Ένα διαλυμένο ξενοδοχείο και μία εξοργισμένη εισαγγελέας
Η άγνωστη επιχείρηση για τη σύλληψη του Βασίλη Παλαιοκώστα σε ορεινό πανδοχείο του χωριού Λεοντίτο Καρδίτσας, ξεκίνησε με «καπέλωμα» από τη Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής, όταν ο επικεφαλής της πίστεψε ότι η επιχείρηση θα στεφόταν με επιτυχία, και κατέληξε στην «εκτόξευση μελανιού» σε τοπικούς αστυνομικούς, όταν αυτή αποδείχθηκε «τζούφια».
Σύμφωνα με την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, το αποτέλεσμα αυτών των αστυνομικών δυσαρμονιών που εξελίσσονταν εν όψει των τακτικών κρίσεων αξιωματικών της αστυνομίας ήταν ένα διαλυμένο ξενοδοχείο, μία εξοργισμένη εισαγγελέας, απουσία της οποίας έγινε η αστυνομική εισβολή, και αξιωματικούς της τοπικής αστυνομικής διεύθυνσης να βρίσκονται αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο να κατηγορηθούν για παράβαση καθήκοντος παρότι την ευθύνη είχε ο διοικητής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής.
Το «φιάσκο» αστυνομικής ηθικής ξεκινά στις αρχές Δεκεμβρίου 2016, όταν στελέχη υπηρεσιών ασφαλείας της Καρδίτσας γίνονται αποδέκτες πληροφοριών για την παρουσία και διαμονή ατόμου με χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν έντονα στο… face off (αλλαγή προσώπου) του διαβόητου καταζητούμενου τρομοκράτη Βασίλη Παλαιοκώστα, σε ορεινό πανδοχείο στο Λεοντίτο, το οποίο βρίσκεται στον ορεινό όγκο του νομού Καρδίτσας στην περιοχή της Αργιθέας σε υψόμετρο 1.000 μέτρων. Ηταν μία από τις πολλές πληροφορίες που ερευνούν κατά καιρούς στελέχη της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας και άλλων υπηρεσιών στο πλαίσιο της έντονης αναζήτησης του Βασίλη Παλαιοκώστα. Από μία κάποια αστυνομική έρευνα διαπιστώθηκε η παρουσία δύο ατόμων, που ταίριαζαν ηλιακά και σε σωματοδομή με τον καταζητούμενο. Αρχικά αποφασίστηκε ο σχεδιασμός αστυνομικής επιχείρησης από τις τοπικές αστυνομικές αρχές, κάτι όμως που ανατράπηκε λίγο αργότερα μετά από επικοινωνίες με ανώτατους αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας. Ο ξενώνας παρέμεινε σε ένα καθεστώς μακρινής επιτήρησης, ενώ τη νύχτα υπήρχε κίνηση και φώτα σε συγκεκριμένο δωμάτιο, όπως ανέφερε η πληροφορία.
Οι τοπικοί αξιωματικοί είχαν ήδη επικοινωνήσει με υψηλόβαθμο αξιωματικό της Θεσσαλονίκης, στον οποίο ανήκουν διοικητικά, ενώ εκείνος με τη σειρά του είχε ενημερώσει τον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. Κωνσταντίνο Τσουβάλα. Κατά έναν παράξενο λόγο, τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της αστυνομικής επιχείρησης αναλαμβάνει η Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής, με τον επικεφαλής της, όπως αναφέρουν αστυνομικές και δικαστικές πηγές, να επικοινωνεί με τους συναδέλφους του στην Καρδίτσα, προκειμένου να απομακρυνθούν με… εντολή αρχηγού.
Μία ομάδα της ΕΚΑΜ (Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα) και μία επίλεκτη ομάδα στελεχών της ΥΔΕΖΙ (Υποδιεύθυνση Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας) φθάνουν έξω από το χωριό, τα ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου 2016. Αφού έχουν πάρει τις κατάλληλες πληροφορίες για τις διαδρομές πρόσβασης στον ξενώνα και τη διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων αποφασίστηκε να γίνει η επέμβαση στις 06:00 το πρωί. Από την Αστυνομική Διεύθυνση Καρδίτσας ζητήθηκαν διαθέσιμες ομάδες ΟΠΚΕ (Ομάδα Πρόληψης και Καταστολής Εγκληματικότητας) προκειμένου να αποκλείσουν σε μακρινά σημεία ενδεχόμενες οδούς διαφυγής στην περίπτωση που ο ύποπτος κατάφερνε να ξεφύγει. Τα στελέχη αυτών των ομάδων δεν γνώριζαν φυσικά το πρόσωπο που θα έπρεπε να σταματήσουν.
Παράλληλα, λίγο πριν δοθεί το «πράσινο φως» για την έναρξη της αστυνομικής επιχείρησης, ζητήθηκε από αξιωματικούς της Α.Δ. Καρδίτσας να επικοινωνήσουν με την εισαγγελέα προκειμένου να μεταβεί στο Λεοντίτο για να επιβλέψει τη διαδικασία της έρευνας. Αστυνομικός με υπηρεσιακό όχημα μεταφέρει τη δικαστική λειτουργό προς το Λεοντίτο, όταν καθ’ οδόν δέχεται κλήση από επικεφαλής αξιωματικό της επιχείρησης, ο οποίος τον ενημερώνει ότι η αστυνομική εισβολή έγινε με… αρνητικό αποτέλεσμα, χωρίς την παρουσία της εισαγγελέως. Στελέχη της ΕΚΑΜ και της Ασφάλειας Αττικής είχαν σπάσει πόρτες και παράθυρα, μπαίνοντας… καταστροφικά στον ξενώνα και το ύποπτο δωμάτιο. Εκεί, όπως αναφέρουν αστυνομικές πηγές, ήταν οι γονείς του ιδιοκτήτη, που είχαν πάει να τον επισκεφθούν, με τον άνδρα να έχει κάποιες ελάχιστες ομοιότητες με τον Βασίλη Παλαιοκώστα.
Οι «σχεδιαστές» της αστυνομικής επιχείρησης είχαν το θράσος να ζητήσουν από τον αστυνομικό που μετέφερε τη δικαστική λειτουργό να την οδηγήσει στο Λεοντίτο προκειμένου να υπογράψει τις εκθέσεις της έρευνας που έγινε απουσία της. Οργισμένη, όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές ενημέρωσης, η δικαστική λειτουργός ζήτησε από τον αστυνομικό να την επιστρέψει στην οικία της αναφέροντας ότι δεν υπογράφει τίποτα, το οποίο σχετίζεται με μία αστυνομική εισβολή που έγινε χωρίς εκείνη να είναι παρούσα.
Η «συναδελφική αλληλεγγύη» είχε συνέχεια, καθώς ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής φέρεται να αποποιείται των όποιων ευθυνών της αστυνομικής εισβολής, υποστηρίζοντας ότι αυτή έγινε σε χώρο ευθύνης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καρδίτσας, όποτε τα στελέχη της είναι αρμόδια για τα «γραφειοκρατικά» ζητήματα.
Οι τοπικοί αξιωματικοί αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο κατηγοριών παράβασης καθήκοντος, ωστόσο το βάρος της ευθύνης ανέλαβε η εισαγγελέας, που ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των παρατυπιών που είχαν γίνει στο πλαίσιο της «άκαρπης» αστυνομικής επιχείρησης. Το ίδιο τυχεροί στάθηκαν οι αστυνομικοί και από την πλευρά των ιδιοκτητών του πανδοχείου, οι οποίοι δεν κίνησαν ποινικές διαδικασίες για τις καταστροφές που έγιναν στην επιχείρησή τους και την… ψυχική οδύνη που αντιμετώπισαν, μετά από σχετικές διαβουλεύσεις.