Σοκάρουν οι μαρτυρίες πυροσβεστών και πυροσβεστριών για το τι αντίκρισαν μετά το χτύπημα της κακοκαιρίας Daniel
Για έντεκα μέρες η αρχιπυροσβέστρια, Βάγια Κουσαβίτη, δεν είχε καταφέρει να γυρίσει στο πλημμυρισμένο σπίτι της στη Φαρκαδόνα Τρικάλων.
Την ημέρα που η κακοκαιρία «Daniel» άρχισε να πλήττει τη Θεσσαλία πήγε για υπηρεσία με μία αλλαξιά και επέστρεψε στην οικογένειά της στις 15 Σεπτεμβρίου, αντικρίζοντας, όπως τονίζει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ένα «τοπίο πολέμου, όπου είχαν απομείνει μόνο τα ντουβάρια μέσα στις λάσπες». Την ώρα που βρισκόταν στο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων στη Λάρισα ειδοποιήθηκε από τον σύζυγό της ότι το νερό είχε φτάσει στις στέγες των σπιτιών στη Φαρκαδόνα.
«Ήταν σοκ να σου λένε ότι ξαφνικά το νερό έφτανε σε τέτοιο σημείο που κρύβονταν τα παράθυρα. Παθαίνω σοκ με πιάνουν τα κλάματα. Υπήρχε μια παράνοια, μια τρέλα, στο σπίτι βρισκόταν ο σύζυγος, τα δυο παιδιά μου και το σκυλάκι μας. Είχαμε τόση πολλή δουλειά που δεν μπορούσα να είχα την επικοινωνία που ήθελα, το σήκωνα στο δευτερόλεπτο μάθαινα στο περίπου τα νέα, χτυπούσαν οι υπόλοιπες γραμμές κι άφηνα το τηλέφωνο. Έπρεπε να συνεχιστεί η δουλειά κανονικά, δεν έπρεπε να επηρεαστεί η κατάσταση. Ήταν δύσκολο πολύ να ισορροπήσεις ανάμεσα στη δουλειά και στην αγωνία για τους δικούς σου ανθρώπους και το ίδιο σου το σπίτι», εξηγεί στο ΑΠΕ η κ. Κουσαβίτη.
Στα 25 χρόνια που υπηρετεί στο Πυροσβεστικό Σώμα δεν είχε κληθεί ποτέ να διαχειριστεί μία τέτοιου είδους καταστροφή που αφορούσε το σπίτι της, τον τόπο που γεννήθηκε κι έθετε σε κίνδυνο την οικογένειά της, τους συγγενείς της, και τους συντοπίτες της. Το αποκορύφωμα ωστόσο ήταν όταν είδε σε απευθείας μετάδοση από την τηλεόραση να πέφτει το σπίτι του παππού της.
«Είμαι στη δουλειά και πρέπει να κανονίσουμε μεταφορές ανθρώπων με προβλήματα υγείας και υπήρχαν τρεις σοβαρές περιπτώσεις. Ανεβαίνω στο γραφείο του διοικητή όπου υπήρχε μία τηλεόραση ανοιχτή σε κάποιο κανάλι και εκείνη την ώρα βλέπω σε απευθείας σύνδεση τη γωνία του σπιτιού του παππού μου που είχε κατεδαφιστεί. Κάθομαι στην καρέκλα, παρατάω τα χαρτιά μου, κι αναφωνώ αυτό είναι το σπίτι του παππού», περιγράφει στο ΑΠΕ η κ. Κουσαβίτη και προσθέτει ότι οι γονείς της έλειπαν από το σπίτι. «Ήταν δύσκολη και πρωτόγνωρη η κατάσταση, ειδικά όταν εσύ είσαι εκεί και πρέπει να δουλέψεις και το σπίτι σου πέφτει, ένα σπίτι που ήταν κατοικήσιμο», σημειώνει στο ΑΠΕ.
Άγρυπνοι για διαδοχικά εικοσιτετράωρα οι πυροσβέστες και οι πυροσβέστριες που βρίσκονταν στο πεδίο, στις επιχειρήσεις διασώσεων, στο συντονιστικό κέντρο επιχειρήσεων, προσπαθούσαν να βοηθήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους συμπολίτες τους μπορούσαν. Στο Κέντρο Επιχειρήσεων δέχονταν χιλιάδες κλήσεις είτε για απεγκλωβισμούς και διασώσεις είτε για αντλήσεις υδάτων.
«Κάποια στιγμή αρχίσαμε να δεχόμαστε κλήσεις για διασώσεις στη Φαρκαδόνα. Οι περισσότεροι ήταν γνωστοί μου, άνθρωποι από την περιοχή μου. Μάθαινα πληροφορίες για εγκλωβισμένο κόσμο. Προσπαθούσα να καθοδηγήσω το κλιμάκιο που ήταν εκεί ώστε να βγάλουμε κόσμο όσο πιο γρήγορα γινόταν. Όλο το βράδυ δούλευαν τα παιδιά για να βγάλουμε όλο τον κόσμο. Ήθελα ιδανικά να περάσει η βάρκα εκείνο το βράδυ να τους πάρει όλους να μην κινδυνεύσει κανένας, πουθενά. Οι συνάδελφοι της ΕΜΑΚ έλεγαν ότι θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να διασώσουν κόσμο », περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Κουσαβίτη.
Έπειτα από έντεκα μέρες η κ. Κουσαβίτη επιστρέφοντας στο σπίτι της αισθάνθηκε ότι αντίκριζε ένα «τοπίο πολέμου». «Δεν περνούσαν οι δρόμοι, υπήρχαν παντού λάσπες. Το απόλυτο σοκ. Στο σπίτι μας έχουν μείνει μόνο τα ντουβάρια. Πλέον μπορούμε να πατήσουμε και να περπατήσουμε χωρίς να γλιστράμε με τον φόβο να πέσουμε και να σκοτωθούμε», τονίζει. «Πρέπει να στηρίξεις παιδιά, γονείς, να κρατήσεις δυνάμεις για να πας για δουλειά, να βρεις πού θα μείνεις, πού θα οργανωθείς να μαζέψεις τα ρούχα σου. Ό,τι δουλειά ωστόσο και να κάνεις πάνω απ' όλα είσαι άνθρωπος κι αυτό θα έπρεπε να το κατανοούν πολλοί και πολύ. Ο πυροσβέστης πρέπει να έχει ψυχή. Κάθε μέρα υπερβαίνεις τον εαυτό σου σε αυτή τη δουλειά», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Κουσαβίτη.
Αντίστοιχες στιγμές αγωνίας για την οικογένειά του και τους συγγενείς του, ενώ βρισκόταν εν ώρα εργασίας βίωσε και ο υπαρχιπυροσβέστης γενικών καθηκόντων, Παναγιώτης Μπέης. Όπως περιγράφει στο ΑΠΕ, την Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου περίπου στις 21:00 με 22:00 δέχτηκε μία κλήση από τον πατέρα του που τον ενημέρωνε ότι αρχίζει να πλημμυρίζει ο Άγιος Θωμάς Λάρισας, στο γεφυράκι.
«Είχε ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση για να πλημμυρίσει ο Άγιος Θωμάς. Τα υπόγεια άρχισαν να πλημμυρίζουν. Το ίδιο συνέβαινε και στην οικία του πατέρα μου. Σε απόσταση 500 μέτρων το νερό, ωστόσο το πρωί είχε πλημμυρίσει όλο το υπόγειο και έβγαινε μέχρι την είσοδο. Η αγωνία για την οικογένεια μου ήταν μεγάλη δεν μπορώ να το κρύψω. Η στιγμή ήταν πολύ δύσκολη έπρεπε να βοηθήσω το συνάνθρωπο μου που με καλούσε είτε μέσω του 199 είτε του 112 και ζητούσε την βοήθεια της Πυροσβεστικής (είτε αυτή ήταν για άντληση νερού από οικία, είτε ήταν για διάσωση ανθρώπου). Ρεύμα και νερό δεν υπήρχαν. Οι δικοί μου έφυγαν το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου το πρωί, ενώ ο δρόμος είχε λιμνάσει από τα ύδατα. Είχαν όμως το θάρρος και τη δύναμη να περπατήσουν και να μεταβούν κοντά σε ένα αμάξι μας, το οποίο το είχαν βάλει σε ένα ύψωμα από την Πέμπτη και να μεταφερθούν σε ένα ασφαλές σημείο. Όταν πληροφορήθηκα ότι όλοι ήταν καλά και είχαν διαφύγει κάθε κίνδυνο ήμουνα πολύ πιο ήρεμος για τα οικογενειακά μου, πρόσωπα», εξηγεί στο ΑΠΕ ο κ. Μπέης, προσθέτοντας ότι με όσους συμπολίτες του μιλούσε τηλεφωνικώς του μετέφεραν την αγωνία τους, τον φόβο αλλά και τον πόνο που ένιωθαν βλέποντας τις καταστροφές που είχαν προκληθεί.