Μύκονος: Η δική μου μοναδική ερωμένη

Μαζεύοντας στο νου μου τις σταγόνες της παιδικής μου ανεμελιάς κοντά της δεν μπορούσα ούτε στιγμή να μη σκεφτώ πως για μένα είναι μια γυναίκα με τις πιο απόκρυφες και μυστηριώδεις ομορφιές, τις πιο ανεξερεύνητες και απρόσιτες.

Αντικείμενο αέναων συζητήσεων. Έτσι άλλωστε είναι οι διασημότητες. Άλλοι μιλούν απαξιωτικά, άλλοι με προσμονή, άλλοι με εκστατική λατρεία. Τι κι αν πατάνε το πόδι τους, στα γυαλισμένα από τα ατελείωτα τακουνοσεργιανίσματά πλακόστρωτα, γυναίκες του παραμυθιού κι άνδρες...μεθυσμένοι από τις χάρες της εκείνη στέκει αγέρωχη. Στην ποδιά της πολλοί προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο, εκτονώνοντας πάθη και δυσμορφίες ενός περασμένου, αλλά όχι ξεχασμένου χειμώνα.

Είναι ο τόπος που δεν χρειάζεται ραντεβού. Εκεί όπου μπορεί κανείς να συναντήσει όποιον θέλει. Ακόμα κι όταν δε θέλει...

 

Η ελικοειδής διαδρομή καθοδηγεί τον επισκέπτη από μόνη της. Από Ματογιάννια σε Αγιά Μονή, στον Άη Νικόλα των ναυτικών και τούμπαλιν. Από Άγιο Σώστη για τους ανεμολάτρεις του νησιού στο καταφύγιο των φρεσκοχτενισμένων κυριών της Ψαρούς, στο γείτονά της Πλατύ Γιαλό, στην αποτραβηγμένη, αλλά ιδιαζόντως κοσμική Ελιά, στη Φτελιά των σανιδόκουβαλητών σέρφερ του νησιού ή όπου αλλού βάζει ο νους.

Κι αν τη Μύκονο πολλοί εμίσησαν, πολλοί περισσότεροι ήταν εκείνοι που την αγάπησαν. Η ζυγαριά τούμπαρε υπέρ εκείνων που σαγηνεύτηκαν μπροστά στην απλότητα και τη σχεδόν αψεγάδιαστη αρμονία του τοπίου. Αγάπησαν εκείνη που κάθε καλοκαίρι τους προσφέρει, αυτό που ελάχιστοι τόποι μπορούν. Είναι εκείνη που κάνει όλους όσους βρίσκονται κοντά της να επιθυμούν τη συνεχή συνύπαρξη μαζί της. Όπως ο ερωτευμένος, πλήρως εξαρτώμενος και συνυφασμένος με το ακριβό αντικείμενο του πόθου του.

Κι αν ο ομιλών δεν μπορεί να εκφραστεί αντικειμενικά, καθότι ερωτοχτυπημένος, μια έρευνα των αριθμολάγνων δημοσκόπων θα ήταν αρκετή. Ή ακόμα ένα καρδιογράφημα εξόχως καταρτισμένου καρδιολόγου. Ικανό να δείξει τις αλλαγές στη συμπεριφορά της ζωοφόρας καρδιάς όταν εκείνη χτυπά στους ρυθμούς της. Κι όμως... Ακόμα και η ίδια η επιστήμη αδυνατεί μέχρι και σήμερα να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Τι είναι αυτό που την κάνει την σταχτοπούτα του Αιγαίου να ακτινοβολεί ομορφιά, χωρίς να φορά ασημένιο γοβάκι; Τα γοβάκια που τόσο περιττά της είναι...

Αρκείται να μαγεύει με το ραβδί της, σαλεύοντας μυαλά και συνειδήσεις. Κι αν βρεθεί κανείς εκεί θα καταλάβει το γιατί η λέξη καλοκαίρι δεν μπορεί παρά να αντλεί την ύπαρξή της από το μυθόβγαλτο νησί των Κυκλάδων.

Έχει όλα εκείνα που κάνουν μια γυναίκα απρόσιτη, μυστηριώδη, ονειρική. Με μια βασική διαφορά. Ότι δεν κάνει τίποτα για να το πετύχει. Ούτε βάφεται, ούτε χτενίζεται, ούτε καταφεύγει σε κέντρα ομορφιάς. Γιατί ξέρει βαθιά μέσα της ότι είναι αυτή που είναι κι όλα τ' άλλα έπονται...Αγκαλιασμένη σφιχτά με τα βαθιά, αγριεμένα νερά του Αιγαίου, αργοσαλεύει σαν σε νυμφικό χορό, γοητεύοντας ακόμα και την πιο δυσκίνητη ψυχή... Δεν περιμένει τίποτα. Όλοι οι άλλοι περιμένουν από κείνη...Ένα νεύμα της είναι αρκετό. Κι όλοι βάζουν τα καλά τους. Να την εντυπωσιάσουν. Όλοι οι άλλοι που κάτι περιμένουν από κείνη. Ένα βλέμμα της, μια κίνηση.

Εκείνη όμως δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα. Μόνο ανοίγει με αβρότητα την αγκαλιά της. Να δεχτεί τους διψασμένους, που ζουν κοντά της το καλοκαιρινό τους όνειρο. Μακριά από το ενοχλητικό, κορεσμένο, ψυχοφθόρο, αστικόπληκτο τοπίο της καθημερινότητάς τους.