Ο Δήμος Μούτσης είχε γεννηθεί στον Πειραιά και άρχισε να σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών από την ηλικία των 7 ετών. Σε ηλικία 20 – 21 ετών τελείωσε τις μουσικές του σπουδές κερδίζοντας και το πρώτο βραβείο ως σολίστ στο βιολί.
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 60 γνώρισε τον Νίκο Γκάτσο και τον Μάνο Χατζιδάκι, σε ένα καφέ – ζαχαροπλαστείο που ήταν παλιό στέκι καλλιτεχνών της Αθήνας, όπου σύχναζαν και οι δύο.
Όπως αναφέρει το wikipedia, το 1967 άρχισε ο Νίκος Γκάτσος να δίνει στίχους του στον Μούτση και έτσι έγραψε τα πρώτα του τραγούδια. Το πρώτο τραγούδι του Μούτση ήταν το «Βρέχει ο Θεός».
Είχε γράψει πρώτα αυτός την μουσική και ρώτησε ευγενικά τον Γκάτσο αν ήθελε να βάλει τους στίχους, όπως και έγινε. Το τραγούδι αυτό το ερμήνευσε ο Σταμάτης Κόκοτας.
Η συνεργασία Γκάτσου και Μούτση συνεχίστηκε με τραγούδια όπως «Μην μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Πειραιώτισσα» με τον ίδιο ερμηνευτή, «Σ΄ έβλεπα στα μάτια» με την Βίκυ Μοσχολιού. Το 1969 με το «Αύριο πάλι» με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, «Με ένα παράπονο» με τον Μπιθικώτση αλλά και τον πρωτοεμφανιζόμενο Μανώλη Μητσιά (η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού ήταν από τον Μητσιά στην ταινία «Ένας μάγκας στα σαλόνια»).
Το 1970 ανέθεσε ο Μάνος Χατζιδάκις στο Μούτση, τη φροντίδα της ενορχηστρώσης και της μουσικής διευθύνσης των τραγουδιών του στον δίσκο «Επιστροφή». Όλα σε στίχους Νίκου Γκάτσου και με ερμηνευτές τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Δήμητρα Γαλάνη.
Στον δίσκο αυτό συμπεριλήφθηκαν τα τραγούδια του Χατζιδάκι «Μίλησε μου», «Φιλντισένιο καραβάκι», «Η πίκρα σήμερα», με ενορχηστρώσεις του Μούτση. Την ίδια εποχή ο Μούτσης συνεχίζει να γράφει επιτυχίες όπως το «Αυτά τα χέρια» (στίχοι Λευτέρη Παπαδόπουλου) και το «Στην Ελευσίνα μια φορά» (στίχοι Βασίλη Ανδρεόπουλου) με ερμηνεία απο τον Μητσιά.
Το βιογραφικό του, όπως έχει αναρτηθεί στην προσωπική του σελίδα
Παιδί μιας παραδοσιακής Ελληνικής οικογένειας κάπου στον Πειραιά, που το μόνο περιουσιακό της στοιχείο ήταν η εξασφάλιση της καθημερινής επιβίωσης ο Δήμος Μούτσης, στα επτά του χρόνια «απαίτησε» να μάθει μουσική, κάτι αδιανόητο για ένα παιδί της εποχής που δεν ήταν ούτε πλούσιο, ουτε καν ζούσε σε περιβάλον που νάχε σχέση με τα μουσικά πράγματα! Όμως η «προηγμένης τεχνολογίας μάνα» τον έγραψε στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο». Ξεκινώντας λοιπόν από κει, κάνοντας βιολί με τη γνωστή ποιήτρια και μεταφράστρια Ιουλία Ιατρίδη που ήταν και δασκάλα βιολιού και τελειώνοντας αργότερα τις μουσικές του σπουδες απ’ το Ωδείον Αθηνών μ’ ένα πρώτο βραβείο παμψηφεί, ο Δήμος Μούτσης ξεκινησε την περιπετειώδη ανησυχη και δημιουργική του διαδρομη στην ελληνική μουσική, προς τα τέλη της δεκαετίας του 60, εποχή ρευστή μεν πολιτικά αλλά ιδιαίτερα γόνιμη πνευματικά σε πολλούς τομείς.
Ύστερα από μια ολόκληρη ιστορία μεγάλων λαϊκών τραγουδιών, 50 περίπου τον αριθμό, σε δίσκους 45 στροφών με συμμετοχή γνωστών, αλλά και πρωτοεμφανιζόμενων τραγουδιστών (Μητσιάς – Γαλάνη) φτάνει στο 1971, όπου με τον «Άγιο Φεβρουάριο», ένα πολύ σημαντικό έργο, τελειώνει νοηματικά και μορφολογικά, όλη την πρώτη αυτή περίοδο, ανοίγοντας μάλιστα μ’ αυτό το έργο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, καινούργιους δρόμους στη μετέπειτα Ελληνική δισκογραφία. Ακολουθούν ακόμα 2 δίσκοι με λαϊκά τραγούδια, ο «Συνοικισμός Α» κι οι «Στροφές» και το ’74 με τη μεταπολίτευση, ένα ακόμα σημαντικό L.P. οι «Μαρτυρίες» με διάφορα σπουδαία τραγούδια, “κομμένα” μέχρι τότε από τη λογοκρισία.
Το 1975 επιχειρεί την «Τετραλογία», με πρωτοεμφανιζόμενη την Α. Πρωτοψάλτη, ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, αποφασίζοντας να αναμετρηθεί με θηριώδη κείμενα της ελληνικής ποίησης (Καβάφη, Σεφέρη, Καρυωτάκη, Ρίτσο). Εδώ, έχει πολύ ενδιαφέρον να ακούσει κανείς αυτό το έργο, και στην ορχηστρική του εκδοχή. Αν αφαιρούσαμε δηλαδή τις φωνές, ίσως και να ‘παιρνε, μιάν άλλη διάσταση. Τίποτα απ’ όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν στον «πολύπαθο χώρο» της μελοποιημένης ποίησης δε μοιάζει μαζί του. Η εντυπωσιακή ενορχήστρωση (κι εδώ αποδεικνύεται ο σπουδαίος μουσικός) πολύπλοκη και πολύχρωμη, σε κάνει συχνά, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, να ξεχνάς αυτούς τους στίχους, που είναι απ’ τους καλύτερους που γράφτηκαν στην ελληνική ποίηση, και να επικεντρώνεσαι μόνο στη μουσική. Kαι αυτό το μεγάλο επίτευγμα του Μούτση ελάχιστοι το τόλμησαν και ακόμα λιγότεροι το κατάφεραν. Ίσως γι’ αυτό σ’ όλες τις λίστες, που κατά καιρούς γίνονται από διάφορους ειδικόυς μελετητές κι’ ερευνητές της ελληνικής μουσικής, το απίστευτο αυτό έργο, κατέχει -δικαίως- μια απ’ τις πρώτες θέσεις στην τελική κατάταξη των σημαντικότερων κύκλων.
Ακολούθησε το 1976 η «Εργατική συμφωνία» μουσική απ’ το θεατρικό έργο του Γιώργου Σκούρτη «Απεργία», και το ’79 το «Δρομολόγιο». Όμως παρ’ όλα τα πολύ όμορφα τραγούδια που περιέχονταν στους δυο αυτούς κύκλους, και τις ενορχηστρωτικές εκπλήξεις της » Εργατικής συμφωνίας», για όσους γνωρίζουν καλά τον Μούτση και την μέχρι τότε δουλειά του, θα καταλάβουν πως εδώ, και για διαφορετικούς λόγους, σα να μην είχε ο ίδιος την πρωτοβουλία όλων των κινήσεων. Κατ’ αρχήν, η πρώτη μεγάλη παύση (3 ολόκληρα χρόνια), κι ύστερα μια χαλάρωση, που κανείς δεν την περίμενε, και που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε δείξει ο Μούτσης. «Φοβάμαι ότι θ’ αρχίσω να επαναλαμβάνομαι», είχε πει κάποτε, «Φοβάμαι και δεν το θέλω καθόλου».
Και να το «Φράγμα» 1981 με τον Τριπολίτη. Μια στροφή 180 μοιρών, θα ‘ λεγε κανείς : «Ερηνούλα», «Γράμμα από τη λεγεώνα των ξένων», «Δε λες κουβέντα», κι ένας Μούτσης απ’ την αρχή. Μια ιδεολογική μουσική κι’ αισθητική πρόταση, που σ’ όλα τα επίπεδα είχε να προτείνει κάτι φρέσκο και νέο, και το πέτυχε. Και δικαιώθηκε στο χρόνο, και δημιούργησε «σχολή» ανοίγοντας συγχρόνως στον εαυτό του το δρόμο, γι’ αυτή την τόσο πολυσυζητημένη μετέπειτα, μοναχική του πορεία.
Για τους πάρα πολλούς ανθρώπους που εκτιμούν το έργο του Δήμου Μούτση, τη στάση του που θυμίζει το «Όσο μπορείς» του Καβάφη, ακόμα και την «Ηχηρή» σιωπή του που ανά πάσα στιγμή περιμένουμε να σπάσει και να μας αποκαλύψει το επόμενο του αριστούργημα, οι στίχοι του, η δραματικότητα και αγωνία στην ερμηνεία του, η μουσική που έγραψε στην προσωπική του τριλογία ΕΝΕΧΥΡΟ – ΝΑ…! – ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΜΑ ΛΟΙΠΟΝ! , όλα αυτά μαζί και ιδιαίτερα, αποτελούν μιαν αρκετά ικανοποιητική εξήγηση για το ΓΙΑΤΙ έχει τόσα χρόνια να μας δώσει ένα καινούργιο κύκλο τραγουδιών. Αυτό βέβαια καλύπτει τη μισή αλήθεια. Ίσως η άλλη μισή να κρύβεται σε μια παλαιότερη δήλωση του, που δείχνει την ταπεινότητα, το μέτρο και την αυτογνωσία με την όποια αντιμετωπίζει το έργο του: «Περνώντας ο καιρός, καταλαβαίνω πως η δουλειά μου γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ίσως γιατί μου γίνεται πιο συνειδητή, ίσως γιατί από τιμιότητα, χρειάζομαι περισσότερες διευκρινήσεις»