«Ένιωσα έναν άνδρα πάνω μου και πίστεψα, ότι είναι ο σύζυγός μου» είπε η κατηγορούμενη περιγράφοντας το περιστατικό
Βιασμό της από τον 43χρονο πριν 15 χρόνια επικαλείται ως αιτία του εγκλήματός της η 39χρονη, η οποία μαχαίρωσε μέχρι θανάτου τον ξυλουργό στη Χαλκίδα.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Alpha, η 39χρονη ανέφερε στην απολογία της μεταξύ άλλων: «Με τον Σάκη η γνωριμία μας έγινε μέσω του συζύγου μου. Λίγες ημέρες πριν το γάμο μας, στις 14 Οκτωβρίου του 2008, ο Σάκης ήρθε στο σπίτι που φτιάχναμε, για να τοποθετήσει κάποια ντουλάπια. Την ημέρα εκείνη ήμουν πιεσμένη από τις προετοιμασίες του γάμου, σε συνδυασμό με έναν μικροκαυγά που είχα με τον άνδρα μου, ο οποίος με στεναχώρησε. Ζητούσα στήριξη, την οποία πίστεψα πως βρήκα στο πρόσωπο του Σάκη. Όσο ήταν στο σπίτι μας, προσπαθούσε, υποκριτικά, να με παρηγορήσει και να με βοηθήσει να ξεπεράσω τη στεναχώρια μου. Μου ζήτησε να πιούμε ένα ποτό. Ενώ είχαμε καταναλώσει 3-4 ποτά, με αγκάλιασε και με οδήγησε στον καναπέ του σαλονιού και άρχισε να με φιλάει.
Του ζήτησα να σταματήσει, καθώς σε λίγες ημέρες θα παντρευόμουν και ήξερε, ότι αγαπάω τον άνδρα μου, που όπως έλεγε, ήταν φίλος του. Του ζήτησα να φύγει, όπως και έγινε. Επειδή είχα ζαλιστεί από το ποτό, πήγα στην κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσα για να συνέλθω. Λίγη ώρα μετά ένιωσα έναν άνδρα πάνω μου και πίστεψα, ότι είναι ο σύζυγός μου. Τον ρώτησα «ήρθες;» και μου είπε «ναι». Στη συνέχεια τον ρώτησα, αν ήθελε να ανοίξω το φως, γιατί ήξερα, ότι άρεσε στο σύζυγό μου να με βλέπει και μου απάντησε «όχι».
Ήμουν μισοκοιμισμένη και υπό την επήρεια αλκοόλ. Δεν αντέδρασα αλλά κατά τη διάρκεια της ερωτικής συνεύρεσης φώναξα το όνομα του άνδρα μου. Τότε ο Σάκης απάντησε «ποιος… ο Σάκης είμαι». Τότε, σηκώθηκε, ντύθηκε και έφυγε από το σπίτι. Σηκώθηκα ταραγμένη και προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί. Αποφάσισα ότι έπρεπε να μην το πω στο σύζυγό μου φοβούμενη τις συνέπειες. Λίγες ημέρες μετά τηλεφώνησα στον Σάκη. Βρεθήκαμε στο μαγαζί του συζύγου μου ενώ αυτός έλειπε. Εκεί με διαβεβαίωσε ότι το περιστατικό θα έμενε μεταξύ μας».
Έπειτα, η κατηγορούμενη αναφέρθηκε στο 2011, όταν σύμφωνα με την ίδια «αρχές του 2011 ο σύζυγός μου δέχτηκε μια ανώνυμη κλήση. Του έλεγαν να με μαζέψει και να προσέχει ποιον βάζει στο σπίτι του. Με ρώτησε, αν είχε συμβεί κάτι ανάμεσα σ’ εμένα και τον Σάκη. Του είπα όχι, αλλά δεν πείστηκε. Για 1,5 χρόνο ζήσαμε έναν εφιάλτη, γιατί ο σύζυγός μου ζήλευε και ανέφερε υπονοούμενα διαρκώς. Μετά από αυτό το χρονικό διάστημα ηρέμησε και για δέκα χρόνια ζούσαμε ευτυχισμένοι».
Έπειτα η κατηγορούμενη κάνει άλμα 10 ετών και φτάνει στο 2021, για το οποίο λέει: «Στα τέλη του καλοκαιριού του 2021, ο σύζυγός μου δέχτηκε πάλι ένα τηλεφώνημα με το οποίο τον ενημέρωναν ότι εγώ με τον Σάκη έχουμε εξωσυζυγική σχέση. Τότε, ξεκίνησε και πάλι ο εφιάλτης. Με πίεζε να του πω την αλήθεια. Ενάμισι μήνα μετά, του αποκάλυψα το περιστατικό και του είπα ότι από τότε δεν είχε ξανασυμβεί. Αποφάσισα να μιλήσω στον Σάκη για να μάθω τον λόγο που με διέβαλε, μιλώντας σε τρίτους για τη συνεύρεση που είχαμε και για να μιλήσει στο σύζυγό μου και να του εξηγήσει τι είχε συμβεί πριν πολλά χρόνια.
Ο Σάκης αρνήθηκε να αναλάβει τις ευθύνες του. Λίγο καιρό μετά ο σύζυγός μου συναντήθηκε με τον Σάκη και του ζήτησε να μείνει μακριά μας. Έκτοτε η ζωή μας άλλαξε. Ο άνδρας μου ένιωθε απατημένος και προδομένος. Είχαμε συνεχώς εντάσεις και καυγάδες. Άρχισα να αισθάνομαι μόνη μου, να κλαίω και να αυτοτραυματίζομαι. Ζήτησα βοήθεια από τον πνευματικό μου. Επισκέφθηκα νευρολόγο και ψυχίατρο και στα τέλη του 2022 ξεκίνησα συνεδρίες και έλαβα αγωγή για έξι μήνες την οποία διέκοψα μόνη μου. Τον Μάιο του 2023 πήγα σε άλλον ψυχίατρο διέκοψα για λίγο και ξεκίνησα εντατικά από τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους».
Για την ημέρα της δολοφονίας, τονίζει στην απολογία της: «Το βράδυ της Παρασκευής είχαμε τσακωθεί και πάλι με το σύζυγό μου για τις υποτιθέμενες ερωτικές συνευρέσεις που είχα με τον Σάκη, τις οποίες διέδιδε σε τρίτους. Ο άνδρας μου, μου ζήτησε να κοιμηθούμε χωριστά. Όλο το βράδυ ήμουν αναστατωμένη και έψαχνα τρόπο για να λυθεί αυτή η κατάσταση. Σκεφτόμουν πόσο με έχει εξευτελίσει ο Σάκης. Τα ξημερώματα αποφάσισα να τον συναντήσω για τελευταία φορά και να τον υποχρεώσω να πάμε μαζί στο σύζυγό μου και να αναλάβει τις ευθύνες του.
Στις 6:00 το πρωί ξεκίνησα να ντύνομαι αθόρυβα. Πήρα δύο μαχαίρια από την κουζίνα και έφυγα. Ήξερα την ώρα που ο Σάκης έφευγε γιατί είχαμε συναντηθεί πολλές φορές στο δρόμο όταν πήγαινα με τον σύζυγό μου στη δουλειά. Το σπίτι τους το ήξερα γιατί μου το είχε δείξει ο σύζυγός μου. Βρήκα που είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητό του και περίμενα εκεί κοντά. Όταν ο Σάκης μπήκε στο αυτοκίνητο, εγώ άνοιξα την πόρτα και δείχνοντάς το μαχαίρι του είπα «πάμε τώρα στον άνδρα μου να του μιλήσεις, να αναλάβεις τις ευθύνες σου και να του εξηγήσεις τι έχει συμβεί».
Μου απάντησε «Άντε μωρή κ…. , πάρε δρόμο» και κινήθηκε προς εμένα και σήκωσε το χέρι του για να με χτυπήσει. Από αντίδραση, ξεκίνησα να τον μαχαιρώνω. Από αντίδραση, ξεκίνησα να τον μαχαιρώνω, αντιδρώντας αυτός, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο μου πέταξε το μαχαίρι και παλεύοντας έβγαλα το άλλο μαχαίρι που είχα στην τσέπη μου. Συνεχίσαμε να παλεύουμε και συνέχισα να τον μαχαιρώνω».