησης όπου η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού θα εντάσσεται στη συνολική αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, θα έχει κυρίως διαμορφωτικό χαρακτήρα και θα αποβλέπει στην ανάπτυξη και αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου μέσω της ανάληψης βελτιωτικών δράσεων τόσο από τη σχολική μονάδα όσο και από τον ίδιο τον εκπαιδευτικό, μακριά από κατηγοριοποιήσεις, ποσοστώσεις και ανταγωνισμούς και μέσα σε ένα κλίμα συνεργασίας και συλλογικότητας που τόσο έχει ανάγκη σήμερα το δημόσιο σχολείο.
Καλόγηρος Βασίλειος