Προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την τιμολόγηση του νερού

Προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την τιμολόγηση του νερού

Έξι Ομοσπονδίες και Σωματεία μεταξύ των οποίων και εργαζομένων σε ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, αλλά και 20 κάτοικοι κατά της Κοινής Υπουργικής Απόφασης

Στο «μικροσκόπιο» του Συμβουλίου της Επικράτειας μπαίνει και πάλι το θέμα της τιμολόγησης του νερού μετά από προσφυγή που κατατέθηκε με την οποία ζητείται να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική και αντίθετη στη Ευρωπαϊκή και Ελληνική νομοθεσία η σχετική κοινή υπουργική απόφαση.

Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο προσέφυγαν έξι Ομοσπονδίες και Σωματεία μεταξύ των οποίων και εργαζομένων σε ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, αλλά και 20 κάτοικοι οι οποίοι στρέφονται κατά της
από 26.9.2024 κ.υ.α. για τον «καθορισμό των γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος, μέτρα βελτίωσης, διαδικασίες και μέθοδος ανάκτησης κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις του» .

Στην προσφυγή τους, μεταξύ άλλων , υποστηρίζουν ότι αποδυναμώνεται ο συνταγματικά επιβεβλημένος δημόσιος και δημοτικός έλεγχος τιμολόγησης της δημόσιας ζωτικής σημασίας υπηρεσίας, με συνέπεια «να προκαλείται αβεβαιότητα ως προς τη συνέχιση της παροχής τους υπό όρους δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή με ασφάλεια, καθολικότητα , υψηλή ποιότητα και προσιτή τιμή».

Σύμφωνα με του προσφεύγοντες με την κ.υ.α. «υιοθετείται μια αμιγώς λογιστικού χαρακτήρα τιμολογιακή πολιτική, που αφορά αδιακρίτως όλη τη χώρα, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε λεκάνης απορροής ποταμού».όπως σημειώνουν «μόνη η θέσπιση της ρυθμίσεως σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους πόρου βάσει των δεδομένων που προκύπτουν από το εκάστοτε ισχύον σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, καθώς και μεμονωμένες προβλέψεις που ενσωματώνουν και περιβαλλοντικά ή κοινωνικά κριτήρια, δεν αρκούν προκειμένου να θεωρηθεί ότι η συνολική ρύθμιση που θεσπίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση ανταποκρίνεται, κατά τρόπο συστηματικό και συνεκτικό στις προαναφερθείσες απαιτήσεις της οδηγίας και της εθνικής νομοθεσίας», όπως έχει κρίνει ήδη από το 2022 το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Ρεπορτάζ: Μαρία Ζαχαροπούλου