Μάρτυρας που παραλίγο να τρακάρει με τον 45χρονο που σκότωσε τον 22χρονο, περιγράφει ότι ο οδηγός της Porsche ήταν εκτός εαυτού και επισημαίνει την αδιαφορία της Αστυνομίας όταν κάλεσε στο «100»
Αποκαλυπτική για την κατάσταση που βρισκόταν ο 45χρονος οδηγός της Porsche Cayenne, που σκότωσε τον 22χρονο Παναγιώτη Καρατζή και την αδιαφορία της Αστυνομίας στα Χανιά, είναι μια νέα μαρτυρία που έρχεται στο φως της δημοσιότητας για το θανατηφόρο τροχαίο στη λεωφόρο Σούδας.
Μία Porsche Cayenne κυκλοφορούσε για τουλάχιστον 4 ώρες ως «κινούμενη βόμβα» στους δρόμους των Χανίων, χωρίς να μπορέσει κανείς να σταματήσει τον 45χρονο οδηγό, παρά μόνο η θανατηφόρα πρόσκρουση με το Suzuki του 22χρονου στην λεωφόρο Σούδας τα ξημερώματα του Σαββάτου 11 Ιανουαρίου. Η μαρτυρία που έφερε σήμερα στην δημοσιότητα το zarpanews.gr, αλλάζει το μέγεθος της ευθύνης της τοπικής Αστυνομίας, που είχε λάβει κλήση στις 23:20 της Παρασκευής, για επικίνδυνους ελιγμούς του πολυτελούς αυτοκινήτου και προκλητική συμπεριφορά του οδηγού του. Μια κλήση που αν είχε αντιμετπιωστεί με σοβαρότητα, ο Παναγιώτης Καρατζής πιθανότατα θα ήταν στη ζωή.
«Πήρα τηλέφωνο, για να γλιτώσω έναν άνθρωπο και τελικά ένας άνθρωπος δεν γλίτωσε» σημειώνει στο zarpanews.gr o άλλος οδηγός, που εξιστορεί τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς. «Οδηγώ στον κυκλικό κόμβο των Δικαστηρίων και ξαφνικά με περνάει από δεξία. Ως τότε δεν είχα αντιληφθεί, αν ήταν πίσω μου, δεν τον έχω αντιληφθεί, το είδα να με προσπερνάει από δεξιά και να μου κλείνει τον δρόμο. Όταν κατάλαβα ότι δεν χωράμε και οι δύο, τότε σταματάω το αυτοκίνητο για να μην προκληθεί ατύχημα. Τότε σταματάει και αυτός, κατεβαίνει από το αυτοκίνητο, έρχεται προς την μεριά του αυτοκίνητου και αρχίζει να φωνάζει» περιγράφει.
«Εγώ χωρίς να ανοίξω το τζάμι, αρχίζω να ρωτάω "τι έγινε, τι έγινε", δεν μου απαντάει. Έβλεπα έναν άνθρωπο να φωνάζει μαινόμενος, να ωρύεται. Εγώ δεν μπορώ να ακούσω, γιατί είχα κλειστά τα τζάμια και έχω και δυνατά τη μουσική. Έχω πάθει σοκ. Αυτός συνεχίζει να βρίζει και να φωνάζει. Κάποια στιγμή κατευθύνεται προς το αυτοκίνητό του, αλλά επιστρέφει και έρχεται ξανά στη μεριά μου. Κάποια στιγμή αντιλαμβάνομαι ότι ανοίγει η πίσω πόρτα της Porsche , αλλά όχι τελείως, "κουφωτά" όπως λέμε, σαν να είναι κάποιος έτοιμος να επέμβει, αν χρειαστεί. Εγώ παραμένω σε σοκ. Τον βλέπω κι έρχεται προς το μέρος μου και δίνει μια μπουνιά στο τζάμι μου, το οποίο το είχα κλειστό. Ευτυχώς δεν τραυματίστηκα και δεν έχουμε άλλα θέματα τώρα» συνεχίζει.
«Δεν έχω καμία αντίδραση. Προσπαθώ να βγάλω το κινητό από το μπουφάν μου, αλλά εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα, ότι αυτό μπορεί να τον εξαγρίωνε, γι’ αυτό προσπαθώ να είναι ψύχραιμος, να μείνω μέσα στο αυτοκίνητο και να μην κάνω κάτι, το οποίο να μπορούσε να τον κάνει να θυμώσει ακόμα περισσότερο και να μου επιτεθεί. Έτσι όπως είναι οι θέσεις των αυτοκινήτων μας, δεν μπορώ να φύγω. Καταλαβαίνω, ότι δεν έχω τρόπο να τον αποφύγω. Περιμένω απλά να βαρεθεί και να φύγει» αναφέρει.
«Τους λέω κάντε κάτι μπας και γλιτώσει κανείς φουκαράς»
Συνεχίζοντας την διήγηση, φθάνει στο σημείο που έγινε το μοιραίο τηλεφώνημα στο 100. «Φθάνω στο σπίτι μου και το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι, είναι να πάρω την Αστυνομία. Παίρνω, διστάζω, αλλά μετά, στο δευτερόλεπτο, το ξανασκέφτομαι και λέω "πρέπει να πάρω, για να γλιτώσει κάποιος άλλος. Μη γίνει κανείς τσαμπουκάς, μη βγούνε μαχαίρια, μη βγούνε όπλα". Παίρνω λοιπόν την Αστυνομία, τους περιγράφω το συμβάν, τους δίνω το όχημα και την πινακίδα. Τους λέω "δεν είναι νηφάλιος, κάντε κάτι, βρείτε τον, μπας και γλιτώσουμε κανένα φουκαρά". Με το σκεπτικό, όχι ότι θα πάει να σκοτώσει κανέναν, αλλά με το σκεπτικό ότι θα γινόταν κάτι αντίστοιχο με το δικό μου».
«Μου λέει ο αστυνομικός, αν θέλω να καταγγελία/ μήνυση, να πάω στο τμήμα. Εγώ δεν το θεώρησα σκόπιμο να κάνω κάτι τέτοιο. Απλά τηλεφώνησα, με το σκεπτικό ότι είναι Παρασκευή βράδυ, ο κόσμος βγαίνει, θα μπορούσαν να είναι δυο πιωμένοι και να γίνει αιματηρό περιστατικό» λέει ο άνδρας και συνεχίζει την περιγραφή του: «Μου λένε "εντάξει, θα τον ψάξουμε". Την άλλη μέρα όταν είδα το τροχαίο και συνειδοτοποίησα ότι είναι αυτός, έπαθα σοκ. Δεν ήξερα τι έκαναν, αν τον βρήκαν, αν τον είχαν σταματήσει. Ακόμα δεν έχω συνέλθει. Αλλά εκείνη τη μέρα, το Σάββατο, ήταν όπως ήμουν εκείνη τη στιγμή μέσα στο αυτοκίνητο. Ήμουν στο κενό, ήμουν μουδιασμένος. Σκέφτηκα, ότι θα μπορούσα να είμαι εγώ, θα μπορούσε απλά να μπει ανάποδα στα διαστήρια και να με σκοτώσει. Σκέφτηκα πολλά»… «Πήρα τηλέφωνο για να γλιτώσω έναν άνθρωπο και τελικά ένας άνθρωπος δεν γλίτωσε» λέει κλείνοντας.