Τηλεφωνικές υποκλοπές. Κατασκοπία. Στην Ελλάδα, δύο υποθέσεις ήταν εκείνες που ακούστηκαν ιδιαίτερα και απασχόλησαν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη την επικαιρότητα. Η πρώτη επί διακυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με την εμπλοκή του Χρήστου Μαυρίκη σε παρακολουθήσεις δημοσίων προσώπων. Η δεύτερη – και πάλι με παρακολουθήσεις δημοσίων προσώπων – κατά την περίοδο 2004 – 2005, με την εμπλοκή γνωστής εταιρείας τηλεπικοινωνιών.
Ως συμπέρασμα θα μπορούσε κανείς να εξάγει ότι οι υποκλοπές δεν είναι κάτι το καινούργιο στη χώρα μας. Αλλά και στο εξωτερικό μεγάλες υποθέσεις κατασκοπίας και παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων έλαβαν κατά καιρούς μεγάλη έκταση. Πιο πρόσφατη η υπόθεση παρακολούθησης της Καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Αναλογιζόμενοι δε την καταγωγή της κυρίας Μέρκελ από την πάλαι ποτέ υπερδύναμη των παρακολουθήσεων, Ανατολική Γερμανία, καταλαβαίνουμε ότι στο παιχνίδι της διασφάλισης πληροφοριών και απορρήτου, ουδείς μπορεί να μείνει στο απυρόβλητο.
Το γεγονός αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει και ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ψηφιακών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Χρήστος Ξενάκης. “Όποιος παρακολουθεί μπορεί και να παρακολουθείται”, σημειώνει χαρακτηριστικά.
Παρακολούθηση συνομιλιών με εισαγγελική παραγγελία
“Αυτό που κάνει και η δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία δυνατότητα του συστήματος κινητής τηλεφωνίας, η οποία δίνει το δικαίωμα στους διαχειριστές μετά από εισαγγελική παρέμβαση να παρακολουθήσουν συγκεκριμένα τηλέφωνα. Η διαφορά με το σκάνδαλο των υποκλοπών που προαναφέρθηκε, είναι ότι είχε ενεργοποιηθεί παράνομα η διαδικασία χωρίς χαρτί εισαγγελέα”, εξηγεί ο κύριος Ξενάκης.
Αναφέρεται επίσης σε άλλες μεθόδους παρακολούθησης, όπως η χρήση παράνομου λογισμικού ή η παρακολούθηση άλλων σημείων των δικτύων, γνωστά ως intelligence services. “Υπάρχουν τρωτά σημεία. Υπάρχουν τρόποι, όπου κάποιος με εξειδικευμένο υλικό που έχει στην κατοχή του, εντοπίζοντας αδυναμίες στην εφαρμογή ενός συστήματος, μπορεί να παρακολουθήσει τα τηλέφωνα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα Μαυρίκη, όταν οι 'κατάσκοποι' πήγαιναν παλαιότερα στα καφάο των τηλεφώνων, προσποιούμενοι ότι ήταν το συνεργείο του ΟΤΕ”.
Όπως εξηγεί ο κύριος Ξενάκης, μπορούν να υποκλαπούν όλα, εφόσον εξυπηρετεί το δίκτυο μιας συγκεκριμένης χώρας. “Αν βρεθώ στην Τουρκία θα συνδεθώ με το εκεί δίκτυο. Έτσι, εις γνώση των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών και του τοπικού παρόχου, μπορεί να βρεθώ εκτεθειμένος σε διαδικασία παρακολούθησης των συνομιλιών μου”.
Υποστηρίζει, ότι ένας πιθανός τρόπος αποφυγής παρακολουθήσεων, είναι να διαθέτει κάποιος υπηρεσιακά τηλέφωνα που υποστηρίζουν κρυπτογραφημένες συνομιλίες, αρκεί η διαδικασία να συμβαίνει αμφίδρομα και για τους δύο συνομιλητές. “Σε τηλέφωνα αρχηγών κρατών υφίσταται κρυπτογραφημένη επικοινωνία, η οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο προσωπικό τηλέφωνο ή τους επαγγελματικούς συνεργάτες ενός ιδιώτη. Εδώ μιλάμε για διαβαθμισμένη επικοινωνία με εγκατάσταση ειδικού συστήματος και ειδικού εξοπλισμού με ιδιαίτερα υψηλό κόστος”.
“Σε κάθε τι”, όπως λέει ο κύριος Ξενάκης, “υπάρχουν και τα αντίμετρα. Απλά δυσκολεύει το παιχνίδι υποκλοπής χωρίς να είναι αδύνατον”.
Συνήθως η διαδικασία παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αντιμετώπισης τρομοκρατίας ή εγκληματικών ενεργειών, ενώ μεγάλο μερίδιο σε αυτόν τον τομέα έχει καταλάβει η αντιμετώπιση του ηλεκτρονικού εγκλήματος και ιδίως της παιδικής πορνογραφίας.
Τις παρακολουθήσεις αναλαμβάνουν μυστικές υπηρεσίες και ανεξάρτητες ομάδες – εταιρείες, οι οποίες αναλαμβάνουν παρακολουθήσεις. “Όταν κλείνονται μεγάλα συμβόλαια από ανταγωνιστές και σε ιδιωτικό επίπεδο, καταβάλλεται κάθε προσπάθεια από τους ανταγωνιστές για να μπορέσουν να έχουν όσο το δυνατόν καλύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες, για να καταλάβουν τις κατάλληλες θέσεις, εκμεταλλευόμενοι τυχόν αδυναμίες του αντιπάλου”, εξηγεί ο κύριος Ξενάκης.
“Το ασύρματο δίκτυο είναι πιο ευάλωτο. Παρόλ' αυτά και το καλωδιακό είναι επίσης τρωτό. Το ασύρματο είναι ευάλωτο γιατί έχουν όλοι πρόσβαση στο φυσικό μέσο. Ακόμα και όταν μιλάω στο κινητό μου οι παρευρισκόμενοι στον ίδιο χώρο μπορούν να λάβουν πληροφορίες για το τι λέω. Καλωδιακά πρέπει να έχει κάποιος πρόσβαση στο φυσικό μέσο. Υπάρχει επίσης και η δυνατότητα παρακολούθησης τηλεπικοινωνιών χωρίς τη σύμπραξη του παρόχου δικτύου”, αναφέρει ο κύριος Ξενάκης.
Τη μεγαλύτερη προσβασιμότητα σε πληροφορίες, με διάφορες μεθόδους παρακολουθήσεων τις έχει, όπως λέει, το κράτος, αλλά και ιδιωτικές εταιρείες σε δεύτερη φάση.
“Η διαδικασία λειτουργεί σαν το δηλητήριο και το αντίδοτο. Υπάρχει δηλαδή κατασκοπία, αλλά και αντικατασκοπία”.
"Ανακαλύψαμε μεγάλο κενό σε δίκτυο εταιρείας, που κινδυνεύει με κυβερνοεπίθεση, αλλά η επισήμανσή μας αγνοήθηκε"
Χαρακτηριστικό πάντως είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα, η υπάρχουσα τεχνογνωσία δεν αξιοποιείται, όπως παραδέχεται, το επίσημο κράτος. “Είναι επίσης άξιο αναφοράς, ότι πριν από λίγες ημέρες ανακαλύψαμε ένα τρωτό σημείο στα rooter μεγάλης εταιρείας, το οποίο αφήνει τα περιθώρια για εκτεταμένη κυβερνοεπίθεση. Το στείλαμε στην εταιρεία και δεν πήραμε καμία απάντηση. Στην Αμερική κάτι αντίστοιχο είχε αναγνωριστεί από την εταιρεία, ενώ εδώ πέρασε στα ψιλά γράμματα. Αρκεί να σας πω ότι το κενό ασφαλείας στη συγκεκριμένη εταιρεία παραμένει μέχρι και σήμερα. Επίσης, έχουμε εντοπίσει και τρωτά σημεία σε συστήματα WEB Βanking των τραπεζών μέσω τηλεφώνου, τα οποία και θα το παρουσιάσουμε επίσημα στην Europol. Οι ξένοι δουλεύουν προς αυτή την κατεύθυνση, εμείς όμως είμαστε ακόμα πολύ πίσω”.
Ο Στέφανος Τσιτομενέας, Δρ. Φυσικός, Ηλεκτρονικός και Ραδιοηλεκτρολόγος, Ομότιμος καθηγητής στο ΤΕΙ Πειραιά, διευκρινίζει ότι οι μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποιούν είτε δορυφορικές επικοινωνίες, είτε επίγειες καλωδιακές και ασύρματες. “Υπάρχουν κακόβουλα λογισμικά για ιδιώτες που προστίθενται στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και διευκολύνουν τη διαδικασία”.
Συμπληρώνει μάλιστα, ότι η τεχνολογία είναι ανοιχτή εδώ και 15 – 20 χρόνια σε τέτοιου είδους διαδικασίες. “Μπορεί ένα κράτος να παρακολουθήσει τις επικοινωνίες, οι οποίες περνάνε μέσα από ιδιαίτερα κανάλια, τα οποία υποτίθεται ότι είναι ελεγμένα και ασφαλή. Αν είναι καλωδιακά μπορούν να είναι περισσότερο ασφαλή. Αν είναι ασύρματα πάντα υπάρχει κίνδυνος υποκλοπής του σήματος”.
“Οι συγκεκριμένες διαδικασίες εφαρμόζονται εδώ και πολλά χρόνια είτε το παραδέχονται κάποιοι, είτε όχι. Η κατασκοπία και η αντικατασκοπία πάντοτε δουλεύει και έχει συγκεκριμένους στόχους και αποτελέσματα, λαμβάνοντας γνώση σημαντικών πληροφοριών για να πληγεί ο εκάστοτε αντίπαλος”.
Σύμφωνα με τον κύριο Τσιτομενέα, σε όλες τις περιπτώσεις παρακολουθήσεων τα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα και περίπλοκα. Περιλαμβάνουν όπως λέει σημαντικό κόστος και τον ανθρώπινο παράγοντα, για προσπάθειες οι οποίες μπορεί να αποτύχουν ή να πετύχουν. Στο χώρο των μυστικών υπηρεσιών ο θρίαμβος από την πανωλεθρία απέχει ελάχιστα.
“Μόνο κρατικές υπηρεσίες μπορούν να κάνουν αυτές τις δουλειές. Υπάρχουν πολλά μυστικά στην τεχνολογία που δεν βγαίνουν προς τα έξω. Διαβαθμισμένοι άνθρωποι που ξέρουν να κρατάνε το στόμα τους κλειστό. Οι χώρες με προηγμένη τεχνολογία είναι βέβαιο ότι θα τη χρησιμοποιήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ασχέτως αν βγαίνει ότι δεν έχουν ανακατευτεί έως τώρα σε τέτοιες διαδικασίες. Η κατασκοπία και η αντικατασκοπία είναι τα βασικά αντικείμενα, που υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν”.
Ζητούμενο σε κάθε περίπτωση για τους εκάστοτε παρακολουθούντες, είναι να βρεθούν ένα βήμα πιο μπροστά από τον 'αντίπαλο'. Να προπορευθούν, γνωρίζοντας πράγματα και καταστάσεις, πριν βρεθούν στα χέρια του άλλου. Είτε εφαρμόζεται από κρατικές υπηρεσίες, είτε από ιδιωτικούς φορείς, είτε σε συνεργασία και των δύο η κατασκοπία υπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει. Η έκπληξη κατά την εμφάνιση και νέων φαινομένων κατασκοπίας και υποκλοπών συνομιλιών, μόνο άγνοια ή ανειλικρίνεια θα μπορούσε να υποδηλώσει. Τα χρόνια πέρασαν, η φιλοσοφία παραμένει η ίδια και ο στόχος δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά. Αυτά που άλλαξαν με το πέρασμα του χρόνου είναι τα μέσα εκτέλεσης της διαδικασίας, το αντικείμενο “μελέτης”, αλλά και τα πρόσωπα τα οποία βρέθηκαν κατά καιρούς σε θέσεις κλειδιά. Η κατασκοπία, που μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση εγκληματικών ενεργειών, δεν παύει - όπως και στην περίπτωση Γουότεργκέτ - να έχει τη δύναμη να ανεβάζει, αλλά και να ρίχνει κυβερνήσεις.