Μπαλάσκας για δολοφονία 63χρονης στη Χαλκίδα: Γιατί οι Αρχές υποψιάζονταν αρχικά την κόρη του θύματος – «Βοήθεια! Tι κάνεις; Σ’αγαπάω»

Μπαλάσκας για δολοφονία 63χρονης στη Χαλκίδα: Γιατί οι Αρχές υποψιάζονταν αρχικά την κόρη του θύματος – «Βοήθεια! Tι κάνεις; Σ’αγαπάω»

Τι περιγράφει στην κυνική του ομολογία ο δράστης

Για τη δολοφονία της 63χρονης από τη Χαλκίδα μίλησε το πρωί της Τετάρτης 5/6 ο ειδικός αστυνομικός αναλυτής Σταύρος Μπαλάσκας εξηγώντας γιατί η Αστυνομία άργησε να βρει τον δράστη. Όπως δε αποκάλυψε αρχικά οι Αρχές είχαν στρέψει την προσοχή τους στην κόρη του θύματος.

Σύμφωνα με τον Σταύρο Μπαλάσκα και όπως είπε ο ίδιος στην εκπομπή του Mega «Κοινωνία Ώρα MEGA» ο λόγος που οι Αρχές υποπτεύονταν την κόρη της 63χρονης ήταν επειδή η ΕΛ.ΑΣ. είχε στην κατοχή της βίντεο μία ημέρα πριν τη δολοφονία της γυναίκας, όπου εμφανίζονται σε καφετέρια η ίδια με τον δράστη.

 

Οι Αρχές, αφού εξακρίβωσαν ότι η κόρη του θύματος δεν ήταν ο ιθύνων νους και δεν εμπλεκόταν στη δολοφονία, προχώρησαν στη σύλληψη του δράστη.

Ανατριχιάζουν τα τελευταία λόγια της 63χρονης

Το STAR αποκάλυψε τον τελευταίο διάλογο που είχε το θύμα με τον θύτη λίγο πριν τη δολοφονήσει.  Σύμφωνα με την αστυνομική συντάκτρια, Κατερίνα Μαστραντωνάκη, του φώναζε: «Σ’ αγαπάω!».

«Ξαφνικά, είδα την κυρία Μαρία όρθια με το πι. Τότε τα έχασα, γιατί πίστευα πως θα είναι στο κρεβάτι. Μόλις με είδε, με ρώτησε: ”Σ…, τι θες εδώ;” Τότε τα έχασα, θόλωσα και σκέφτηκα “με πιάσανε!” 

Τράβηξα την κυρία Μαρία από το χέρι και την έσπρωξα από τις σκάλες. Αυτή έπεσε περίπου μέχρι τη μέση της σκάλας. Εκείνη φώναζε: “Βοήθεια! Τι κάνεις; Σ’ αγαπάω”. Τότε πήγα στην κουζίνα, άνοιξα τα συρτάρια και πήρα ένα μαχαίρι που βρήκα. Θυμάμαι ήταν μεγάλο. Κατέβηκα, έσπρωξα ξανά την κυρία Μαρία και έφτασε στο τελευταίο σκαλί.

Μου μίλαγε ακόμα και επειδή φοβήθηκα ότι θα μας ακούσουν, τη χτύπησα με το μαχαίρι στον λαιμό στο πλάι αρκετές φορές, για να σταματήσει. Δε θυμάμαι πόσες φορές τη χτύπησα».

Στην κυνική του ομολογία περιγράφει τις κινήσεις του, αμέσως μετά το έγκλημα.

«Μόλις σταμάτησε να μιλάει, γύρισα στο διαμέρισμα και έψαξα για τα λεφτά. Πήγα στο δωμάτιο της κόρης της. Ήμουν τυχερός, γιατί, μόλις άνοιξα τη ντουλάπα και έκανα στην άκρη τα ρούχα, είδα ένα μεγάλο κουτί του καφέ. Το άνοιξα και είδα μέσα τα λεφτά. Τα πήρα και έφυγα».