Δολοφονία 63χρονης στη Χαλκίδα: «Λυτρώθηκα, ήξερα ότι θα με πιάσουν»

Δολοφονία 63χρονης στη Χαλκίδα: «Λυτρώθηκα, ήξερα ότι θα με πιάσουν»

Τι υποστήριξε ο 38χρονος στην απολογία του για το έγκλημα

Προφυλακιστέος κρίθηκε σήμερα ο 38χρονος, ο οποίος δολοφόνησε την 63χρονη μητέρα της παιδικής του φίλης στο σπίτι της στη Χαλκίδα.

Όπως είπε στην εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», ο δικηγόρος του δράστη, κ. Βαλιάνος, ισχυρίστηκε ότι τέλεσε το έγκλημα εν βρασμώ ψυχής, λόγω του πάθους του για τον τζόγο. Υποστήριξε επίσης, ότι δεν είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση και ζήτησε συγγνώμη από την οικογένειά του και την παιδική του φίλη. «Λυτρώθηκα, περίμενα ότι θα με πιάσουν», ήταν η πρώτη κουβέντα που είπε στον δικηγόρο του μετά τη σύλληψή του.

Στο απολογητικό του υπόμνημα ο 38χρονος ισχυρίστηκε ότι εθίστηκε στον τζόγο πριν από 10 χρόνια, όμως το αποκορύφωμα ήρθε την εποχή της πανδημίας και του εγκλεισμού. Προσπάθησε μάλιστα πολλές φορές μόνος του να απεξαρτηθεί, αλλά πάντα ξανακυλούσε. «Υπήρχαν φορές που έχανα έναν ολόκληρο μισθό μέσα σε λίγες ώρες», φέρεται να είπε ο δράστης. Το πάθος του για τον ηλεκτρονικό τζόγο είχε σαν αποτέλεσμα να αποκτήσει πολλά χρέη. Όπως φέρεται να είπε, του είχαν κόψει και το ρεύμα και το είχε επανασυνδέσει παράνομα μόνος του.

Ο 38χρονος φέρεται να υποστήριξε ακόμα, πως είχε δανειστεί πολλές φορές χρήματα, ακόμα και από την κολλητή του φίλη, για να ξεχρεώσει, αλλά και από τους γονείς του. Η οικογένειά του μάλιστα, όπως είπε ο δικηγόρος του, θέλει να επιστρέψει τα 7.000 ευρώ που έκλεψε από το σπίτι της 63χρονης μετά από τη δολοφονία της.

«Περίμενα ότι θα ήταν εύκολο γιατί η μητέρα της φίλης μου ήταν κατάκοιτη»

Στις 10 Μαΐου ο 39χρονος είχε βγει με τη φίλη του για καφέ, όπου εκείνη του είπε για την κατάσταση της μητέρας της. Του είπε ότι μια γυναίκα πηγαίνει στο σπίτι και την προσέχει, όσο εκείνη είναι στη δουλειά και ότι φυλάει ένα κλειδί μέσα σε μια γλάστρα, έξω από το σπίτι. Πιο παλιά του είχε πει ότι μάζευε χρήματα και τα κρατούσε στο σπίτι της. Ο 38χρονος φέρεται να υποστήριξε ότι βρισκόταν σε απόγνωση και ότι σκέφτηκε να κλέψει τα χρήματα της φίλης του για να καλύψει τα χρέη του.

Ο ίδιος πίστευε ότι η μητέρα της φίλης του θα ήταν κατάκοιτη και θα μπορούσε εύκολα να πάρει τα χρήματα, όταν όμως την είδε μπροστά του με το Π και τον αναγνώρισε πανικοβλήθηκε. Στη συνέχεια την έσπρωξε από τις σκάλες κι εκείνη του φώναζε «τι κάνεις; Σ' αγαπώ». Τότε πήγε στην κουζίνα βρήκε ένα μεγάλο μαχαίρι και την μαχαίρωσε μέχρι θανάτου. Μετά μπήκε στο σπίτι και άρχισε να ψάχνει για τα χρήματα. Τα βρήκε στην ντουλάπα της φίλης του μέσα σε ένα κουτί. Τα πήρε, έβαλε τα κλειδιά πάλι στη γλάστρα κι έφυγε με το αμάξι του.

Όπως φέρεται να αναφέρει στο απολογητικό του υπόμνημα, μετά τη δολοφονία επέστρεψε στο σπίτι και δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε κάνει. Μετά από λίγο πήρε οδήγησε στο εργοστάσιο του πρώην τσιμεντάδικου, πέταξε το μαχαίρι κι έφυγε. Πήγε για κούρεμα και για να πάρει την ασφάλεια του αυτοκινήτου του. Δήλωσε μετανιωμένος και ότι σκέφτηκε να βάλει τέλος στη ζωή του, αλλά και να παραδοθεί, αλλά κάθε φορά την τελευταία στιγμή το μετάνιωνε. Από τους κοριούς της ΕΛ.ΑΣ. πάντως αποκαλύφθηκε ότι όλο τον καιρό που η αστυνομία ερευνούσε τη δολοφονία της 63χρονης, εκείνος προσπαθούσε να «ψαρέψει» τη φίλη του, για να του πει στοιχεία για την πρόοδο των ερευνών.