Τι ανέφερε για την υγειονομική κατάσταση στην περιοχή η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Ειρήνη Αγαπηδάκη
Για τον κίνδυνο της λεπτοσπείρωσης στην Θεσσαλία, από τα στάσιμα νερά και τη λάσπη, προειδοποίησε μιλώντας στην ΕΡΤ η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Ειρήνη Αγαπηδάκη, αναφορικά με την υγειονομική κατάσταση στην πληγείσα από την κακοκαιρία Daniel περιοχή.
Με αφορμή την επερχόμενη νέα κακοκαιρία που προβλέπεται στα μέσα της εβδομάδας, η ίδια ανέφερε, ακόμη ότι «έχουμε μια κατάσταση, στην οποία, πάνω που αναρρώνει ο τόπος στη Θεσσαλία με χίλιες δυο δυσκολίες, έρχεται μια νέα κακοκαιρία, η οποία ενδέχεται να επιδεινώσει τις ήδη υφιστάμενες πληγές και εκεί δρούμε σε διάφορα επίπεδα.
Η πολιτική προστασία είναι όλοι οι άνθρωποι εδώ επί ποδός καθημερινά. Δεν έχει εγκαταλείψει κανένας το πεδίο. Πάρα πολλοί από εμάς, προφανώς από τα υπουργεία, το κεντρικό κράτος σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση προσπαθούμε όσο μπορούμε να επιταχύνουμε τις διαδικασίες εξομάλυνσης της καθημερινότητας των ανθρώπων για να έχουμε όσο το δυνατόν μικρότερη επίπτωση της νέας κακοκαιρίας.
Γίνονται ήδη έργα προκειμένου να μην μην πλημμυρίσουν εκ νέου περιοχές αυξημένου κινδύνου, όπως έχουν εκτιμηθεί από την Πολιτική Προστασία. Υπάρχει μια δραστηριότητα σε εξέλιξη, η οποία αφορά τη συλλογή των νεκρών ζώων και αυτό έχει σημασία διότι με μια νέα κακοκαιρία το πρόβλημα αυτό θα επιδεινωθεί. Έχουν περισυλλεγεί τουλάχιστον πάνω από το 50% των νεκρών ζώων, ειδικά από τις μεγάλες μονάδες και πλέον η προσπάθεια επικεντρώνεται στα χωριά – σε διάφορα σημεία όπου υπάρχουν διάσπαρτα νεκρά ζώα. Εντείνονται οι προσπάθειες με τα συνεργεία.
Παράλληλα, υπάρχουν συνεργεία τα οποία συλλέγουν οικοσκευές, γιατί ξέρετε μόνο αν κανείς στο πεδίο μπορεί να συλλάβει το μέγεθος της καταστροφής. Σε πάρα πολλά σημεία έχουν μείνει από τα σπίτια μόνο οι τοίχοι. Ό,τι υπήρχε ως οικοσκευή είναι ανακαταμμένα με λάσπη, πολλές φορές και με νεκρά ζώα. Είναι τεράστιος ο όγκος σε όλα αυτά τα χωριά και γι αυτό είναι πολυήμερη αυτή η προσπάθεια».
Για την υγειονομική κατάσταση στη Θεσσαλία, η αναπληρώτρια υπουργός υπογράμμισε, ότι
«όσον αφορά στο νερό, θα συνεχίσουμε κανονικά την επιτήρηση. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει πάνω από χίλιες δειγματοληψίες σε συνεργασία με τις τοπικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης. Δίνουμε οδηγίες στους πολίτες. Βλέπετε ότι στις ενημερώσεις που κάνουμε σε τακτά χρονικά διαστήματα παρέχουμε πληροφόρηση για το πού το νερό είναι κατάλληλο, που είναι ακατάλληλο.
Γίνεται καθημερινά διανομή εμφιαλωμένων νερών και μπορεί κανείς να το διαπιστώσει αυτό πάρα πολύ εύκολα. Έχουν διανεμηθεί πάρα πολλοί τόνοι εμφιαλωμένου νερού. Συνεχίζεται το εφοδιασμός των περιοχών στις οποίες το νερό είναι ακατάλληλο και στο συντονιστικό της Περιφέρειας μπορείτε να δείτε καθημερινά αυτή τη διαδικασία. Φτάνουν νταλίκες με εμφιαλωμένα νερά, τα οποία διανέμονται στους πολίτες. Αυτό δεν έχει σταματήσει. Είναι από την πρώτη μέρα. Απλώς τις πρώτες μέρες υπήρχε μια δυσκολία.
Να θυμίσω ότι ανεφοδιασμός γινόταν από αέρος σε πολλά σημεία. Τώρα έχει εξομαλυνθεί, είναι προσβάσιμα τα χωριά, οπότε είναι και πιο εύκολο το δίκτυο διανομής σε σχέση με τις υπόλοιπες οδηγίες που αφορούν τη λάσπη. Συνεχίζουμε να μοιράζουμε προστατευτικό εξοπλισμό στους πολίτες για να αποφεύγουν όσο μπορούν την επαφή με τα στάσιμα ύδατα και τη λάσπη. Επειδή ελλοχεύει ο κίνδυνος της λεπτοσπείρωσης, η οποία πολλές φορές εμφανίζεται, όπως μας λένε γιατροί, με ήπια συμπτώματα.
Μπορεί δηλαδή κανείς να έχει πυρετό και γαστρεντερίτιδα και να μείνει στο σπίτι, να το υποτιμήσει, να θεωρήσει ότι θα περάσει. Δεν πρέπει να το κάνουμε αυτό. Είναι σημαντικό να αναζητούμε βοήθεια πολύ γρήγορα. Οποιος έχει συμπτώματα κοινού κρυολογήματος, εξανθήματα ή συμπτώματα, εμπειρία της γαστρεντερίτιδας θα πρέπει να αναζητάει ιατρική βοήθεια, γιατί σε πολλές περιπτώσεις μπορεί πίσω από αυτό να υπάρχει ζήτημα με τη λεπτοσπείρωση».
Για την κατάσταση στα νοσοκομεία, σημείωσε ότι «τώρα που έχουμε τις εφημερίες, ήδη έχει προχωρήσει η διαδικασία προκειμένου να βελτιστοποιηθεί το σύστημα εφημέρευσης για να μην έχουμε αυτά τα προβλήματα σε σχέση με το κομμάτι των δικών μας αρμοδιοτήτων που έχουν να κάνουν πιο πολύ με την πρόληψη στη δημόσια υγεία, με την πρωτοβάθμια. Το αργότερο αρχές του επόμενου έτους φιλοδοξούμε -στο τέλος αυτού του έτους- ότι θα έχουμε ένα νομοσχέδιο για την Πρωτοβάθμια με μια ολική επαναθεμελίωση.
Η πρωτοβάθμια θα γίνει αυτόνομος πυλώνας του Εθνικού Συστήματος Υγείας κάτι το οποίο βλέπουμε αυτές τις μέρες να συμβαίνει στη Θεσσαλία. Είναι το ότι πάμε εμείς στους πολίτες – δεν περιμένουμε να έρθουν οι πολίτες στις υπηρεσίες υγείας. Έχουμε κινητές μονάδες που επισκέπτονται σταθερά όλες τις πληγείσες περιοχές. Αυτό θα το δείτε να ξεδιπλώνεται σε πανελλαδικό επίπεδο προκειμένου να αλλάξει το μοντέλο που έχουμε στο ΕΣΥ για να μπορέσει να έχει η χώρα μας πρόοδο στον τομέα της πρόληψης».
Αναφορικά με την κατάσταση με κορονοϊό και γρίπη και την αντιμετώπιση από τον ΕΟΔΥ, σημείωσε: «Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών έχει κάνει όλη την επεξεργασία με βάση και τις συστάσεις που έχουμε από ευρωπαϊκούς φορείς για τον κορονοϊό, όπως είναι η εισήγηση, τις συστάσεις που έχουμε από άλλους φορείς όπως είναι το αμερικανικό ΕΣΥ. Όλοι οι άλλοι επιστημονικοί οργανισμοί, έτσι και η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών έχει επεξεργαστεί όλες αυτές τις κατευθυντήριες οδηγίες, έχει καταλήξει σε ένα πλάνο προτεραιοποίηση και θα το ανακοινώσουμε επίσημα τις επόμενες μέρες.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη γρίπη. Για τη γρίπη φέτος έχουμε δύο διαφορετικά σκευάσματα, ένα περισσότερο ενισχυμένο και το εμβόλιο που έχουμε όλοι και το οποίο είναι για τον γενικό πληθυσμό. Το άλλο είναι για συγκεκριμένες ομάδες. Θα ανακοινωθούν αναλυτικά από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών στις επόμενες ημέρες.
Η κ. Αγαπηδάκη ανέφερε, ακόμη: «Δεν είναι μόνο οι ειδικοί ψυχικής υγείας που παρέχουν φροντίδα στους ανθρώπους. Για μένα είναι τεράστιας σημασίας το να μας βλέπουν οι άνθρωποι στο πεδίο. Να βλέπω τις ομάδες του ΕΟΠΥΥ να βλέπουν τις ΤΟΜΥ της πρωτοβάθμιας από την 5η ΥΠΕ. Ξέρουν κάθε εβδομάδα σταθερά ότι θα πάνε στο χωριό τους. Αυτό είναι μια σταθερή παρουσία όπως έχει ανάγκη. Αν μου επιτρέψετε την παρομοίωση, όταν είμαστε μωρά, έχουμε ανάγκη τη μητέρα μας να μας φροντίσει σταθερά. Δεν αντέχουμε τη μία μέρα να μας ταΐζει, την άλλη όχι. Όταν λοιπόν είμαστε σε ανάγκη όλοι, είτε είμαστε άρρωστοι είτε ζούμε μια φυσική καταστροφή, έχουμε ανάγκη αυτή τη μητρική -επιτρέψτε μου τον όρο- φροντίδα του κράτους, η οποία πρέπει να είναι σταθερή και αυτό επιδιώκουμε ως Υπουργείο Υγείας από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο στο κομμάτι αποκλειστικά της ψυχικής υγείας, αλλά ολιστικά με το πλαίσιο της φροντίδας που παρέχουμε στους πολίτες».