Τι εντόπισε η επιστημονική ομάδα
Μια άγνωστη μέχρι σήμερα υποθαλάσσια ηφαιστειακή έκρηξη, μια από τις μεγαλύτερες στο ηφαιστειακό τόξο του νότιου Αιγαίου, έφεραν στο φως έρευνες πολυεθνικής επιστημονικής ομάδας στη Σαντορίνη.
Η επιστημονική ομάδα εντόπισε μια γιγάντια απόθεση ελαφρόπετρας, από την οποία ελήφθησαν δείγματα σε επτά υποθαλάσσιες τοποθεσίες γύρω από το νησί της Σαντορίνης. Τα αποτελέσματα δημοσιεύονται στο περιοδικό «Communications Earth & Environment» του ομίλου «Nature».
Αυτό το στρώμα ελαφρόπετρας που ονομάστηκε «Αρχαίος τόφφος» υποδεικνύει ότι μια ρηχή υποθαλάσσια έκρηξη του προϊστορικού ηφαιστείου της Σαντορίνης έλαβε χώρα πριν από περίπου 520 χιλιάδες χρόνια (με πιθανή απόκλιση δέκα χιλιάδων ετών). Λεπτές ηφαιστειακές αποθέσεις ελαφρόπετρας από την έκρηξη κάλυψαν τρία νησιά. Τα πυροκλαστικά ρεύματα που εκλύθηκαν κάτω από τη θάλασσα παρέσυραν νερό και μετατράπηκαν σε ρεύματα θολότητας και λάσπης που κάλυψαν τον πυθμένα έως και 70 χιλιόμετρα μακριά από την πηγή τους σχηματίζοντας μια υποθαλάσσια απόθεση με όγκο μεγαλύτερο από περίπου 90 κυβικά χιλιόμετρα και πάχος έως και 150 μέτρα. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι αυτή η απόθεση είναι έξι φορές μεγαλύτερη από τις αποθέσεις πυροκλαστικών ρευμάτων της μεγάλης Μινωικής έκρηξης που συνέβη κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (πριν από περίπου 3.600 χρόνια) και συνετέλεσε στην παρακμή του Μινωικού πολιτισμού της Κρήτης. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι οι πυροκλαστικές αποθέσεις από τη μεγάλη ηφαιστειακή έκρηξη του Ιανουαρίου 2022 στο νησί Χούνγκα Τόνγκα-Χούνγκα Χα'απάι στον Ειρηνικό Ωκεανό ήταν δέκα φορές μικρότερες από τις αποθέσεις που χαρτογραφήθηκαν από το συγκεκριμένο αρχαίο γεγονός της Σαντορίνης.
Όπως προκύπτει από τα νέα δεδομένα, το ηφαιστειακό πεδίο Χριστιανά-Σαντορίνη-Κολούμπο ήταν πολύ πιο εκρηκτικό στο μακρινό παρελθόν από ό,τι ήταν μέχρι σήμερα γνωστό. Ωστόσο, οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι παρά αυτή τη βίαιη πρώιμη ιστορία, είναι πολύ απίθανο το ηφαιστειακό συγκρότημα της Σαντορίνης να έχει ξανά μια τόσο μεγάλη έκρηξη στο εγγύς μέλλον.
Για την ανακάλυψη της υποθαλάσσιας απόθεσης ελαφρόπετρας αξιοποιήθηκε ένας συνδυασμός βαθιών γεωτρήσεων, μεγάλων διεπιστημονικών συνόλων δεδομένων, εργαστηριακών αναλύσεων και ενός πυκνού δικτύου θαλάσσιων σεισμικών προφίλ.
Η αποστολή διεξήχθη από το ερευνητικό σκάφος «JOIDES Resolution Science Operator», το οποίο χρησιμοποιείται από το διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα IODP. Το πρόγραμμα υποστηρίζεται από 22 χώρες με στόχο την εξερεύνηση της ιστορίας και της δομής της Γης, όπως καταγράφεται στα ιζήματα και τα πετρώματα του πυθμένα. Στη συγκεκριμένη ωκεανογραφική αποστολή με αριθμό 398, που διεξήχθη από τον Δεκέμβριο του 2022 ως τον Φεβρουάριο του 2023, συμμετείχαν 32 επιστήμονες από εννιά χώρες, με επικεφαλής τους Τιμ Ντρούιτ από το γαλλικό πανεπιστήμιο Clermont- Auvergne και Στέφεν Κούτερολφ από το Κέντρο Ωκεανογραφικών Ερευνών Geomar Helmholtz του Κιέλου. Στην επιστημονική ομάδα συμμετείχαν επίσης, η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Παρασκευή Νομικού, η διδάσκουσα στο Τμήμα Γεωλογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Όλγα Κουκουσιούρα, και η ερευνήτρια του Τομέα Περιβαλλοντικής Μικροβιολογίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών, Παρασκευή Πολυμενάκου.
Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά η κ. Νομικού στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «η γεωλογική ιστορία της Σαντορίνης γράφεται ξανά!». «Τα ευρήματα από τις υποθαλάσσιες ερευνητικές γεωτρήσεις αλλάζουν την τρέχουσα κατανόηση του ηφαιστειακού τόξου του νότιου Αιγαίου αποκαλύπτοντας μια εξαιρετικά επικίνδυνη υποθαλάσσια ηφαιστειακή δραστηριότητα από ό,τι ήταν προηγουμένως γνωστή. Επεκτείνουν το εκρηκτικό ιστορικό του ηφαιστειακού συγκροτήματος της Σαντορίνης στο παρελθόν και υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας μεγάλης θαμμένης υποθαλάσσιας καλδέρας, πάνω στην οποία εξελίσσεται το σύγχρονο ηφαιστειακό πεδίο της», τονίζει η ίδια. Επίσης, η κ. Νομικού εξηγεί ότι η ύπαρξη αυτών των αποθέσεων τέφρας και στην ξηρά «αναδεικνύει τη σημασία των βαθιών υποθαλάσσιων γεωτρήσεων για την αποκάλυψη όλων των μυστικών των νησιωτικών ηφαιστειακών τόξων, ιδιαίτερα σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, όπως η Μεσόγειος».