«Όταν πήρε το μαχαίρι στα χέρια του μου ζήτησε να φύγω. Βγήκα από την οικοδομή και περίμενα στο αυτοκίνητο. Τότε ήρθε και μου είπε ότι τη σκότωσε»
Τον δρόμο προς τη φυλακή «έδειξαν» εισαγγελέας και ανακριτής για τους δύο άνδρες που κατηγορούνται για τη δολοφονία της 41 ετών Γεωργίας, η σορός της οποίας βρέθηκε την περασμένη Δευτέρα σε δασική περιοχή κοντά στο Μονοπήγαδο, στα όρια των νομών Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, μία εβδομάδα μετά την εξαφάνισή της, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς.
Ο 39χρονος σύντροφός της και ο 34χρονος φίλος του, που διώκονται για ανθρωποκτονία με δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, διακοπή κύησης και ληστεία (από κοινού και σε βαθμό κακουργήματος), όπως επίσης για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, κατά τις μαραθώνιες απολογίες τους - ενώπιον του 4ου τακτικού ανακριτή Θεσσαλονίκης - αποποιήθηκαν τις ευθύνες τους όσον αφορά τη δολοφονία της 41χρονης Γεωργίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, υπέδειξαν ο ένας τον άλλο ως δράστη του φονικού, το κίνητρο του οποίου ήταν η ληστεία.
«Όταν ξύπνησα το πρωί δεν την βρήκα δίπλα μου»
Ακολουθώντας την προανακριτική του στάση, ο 39χρονος, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων αρνήθηκε το σύνολο των εις βάρος του αποδιδόμενων πράξεων, επιμένοντας πως είναι αθώος. «Δεν πρόκειται να ομολογήσω ένα έγκλημα που δεν έκανα» φέρεται να απολογήθηκε, απαντώντας στα επίμονα ερωτήματα του ανακριτή για τις συνθήκες θανάτου της 41χρονης, η οποία, σύμφωνα με τα ιατροδικαστικά ευρήματα, έφερε τρία θανατηφόρα τραύματα από μαχαίρι στην τραχηλική χώρα και στον αυχένα.
Για την επίμαχη βραδιά της Πρωτοχρονιάς, όταν, κατά τη δικογραφία τελέστηκε το έγκλημα στο διαμέρισμά του 39χρονου στην Καλαμαριά, ο ίδιος ανέφερε πως είχε πάρει τρία χάπια και κοιμήθηκε. «Όταν ξύπνησα το πρωί δεν την βρήκα δίπλα μου» φέρεται να είπε κατά την 2ωρη απολογία του, εκφράζοντας την εκτίμησή του ότι φίλος του σκότωσε την γυναίκα, αφού, όπως είπε, εκείνος υπέδειξε στις διωκτικές Αρχές το σημείο όπου εγκαταλείφθηκε το πτώμα της.
Ερωτηθείς, δε, για το υλικό από κάμερες ασφαλείας που εμφανίζει τους δύο κατηγορούμενους να μεταφέρουν με βαλίτσα - τύπου μπαούλο το άψυχο σώμα της Γεωργίας φαίνεται να απάντησε ως εξής: «Σίγουρα δεν είμαι εγώ αυτός, ίσως κάποιος άγνωστος συνεργός του 34χρονου».
Για την απόφαση που είχε λάβει η 41χρονη να διακόψει την εγκυμοσύνη της (σ.σ. βρισκόταν στην 7η εβδομάδα της κύησης και είχε προγραμματίσει σχετικό ιατρικό ραντεβού για τις 3/1), ο κατηγορούμενος, όπως αναφέρουν πληροφορίες, είπε ότι διαφωνούσε και πως ο ίδιος ήθελε το παιδί, ενώ πρόσθεσε ότι αποδέχθηκε την προσωπική επιλογή της Γεωργίας.
«Ο 39χρονος προσχεδίασε το έγκλημα»
Νωρίτερα, είχε περάσει το κατώφλι του ανακριτικού γραφείου ο 34χρονος φίλος του, ο οποίος απολογούμενος επί σχεδόν τρεις ώρες φέρεται να έκανε λόγο για «προσχεδιασμένο έγκλημα» από την πλευρά του συγκατηγορουμένου του. Όπως είχε καταθέσει προανακριτικά στους αστυνομικούς του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, ο ίδιος δέχθηκε να συμμετάσχει σε μία «σκηνοθετημένη» ληστεία σε βάρος της 41χρονης, την οποία - κατά τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς - προφασίστηκε ο 39χρονος.
«Ήμουν εκεί για να την ακινητοποιήσουμε, επειδή δέχτηκα την πρόταση του να κάνουμε μια ψεύτικη ληστεία χωρίς να πάθει τίποτα η Γεωργία. Όταν πήρε το μαχαίρι στα χέρια του μου ζήτησε να φύγω. Βγήκα από την οικοδομή και περίμενα στο αυτοκίνητο. Τότε ήρθε και μου είπε ότι τη σκότωσε» φέρεται να απολογήθηκε ο 34χρονος.
«Γιατί πήγα στην Αστυνομία»
Ο ίδιος, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ανέφερε πως άργησε να πάει στην Αστυνομία να ομολογήσει την εμπλοκή του στην υπόθεση, διότι δέχθηκε απειλές από τον 39χρονο. «Μου είπε πως εάν μιλήσω θα πάθω τα ίδια με την Γεωργία» φέρεται να είπε στον ανακριτή, ενώ συμπλήρωσε πως αποφάσισε να απευθυνθεί στις Αρχές όταν πληροφορήθηκε για την εγκυμοσύνη της 41χρονης. «Από αναζήτηση στο Διαδίκτυο έμαθα ότι η γυναίκα ήταν έγκυος. Αυτός ήταν ο λόγος που με ώθησε να πάω στις Αρχές να καταθέσω» ανέφερε.
Οι εξηγήσεις που έδωσαν οι δύο κατηγορούμενοι δεν έπεισαν εισαγγελέα και ανακριτή που ομόφωνα τούς έκριναν προσωρινά κρατούμενους. Η μεταγωγή τους στο Δικαστικό Μέγαρο έγινε λίγο μετά τις 10.30 το πρωί, κάτω από ενισχυμένα μέτρα ασφαλείας, ενώ η διαδικασία ενώπιον των δικαστικών Αρχών ολοκληρώθηκε στις 5 το απόγευμα.