Έγινε «εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού» αναφέρει
Έφεση στο σκέλος της απόφασης που αφορά στην αθωωτική κρίση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας στην υπόθεση των σωματικών κακοποιήσεων σε δομές της «Κιβωτού του Κόσμου», με κεντρικό πρόσωπο τον πατέρα Αντώνιο, άσκησε η εισαγγελέας Αγγελική Τριανταφύλλου.
«Οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις για τις οποίες απαλλάχθηκαν και κατά συνέπεια έπρεπε να κηρυχτούν ένοχοι και να καταδικαστούν στην ανάλογη ποινή» αναφέρει στο σκεπτικό της η εισαγγελική λειτουργός η οποία, μεταξύ άλλων, σημειώνει ότι οι αθωώσεις προέκυψαν «κατά εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού».
Στην πράξη αυτό σημαίνει πως όταν η υπόθεση φτάσει στο Εφετείο οι δικαστές δεν δεσμεύονται από την πρωτόδικη απόφαση και θα την κρίνουν από μηδενική βάση και στο εδώλιο θα καθίσουν και οι τρεις κατηγορούμενοι που απηλλάγησαν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασίας περίπου οκτώ ετών, με την ομόφωνη απόφαση του έκρινε ένοχο τον ιδρυτή της «Κιβωτού» για πέντε από τις 19 πλημμεληματικές πράξεις που αντιμετώπιζε και αφορούν ,κατά περίπτωση, τα αδικήματα της φυσικής και ηθικής αυτουργίας σε απλή, βαριά και επικίνδυνη σωματική βλάβη σε βάρος ανηλίκων σε δυο δομές και του επέβαλε ποινή 4 ετών και 3 μηνών εξαγοράσιμη. Τέσσερις συγκατηγορούμενοι του πατέρα Αντώνιου , πρώην εργαζόμενοι των δομών , καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από 17 έως 40 μήνες , με τριετή αναστολή ενώ τρεις αθωώθηκαν από όλες τις κατηγορίες.
Η εισαγγελέας στην έφεση της εκτιμά ότι από τα στοιχεία και τις μαρτυρίες της αποδεικτικής διαδικασίας προέκυψε ότι τα παιδιά που φιλοξενούνταν σε δομές της Κιβωτού ήταν θύματα καταναγκαστικής εργασίας και μάλιστα σε ακραίες συνθήκες, με βαριές δουλειές όπως γεωργικές εργασίες, με χρήση ακόμα και επικίνδυνων εργαλείων, για πολλές ώρες, ανεξαρτήτως ηλικίας και σε συνθήκες αφόρητης ζέστης.
Οι σκληρές εργασίες, όπως σημειώνει η εισαγγελέας, αμείβονταν με κουπόνια τα οποία είχαν ελάχιστο αντίτιμο. Εκείνοι που δεν είχαν καλές επιδόσεις εξαναγκάζονταν να εργαστούν περισσότερο από τους άλλους σε βάρος της εκπαίδευσης τους. «Προφανώς κάτι τέτοιο ενισχύει τα στοιχεία ιδρυματισμού και της αποκοπής των παιδιών σε πρόσβαση σε ουσιαστικές δεξιότητες.» υπογραμμίζει η αρμόδια εισαγγελέας η οποία εστιάζοντας στη Γεωργική Σχολή της Κιβωτού εξέφρασε τη θέση ότι ήταν «όχι απλώς άτυπη… αλλά και ότι δεν ήταν καν σχολή αλλά απλό πρόσχημα που διευκόλυνε στο να αποκρύπτεται και να δικαιολογείται η υπαγωγή των παιδιών συλλήβδην και χωρίς καν να ερωτηθούν στο καθεστώς αναγκαστικής και εξαντλητικής εργασίας».
Τέλος, αναφερόμενη στην απαλλαγή των κατηγορουμένων από τις κατηγορίες που σχετίζονται με την απομόνωση τεσσάρων παιδιών η εισαγγελέας εκτιμά ότι από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε πως «η απομόνωση αποτελούσε ένα μέτρο σωφρονισμού της δομής.»
Ρεπορτάζ: Μαρία Ζαχαροπούλου