Γιατί οι μαύρες γάτες τον έκαναν ν' αλλάζει δρόμο
Ήταν φτιαγμένο στα μέτρα του, ραμμένο στο χέρι και όχι αγορασμένο από κάποιο πολυκατάστημα. Το σακάκι υπήρξε το σήμα κατατεθέν του Γιάννη Ιωαννίδη, αλλά και το γούρι του. Το επέλεγε με ιδιαίτερη προσοχή γιατί έπρεπε να φέρνει νίκες. Το έβαζε και το έβγαζε άπειρες φορές κατά τη διάρκεια του ματς ανάλογα με την έκβαση του σκορ. Κάποιες φορές το πετούσε στον πάγκο ή προς τους διαιτητές σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Δύο από αυτά τα σακάκια, που έγραψαν τη δική τους μπασκετική ιστορία και θα συνεχίσουν να εξιστορούν τις διακρίσεις και τις επιτυχίες του «ξανθού» κόουτς, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών, φιλοξενούνται σε δύο Μουσεία της Θεσσαλονίκης: το Μουσείο Μπάσκετ του Άρη και το Μουσείο Μπάσκετ της ΧΑΝΘ.
Βρίσκονται μέσα σε γυάλινες προθήκες που θα θυμίζουν στους επισκέπτες ποιος ήταν ο Γιάννης Ιωαννίδης. Την ισχυρή προσωπικότητά του, την αφοσίωση στο μπάσκετ, το πάθος του για την πορτοκαλί μπάλα και φυσικά τις προλήψεις του.
Το σακάκι του απόλυτα κυρίαρχου Άρη και το ατόπημα της Γενεύης!
Τη δεκαετία του '80 ο Άρης έχει εξελιχθεί πλέον στον απόλυτο κυρίαρχο στην Ελλάδα, κατακτώντας διαδοχικά πρωταθλήματα, αλλά και κύπελλα, ενώ οι φιλοδοξίες του ξεπερνούν τα ελληνικά σύνορα. Ο Γιάννης Ιωαννίδης ως «μαέστρος» των κιτρινόμαυρων είχε να διαχειριστεί πολλά πρώτα «βιολιά», όπως ο Νίκος Γκάλης, ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ο Λευτέρης Σούμποτιτς και τα άλλα παιδιά.
Σε όλη αυτή την πορεία ο «ξανθός» ξεχώρισε και για κάτι ακόμη. Για το καρό σακάκι που φορούσε σε όλες τις αναμετρήσεις. Ήταν προληπτικός και δεν το έβγαζε από πάνω του, αφού πίστευε πως πάει γούρι. Το σακάκι αυτό, σήμα - κατατεθέν του Γιάννη Ιωαννίδη, της περιόδου 1987 - 1989, βρίσκεται σήμερα σε μία από τις προθήκες του Μουσείου Μπάσκετ του Άρη, στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο. Το δώρισε ο ίδιος για να θυμίζει τη «χρυσή εποχή» και όπως λέγεται, όταν καιρό αργότερα επισκέφτηκε τον χώρο ο κόουτς, το «κοιτούσε για ώρα άφωνος».
Την ξενάγηση του «ξανθού» στο Μουσείο είχε αναλάβει ο Χάρης Παπαγεωργίου, σημερινός πρόεδρος της ΚΑΕ Άρης, αρχικά συμπαίκτης του Γιάννη Ιωαννίδη και μετέπειτα παίκτης του. Μία κοινή πορεία των δύο ανδρών στα παρκέ, τους αγωνιστικούς χώρους αλλά και τις κερκίδες για πέντε δεκαετίες, με πολλές νίκες, δύσκολες στιγμές αλλά και αμέτρητες αφηγήσεις.
«Υπήρξαμε συνοδοιπόροι για 50 χρόνια» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαγεωργίου. «Για μένα υπήρξε ο μεγάλος μου αδελφός, αφού ξεκινήσαμε αρχικά ως συμπαίκτες. Εγώ αρχικά ως νέος παίκτης και ο Γιάννης ως αρχηγός της ομάδας. Όταν σταμάτησε από αθλητής, ξεκίνησε προπονητής και το 1979 κατακτήσαμε μαζί το πρώτο μας πρωτάθλημα με τον Άρη. Μεγάλη προσωπικότητα, στο πρόσωπό του βρήκαμε όλοι τον τεχνικό ηγέτη της ομάδας» θυμάται.
Φυσιολογικό, ένας άνθρωπος τόσο κοντά στον Γιάννη Ιωαννίδη, να γνωρίζει και τα χούγια του. Και ιδιαίτερα, την «αποστροφή» του προς τις μαύρες γάτες. «Ξέραμε τις προλήψεις και τον πειράζαμε συνεχώς. Ως συμπαίκτες, τη δεκαετία του '70, βγαίναμε για μία βόλτα κοντά στο ξενοδοχείο όπου έμενε η αποστολή, λίγο πριν από τον αγώνα. Εάν βλέπαμε στον δρόμο καμία μαύρη γάτα, ήξερε ότι η μέρα του θα πάει άσχημα και θα έχουμε κακό αποτέλεσμα» εξιστορεί ο κ. Παπαγεωργίου.
Το σκηνικό, όμως, που όλοι θα θυμούνται έγινε στη Γενεύη, την πρώτη χρονιά που ο Άρης πέρασε σε final four. Άνθρωποι της διοίκησης ταξίδεψαν στην ελβετική πόλη για να βρουν κατάλυμα για την αποστολή. Και το έκαναν χωρίς όμως να δώσουν τη δέουσα προσοχή, αφού έκλεισαν δωμάτια σε ξενοδοχείο που λεγόταν «Μαύρη Γάτα».
«Όταν κατέβηκε η αποστολή από το πούλμαν, το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ο Γιάννης Ιωαννίδης ήταν μία μαύρη γάτα. Φαντάζεστε τι ακούστηκε από τον εκρηκτικό Ιωαννίδη προς τους συμβούλους που έκλεισαν το ξενοδοχείο» συμπλήρωσε την ιστορία ο σημερινός πρόεδρος της ΚΑΕ.
Το σακάκι που χάρισε στη ΧΑΝΘ τη βραδιά των εκλογών του 2015 και οι ...μαύρες γάτες
Βέβαια, ο Γιάννης Ιωαννίδης δεν είχε μόνο ένα σακάκι! Πώς θα μπορούσε άλλωστε με τόσα χρόνια προπονητικής καριέρας και επιτυχιών σε Ελλάδα και Ευρώπη; Το γούρι κάποιες φορές έσπαγε και έπρεπε να αλλάξει...
Ένα ακόμη σακάκι του υπάρχει στο Μουσείο Μπάσκετ της ΧΑΝΘ, το οποίο έχουν την ευκαιρία να δουν από κοντά οι λάτρεις του αθλήματος και όχι μόνο. Είναι από τα τελευταία σακάκια που φορούσε ως τεχνικός του Ολυμπιακού, είναι ραμμένο στο χέρι και όχι αγορασμένο και το έδωσε ο ίδιος με μεγάλη χαρά. Άλλωστε, είχε δηλώσει για το ανοιχτό γήπεδο της ΧΑΝΘ, εκεί όπου πολλοί έριξαν τα πρώτα τους σουτάκια ως παίκτες, πως αποτελεί «την ακρόπολη του ελληνικού μπάσκετ».
Το σακάκι αυτό το δώρισε το βράδυ των εθνικών εκλογών του 2015. Ο Γιάννης Ιωαννίδης δεν είχε κατέβει τότε υποψήφιος βουλευτής, βρισκόταν όμως στη Θεσσαλονίκη. Αυτό το σακάκι το φορούσε στους αγώνες με τον Ολυμπιακό και κάλεσε τον στενό του συνεργάτη και βοηθό προπονητή στον πάγκο για πολλά χρόνια, Γιωργή Μπουσβάρο, να του το παραδώσει ώστε να μπει σε προθήκη του μουσείου.
«Τον Ιωαννίδη νόμιζαν ότι τον ξέρουν πολλοί, αλλά τον ήξεραν ελάχιστοι» πρόσθεσε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Μπουσβάρος. «Ελάχιστοι τον ήξεραν και σαν προσωπικότητα και σαν προπονητή. Ο Γιάννης ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε πάντα να κερδίζει. Κάθε φορά που μαζευόμασταν στο Elysse και μας έλεγε "ένα τελευταίο τσιγάρο", ξέραμε ότι θα έχουμε άγριο ξενύχτι» είπε.
Στη διάρκεια των προπονήσεων στο Παλέ ντε σπορ, εάν χτυπούσε το «κόκκινο τηλέφωνο» που υπήρχε στο παρκέ (αφού τα κινητά δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους εκείνη την περίοδο), τσατιζόταν και το πετούσε μακριά. «Νόμιζε ότι τον παρακολουθούν για την προπόνηση» λέει ο κ. Μπουσβάρος. Άλλωστε, στον αγωνιστικό χώρο κατά τη διάρκεια των προπονήσεων άφηνε να μπαίνουν μόνο τα ίδια 22 άτομα, ενώ σε όλους τους άλλους απαγόρευε την είσοδο.
Βέβαια, οι ...μαύρες γάτες εξακολουθούσαν να τον κυνηγούν. Και είναι χαρακτηριστική η ιστορία που θυμάται ο κ. Μπουσβάρος, όταν σε αναμέτρηση του Άρη στην Πάτρα, ο Γιάννης Ιωαννίδης ανάγκασε ολόκληρο το πούλμαν της αποστολής να κάνει όπισθεν, μαζί με όλα τα υπόλοιπα αυτοκίνητα που ακολουθούσαν και να αλλάξει διαδρομή αφού μία μαύρη γάτα είχε περάσει τον δρόμο. «Κοντέψαμε να χάσουμε το ματς, θα μηδενιζόμασταν, αλλά ποιος μπορούσε να σταματήσει στον Ιωαννίδη;», ανέφερε χαρακτηριστικά, με μια δόση νοσταλγίας, ο πρώην βοηθός του.