Τι απολογήθηκε ο 50χρονος κατηγορούμενος που σκότωσε τον κουνιάδο του μετά την καταγγελία της ανήλικης κόρης του ότι το θύμα την βίασε και την εκβίαζε
Την ενοχή του 50χρονου κατηγορούμενου για την άγρια δολοφονία του 33χρονου κουνιάδου του στο Βόλο τον Ιανουάριο του 2024 πρότεινε η εισαγγελέας της έδρας στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λάρισας.
Νωρίτερα απολογήθηκε ο κατηγορούμενος, ο οποίος αρνήθηκε, ότι είχε σκοπό να σκοτώσει τον κουνιάδο του, μόλις έμαθε από την κόρη του, ότι την είχε βιάσει και απλώς ήθελε με την απειλή όπλου να τον αναγκάσει να ομολογήσει τις πράξεις του. Εκεί, σύμφωνα με τον ίδιο, ο 33χρονος του επιτέθηκε και πάνω στην πάλη εκπυρσοκρότησε το όπλο του. «Δεν μπορούσα να το αντέξω. Το έχω μετανιώσει. Δεν είμαι αυτός ο άνθρωπος» είπε ξεκινώντας την απολογία του ο κατηγορούμενος, περιγράφοντας στη συνέχεια όσα έγιναν από τις 7 μέχρι τις 9 Ιανουαρίου 2024.
Ξεκίνησε αρχικά με το τηλεφώνημα της σπιτονοικοκυράς στις 7 Ιανουαρίου, που τον ενημέρωσε για τα απλήρωτα ενοίκια του διαμερίσματος όπου έμενε η κόρη του, στην πόλη που σπούδαζε. Τότε, όπως είπε, έγινε η πρώτη συζήτηση με την κόρη του για το θέμα του βιασμού και του εκβιασμού, αλλά δεν του είχε αναφέρει το όνομα του φερόμενου δράστη. Την επόμενη μέρα πήγαν σε δικηγόρο και σε ψυχίατρο, ενώ έγινε και μια προσπάθεια σε τεχνικό κινητών για να ανακτήσει το βίντεο με το οποίο υποτίθεται την εκβίαζε. Μέχρι εκείνη την ημέρα η κόρη του εξακολουθούσε να μην λέει το όνομα του 33χρονου, ώσπου την επομένη, στις 9 Ιανουαρίου, αποφασίζει να το αποκαλύψει.
Το πρωί λοιπόν της επίδικης μέρας η κόρη του, του αναφέρει πως ο θείος της ήταν αυτός που σύμφωνα με την ίδια την βίασε, όταν ήταν ανήλικη και την εκβίαζε με το βίντεο. «Δεν μου το χωρούσε το μυαλό. Για ποιο λόγο το έκανε αυτό στο παιδί μου» ήταν οι πρώτες σκέψεις που ήρθαν στο μυαλό του κατηγορούμενου σύμφωνα με τον ίδιο όταν άκουσε τα λόγια της κόρης του. Στη συνέχεια ανέφερε πως η άλλη του κόρη του διάβασε τα μηνύματα, τα κατασκευασμένα πλέον μηνύματα, όπως έδειξε η ανάλυση της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, που «έστειλε» ο κουνιάδος του στην κόρη του και καταδείκνυαν την πράξη του βιασμού. Εκείνη τη στιγμή ο κατηγορούμενος ανέφερε, πως αποφάσισαν με τα παιδιά να ακολουθήσουν τη νομική οδό.
Ωστόσο, στη συνέχεια ο κατηγορούμενος ανέφερε, πως άλλαξε το σχέδιο του. Συγκεκριμένα ανέφερε, πως επέστρεψε από τον Βόλο στο σπίτι του στην Αργαλαστή, ξεκουράστηκε και πήρε την κυνηγετική καραμπίνα που είχε στο δωμάτιο του. Το απόγευμα περίπου στις 7:20 φτάνει στην ΑΓΕΤ έξω από τον Βόλο και λέει στην γυναίκα του να καλέσει τον αδερφό της, για να τον βοηθήσει προφασιζόμενος ότι έχει πρόβλημα με το όχημα του. «Πήρα το όπλο μαζί μου για να τον κάνω να ομολογήσει. Μετά θα πηγαίναμε στην αστυνομία» είπε ο κατηγορούμενος σχετικά με τον λόγο που ζήτησε να συναντηθεί με τον 33χρονο.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, όταν ο κουνιάδος του έφτασε στο σημείο και τον ρώτησε για τον βιασμό, ο τελευταίος του επιτέθηκε με αποτέλεσμα να τον χτυπήσει με το όπλο στο πρόσωπο. Στη συνέχεια πάλεψαν, ο 33χρονος του κράτησε το χέρι και τότε το όπλο εκπυρσοκρότησε, όπως κατέθεσε, σύμφωνα με το larissanet.gr. «Δεν ήθελα να τον σκοτώσω, δεν ήθελα να του κάνω κακό» είπε στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος. Ωστόσο όταν ο πρόεδρος της έδρας του επεσήμανε το γεγονός πως δεν βρέθηκε βιολογικό υλικό πάνω του από το θύμα ή κάποιος τραυματισμός, ο κατηγορούμενος δεν το σχολίασε. Σε άλλη ερώτηση του προέδρου σχετικά με τα σοβαρά τραύματα στο κρανίο του θύματος, ο κατηγορούμενος απάντησε πως δεν θυμόταν τίποτα μετά τον πυροβολισμό.
Ο κατηγορούμενος ολοκλήρωσε την απολογία του περιγράφοντας τις επόμενες κινήσεις μετά το αιματηρό περιστατικό. Πως πήγε στο Βόλο εκεί όπου ήταν οι κόρες του και μαζί πήραν ταξί για να πάνε στον δικηγόρο που είχαν επισκεφτεί την προηγούμενη ημέρα, ώστε να παραδοθεί μετά στην Αστυνομία.
Καμία ψυχική υπερδιέγερση, καμία άμυνα
Οι βασικοί αυτοτελείς ισχυρισμοί που προέβαλαν στο δικαστήριο οι συνήγοροι υπεράσπισης του κατηγορουμένου ήταν πως ο πελάτης τους βρίσκονταν σε θέση άμυνας και σε βρασμό ψυχικής ορμής. Να σημειωθεί πως ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Ωστόσο η εισαγγελέας απέρριψε και τους δύο ισχυρισμούς. Αρχικά ξεκινώντας την αγόρευση της ανέλυσε το νομικό πλαίσιο για την ανθρωποκτονία, τον δόλο και την ήρεμη ψυχική κατάσταση ή υπερδιέγερση.
Τόνισε πως η ψυχική υπερδιέγερση εντοπίζεται στο στάδιο της λήψης απόφασης και της εκτέλεσης αυτής της απόφασης. Επεσήμανε πως δεν αρκεί η απότομη διέγερση ενός συναισθήματος αλλά πρέπει να είναι τέτοια που να αποτρέπει κάποιον να σκεφτεί. Στη συνέχεια προχώρησε στην ουσία της υπόθεσης αναλύοντας όσα έγιναν το τριήμερο 7-9 Ιανουαρίου. Ανέφερε πως είναι απολύτως φυσιολογικό στις 7 Ιανουαρίου ο κατηγορούμενος να είναι σε κατάσταση υπερδιέγερσης μόλις μαθαίνει για πρώτη φορά για τον φερόμενο βιασμό της κόρης του.
Ακολούθως επισήμανε την κατασκευή των μηνυμάτων από την κόρη του κατηγορούμενου για να τα χρησιμοποιήσει η πρώτη ως αποδεικτικά στοιχεία την επίδικη μέρα. Το πρωί της 9ης Ιανουαρίου λοιπόν που ο κατηγορούμενος μαθαίνει για τα μηνύματα η εισαγγελέας ανέφερε πως είναι λογικό εκείνη τη στιγμή να ταραχθεί και να υπάρχει ψυχική υπερδιέγερση.
«Όμως από εκείνο το χρονικό διάστημα και μετά τι κάνει; Ετοιμάζει εγκληματικό σχέδιο. Να βγάλει από τη μέση τον δράστη» ανέφερε η εισαγγελέας προχωρώντας στη στιγμή της δολοφονίας του 33χρονου. Τόνισε πως ο κατηγορούμενος, ήταν ήρεμος, είχε ξεκουραστεί στο σπίτι του στην Αργαλαστή και είχε στο μυαλό του να βγάλει από τη μέση τον κουνιάδο του. Επεσήμανε πως το μέρος που επέλεξε για να τελέσει την πράξη εκείνο το απόγευμα του Ιανουαρίου ήταν σκοτεινό και με λίγη κίνηση και ανέφερε πως χρησιμοποίησε την γυναίκα του για να καλέσει το θύμα επειδή γνώριζε πως αν τον καλούσε ο ίδιος δεν θα απαντούσε λόγω ενός μικροεπεισοδίου που είχαν στο παρελθόν.
«Μόλις ο δράστης τον αντιλαμβάνεται τον πυροβολεί και στη συνέχεια αρχίζει να τον χτυπάει με το όπλο σε σημείο που αυτό διαλύεται» είπε η εισαγγελέας τονίζοντας πως δεν υφίσταται η κατάσταση της άμυνας που ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος. Όσο για τον βρασμό ψυχικής ορμής ανέφερε πως ο κατηγορούμενος πήρε την απόφαση το μεσημέρι της επίδικης μέρας και οργάνωσε την «εγκληματική πράξη». «Ίσως κατα τη λήψη της απόφασης να υπήρξε υπερδιέγερση, σίγουρα όχι στην εκτέλεση» είπε η εισαγγελέας επισημαίνοντας πως ήταν «προφανής» ο ανθρωποκτόνος δόλος.
Η εισαγγελέας πρότεινε έτσι την ενοχή του κατηγορουμένου για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της παράνομης οπλοφορία και χρήση όπλου. Έκλεισε ωστόσο με ένα μήνυμα για την κόρη του κατηγορουμένου. Η εισαγγελέας ανέφερε σχετικά με τον φερόμενο βιασμό που ισχυρίζεται η κόρη του θύματος πως δέχτηκε, πως είναι ένα ερώτημα, που θα εξακολουθεί να πλανάται αν τελέστηκε ή όχι.
Ωστόσο επισημαίνοντας την ιστορία με τα κατασκευασμένα μηνύματα τόνισε πως «η διαχείριση ήταν ανεύθυνη και εκ του αποτελέσματος εγκληματική» επισημαίνοντας πως ένας άνθρωπος βρέθηκε νεκρός, ένας άλλος στη φυλακή και η κόρη «καταδικασμένη με τύψεις από την ανώριμη συμπεριφορά». Η δίκη συνεχίζεται με αγορεύσεις των διαδίκων και αναμένεται να ολοκληρωθεί αργά το απόγευμα με την απόφαση του δικαστηρίου.