Δολοφονία 63χρονης στην Χαλκίδα: «Ήθελε να έρθει στο σπίτι για καφέ» – «Εγώ του είπα για τα κλειδιά»

Δολοφονία 63χρονης στην Χαλκίδα: «Ήθελε να έρθει στο σπίτι για καφέ» – «Εγώ του είπα για τα κλειδιά»

Σπάει την σιωπή της η κόρη του θύματος - «Η πρώτη μου αντίδραση ήταν σοκ, ρωτούσα και ξαναρωτούσα αν όντως είναι αλήθεια»

Για όσα προηγήθηκαν της δολοφονίας της μητέρας της από τον καλύτερό της φίλο, μίλησε η κόρη της 63χρονης που βρέθηκε δολοφονημένη στο σπίτι της στη Χαλκίδα, μιλώντας για πρώτη φορά μετά την ομολογία του δράστη.

Μιλώντας στον Alpha και το TLive και αποδομώντας το αφήγημα του καθ’ ομολογία δράστη, ότι «ξαφνιάστηκε» που είδε ξαφνικά μπροστά του την 63χρονη, σημειώνει: «Την ημέρα της δολοφονίας με κάλεσε ο ίδιος στο τηλέφωνο, γιατί είχε σκοπό να έρθει από το σπίτι να πιούμε καφέ, νομίζοντας ότι η μαμά μου δεν είναι καλά και ότι εγώ δεν έχω χρόνο. Και επειδή ήμουν ήδη έξω για δουλειά, πήγα και τον βρήκα εγώ σε ένα καφέ δίπλα στο σπίτι του. Με ρωτούσε για τη μητέρα μου και του είπα "εγώ την άφησα πολύ χάλια, απορώ με το πόσο γρήγορα συνήλθε" και μου λέει "τι, σηκώνεται κανονικα;", του λέω "ναι, κανονικά με το Π, μόνη της". Δεν μπορεί να την είδε και να ξαφνιάστηκε, γιατί ήδη το είχαμε διευκρινίσει δύο φορές».

Η ίδια δηλώνει, πως ήταν εκείνη που του είχε αποκαλύψει που είχε κρύψει κλειδιά για το σπίτι της μητέρας της, κλειδιά που ο δράστης ζητούσε μετ’ επιτάσεως ώστε «να μπορεί να βοηθήσει σε μια ώρα ανάγκης»: «Για τα κλειδιά του είχα πει, γιατί μου είπε ότι «έτσι όπως είναι η κατάσταση με τη μαμά σου, πρέπει να αφήνεις κάποια κλειδιά για να μπορούμε να πεταχτούμε, να με πάρεις ένα τηλέφωνο να πάω αν χρειαστεί κάποια βοήθεια». Του είπα «εντάξει δεν χρειάζεται τώρα έχει συνέλθει». Του είπα ότι έχω αφήσει κλειδιά, είπαμε ότι είναι σε μια γλάστρα δίπλα στην πόρτα. Δεν είπαμε κάτι άλλο για λεφτά».

Παράλληλα, η γυναίκα επισημαίνει την επιμονή του δράστη να μάθει πού έκρυβε χρήματα μέσα στο σπίτι: «Με είχε ρωτήσει «δεν φοβάσαι μήπως η γυναίκα που καθαρίζει το σπίτι σου πάρει λεφτά», και του έλεγα «τι να μου πάρουν», δεν του είχα πει ποτέ ότι έχω λεφτά, ότι μαζεύω και ότι είναι εκεί. Δεν το γνώριζε το ποσό και την τοποθεσία. Του το είπε η μητέρα μου; Την ανάγκασε να του το πει; Μπορεί να θυμήθηκε πριν πολλά χρόνια που ήξερε τότε το μέρος, αλλά είναι έξι χρόνια πίσω. Μάζευα ψιλά τότε, και του είχα αναφέρει το μέρος. Τρεις με τέσσερις φορές του έχω δανείσει για εξετάσεις ή για το ενοίκιο, για τα έξοδα που ζοριζόταν. Ήξερα ότι παίζει φρουτάκια που και που, αλλά όχι στον βαθμό που αναφέρεται τώρα. Όπως παίζει πολύς κόσμος, μπορεί καμιά φορά να χάσεις και παραπάνω. Όχι να παίξεις αρρωστημένα, δεν το ήξερα αυτό το στάδιο».

Σχετικά με την έκπληξη που ένιωσε όταν έμαθε ότι ο δολοφόνος της μητέρας της είναι ο καλύτερός της φίλος, αναφέρει: «Το δικό μου μυαλό δεν πήγαινε σε κοντινό πρόσωπο. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι κάποιος γνωστός είχε σκοτώσει με τέτοιο τρόπο. Δεν μπορούσα με τίποτα να το δεχτώ. Δεν άκουγα κανέναν, δεν πήγαινε το μυαλό μου. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν σοκ, ρωτούσα και ξαναρωτούσα αν όντως είναι αλήθεια. Μετά πάγωσαν όλα. Δεν μπορώ να νιώσω τίποτα αυτή τη στιγμή. Από μικρά παιδιά ήμασταν μαζί. Ένιωσα μεγάλη ανακούφιση γιατί είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν θα βρεθεί ποτέ. Αυτό το πράγμα μπορεί να σε τρελάνει. Είναι ανακούφιση. Δεν χρειάζεται να μου ζητήσει συγγνώμη η οικογένειά του, δεν ευθύνονται για τις πράξεις του. Είναι πλέον ξένος, δεν έχω την ανάγκη να του πω τίποτα.