Τι είναι η δευτερογενής σεξουαλική κακοποίηση, που “ξεδιπλώνεται” μέσω της συγκλονιστικής μαρτυρίας του κοριτσιού
«Είχα δώσει όρκο με τον εαυτό μου ότι δεν θα μιλήσω ποτέ, ότι αυτό θα το κουβαλάω μέσα μου μέχρι την τελευταία μου πνοή! Γιατί; Γιατί ήξερα ότι κανείς δεν θα με πιστέψει, ότι όλοι θα με κατηγορήσουν, ότι όλοι θα με δείχνουν με το δάχτυλο, ότι όλοι θα λένε “ήθελε και τα έπαθε”, μα δεν την έβλεπες πώς κυκλοφορούσε; Αυτή τον προκάλεσε. Και πολλά αλλά τέτοια. Με το παιδικό μυαλό που είχα τότε, ναι, δεν είχα την δύναμη ούτε την αντοχή να περάσω και όλα αυτά τα σχόλια. Μα πώς να είχα δύναμη; Όταν ο ίδιος μου ο πατέρας με βίαζε; Πώς ένα παιδικό μυαλό να το διαχειριστεί;».
Έτσι ξεκινά το γράμμα μιας ανήλικης που έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και έστειλε το γράμμα αυτό στην Επιμελήτρια Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Καλαμάτας, Αγγελική Ρουμελιώτου, με την παράκληση το γράμμα αυτό «να φτάσει όπου χρειάζεται κι όπου μπορεί να φτάσει, για να βοηθήσει άλλα παιδιά να βρουν κομμάτια του εαυτού τους στις γραμμές του».
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η δευτερογενής σεξουαλική κακοποίηση ενός ανήλικου, δηλαδή η κακοποίηση που έρχεται σε δεύτερο χρόνο, από τον κοινωνικό περίγυρο, την κοινωνία ευρύτερα και τα ΜΜΕ είναι εξίσου βλαπτική με την πρωτογενή κακοποίηση.
«Είναι εξίσου βλαπτική με την πρωτογενή καθώς οι συνέπειες δρουν πολλαπλασιαστικά αφού ακουμπούν σε μια ήδη ευαίσθητη και ταραγμένη συνθήκη. Το κοινωνικό στίγμα δημιουργεί επιπρόσθετες δυσκολίες στη σύναψη σχέσεων του παιδιού θύματος με τους συνομηλίκους αλλά και την ευρύτερη κοινότητα, που προκύπτουν, είτε ως απόρροια της πρωτογενούς κακοποίησης, είτε ως κοινωνική συνέπεια όλων αυτών που θα βιώσει το παιδί όταν δεν υπάρχει επαρκές πλαίσιο προστατευτικών μηχανισμών μετά την αποκάλυψη. Είναι δηλαδή και το αίσθημα ενοχής και ντροπής που δημιουργείται μέσα από τους κακούς χειρισμούς των φορέων, της κοινότητας, του περιβάλλοντος, ενίοτε δε και κάποιων μέσων μαζικής ενημέρωσης που παρεμβαίνουν στην καθημερινότητα του παιδιού με τρόπο εξαιρετικά διεισδυτικό και αποκαλυπτικό, ενώ εκείνο ακόμη προσπαθεί να ανακάμψει από ένα βάναυσο τραύμα, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε κοινωνικό αποκλεισμό», λέει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Ρουμελιώτου.
Το ποσοστό των κακοποιήσεων είναι πολύ μεγαλύτερο από τους αριθμούς που δημοσιοποιούνται, καθώς οι ανήλικοι πολύ δύσκολα αναφέρουν αυτό που τους συνέβη. Οι ειδικοί όμως λένε ότι ακόμα και ανάμεσα σε αυτό το μικρό ποσοστό των φρικιαστικών ιστοριών που γίνονται γνωστές, είναι μεγάλος ο αριθμός των ανηλίκων που μετανιώνουν την καταγγελία που έχουν κάνει, λόγω των διαδικασιών. Και αυτό λόγω του επανατραυματισμού μεταξύ άλλων από τη διαρροή των καταθέσεων, την παρουσίαση από media και τη μη εφαρμογή βασικών κανόνων δεοντολογίας. Ο θεσμός της αναδοχής που έχει αναπτυχθεί και παρουσιάσει απτά αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην ανακούφιση των παιδιών θυμάτων της σεξουαλικής κακοποίησης.
«Ο θεσμός της αναδοχής είναι μια πολύ σημαντική εναλλακτική μορφή φροντίδας. Έρχεται να δώσει ελπίδα σε ένα παιδί που έχει κριθεί ότι υπάρχει ανάγκη απομάκρυνσής του, βραχυπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης από τη βιολογική οικογένεια γιατί η ίδια η οικογένεια δεν μπορεί να το προστατεύσει. Το παιδί δεν πρέπει να πάει σε ένα ίδρυμα γιατί εκεί είναι σίγουρο ότι θα υποστεί δευτερογενή κακοποίηση λόγω της απρόσωπης κατάστασης στην οποία θα βρεθεί, της απουσίας σταθερότητας και επάρκειας φροντιστών, του στίγματος “μένω σε ένα ίδρυμα” που θα καθορίσει όλες τις κοινωνικές του επαφές, της απουσίας του προσωπικού χώρου, της αμυδρής προοπτικής επανένωσης με την οικογένεια λόγω της απουσίας υποστηρικτικών μηχανισμών προς αυτή την κατεύθυνση και εν τέλει της πολύ συχνής ιδρυματοποίησης», δηλώνει η κ. Ρουμελιώτου αλλά παράλληλα, τονίζει: «Ωστόσο, ακόμη και η αναδοχή είναι εναλλακτική μορφή. Δηλαδή, δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι η πιο ουσιαστική μορφή ανακούφισης είναι η σταθερή συστηματική στήριξη της βιολογικής οικογένειας μέσα στην κοινότητα ώστε να παραμείνει, όσο γίνεται, λειτουργική και να κρατήσει στους κόλπους της το παιδί».
Η κ. Ρουμελιώτου λέει ότι είναι πολύ σημαντικό να λειτουργήσουν τα «Σπίτια του Παιδιού» σε όλες τις εφετειακές έδρες αλλά και το να προχωρήσει η χώρα μας σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, σε έναν ολοκληρωμένο εθνικό μηχανισμό προστασίας που θα αφορά όλες τις μορφές παιδικής κακοποίησης.
«Μέχρι που βρέθηκε ένας υπέροχος άνθρωπος που της ανοίχτηκα, με πίστεψε, με στήριξε σε όλο μου τον αγώνα να δικαιωθώ. Στάθηκε δίπλα μου σαν βράχος. Που από την στιγμή που της τα είπα, δεν έπαψε στιγμή να με παρακαλεί λέγοντάς μου, πες το και ας μην σε πιστέψει κανένας, εγώ θα είμαι δίπλα σου, πες το γιατί αυτός ο άνθρωπος θα κάνει και σε αλλά κορίτσια το ίδιο, αν δεν το έχει κάνει ήδη. Πες το και στο ορκίζομαι θα σε στηρίξω σε κάθε μα κάθε σου βήμα, θα είμαι δίπλα σου ό,τι κι αν συμβεί. Και έφτασε λοιπόν η ημέρα που τα ομολόγησα όλα, με κάθε λεπτομέρεια, με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια, και είχα δίκιο τελικά. Όντως στην αρχή κανείς δεν με πίστεψε, σαφώς, ποιον θα πιστέψουμε; Το κοριτσάκι που πέρασε όλα αυτά; Ή τον καθωσπρέπει πατέρα; Ε, λοιπόν μαντέψτε ποιον πίστεψαν; Πέρασα από 40 κύματα. Έπρεπε να τους αποδείξω ότι λέω την αλήθεια. Γιατί βέβαια, κατηγορούσα “έναν καθωσπρέπει άντρα”. Γιατί αυτή είναι η κοινωνία μας, αυτή είναι η οικογένεια μας, δεν τους επιλέξαμε. Έτυχε να είναι αυτή. Ώσπου φτάσαμε στην ημέρα που έγιναν οικογένειά μου άνθρωποι ξένοι, μου στάθηκαν άνθρωποι που δεν γνώριζαν τίποτα για μένα, μα πάνω από όλα, με πίστεψαν οι άνθρωποι που έπρεπε να με πιστέψουν για να δικαιωθώ επιτέλους. Για να λυτρωθεί η ψυχή μου, γιατί οι πληγές δεν επουλώνονται ποτέ. Συνηθίζεις με αυτές για να μπορέσεις να αντέξεις. Τα κάνεις δύναμη. Και δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από αυτό! Και εκεί λοιπόν ξεκινάς να πατάς στα πόδια σου, ξεκινάς από το μηδέν αλλά με όλες τις γνώσεις που είχες έως τότε, με όλες εκείνες τις ουλές που σου προκάλεσε κάποιος με το έτσι θέλω, χωρίς να υπολογίσει το “είναι” σου, στερώντας σου όλα τα δικαιώματά σου, γκρεμίζοντας κάθε σου όνειρο. Θέλω μέσα από αυτή την ιστορία να σας πω, να αγαπάτε τον εαυτό σας, να μην αναρωτηθείτε το γιατί, να μιλάτε στον πιο κοντινό σας άνθρωπο. Σ΄ αυτόν που ξέρετε ότι θα σας πιστέψει και ας μην σας πιστέψει κανένας άλλος. Απλά Μιλήστε. Κλείστε τα αυτιά σας στους κακούς ανθρώπους και στα αρνητικά τους μηνύματα. Να σκέφτεστε μόνο ότι μπορεί με τη δική σας ιστορία να βοηθήσετε και άλλους ανθρώπους, που το έχουν πραγματικά ανάγκη, ανθρώπους που δεν έχουν την ίδια δύναμη με εσάς για να αντιμετωπίσουν το “τέρας”. Να γίνετε η δύναμή τους». Με τα λόγια αυτά ολοκληρώνει η ανήλικη το γράμμα στην κ. Ρουμελιώτου.
«Η εμπειρία τέτοιου τραύματος έχει παραλληλιστεί από τους ειδικούς ως ένα ολοκαύτωμα της ζωής των θυμάτων. Δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Προσπαθούν να μάθουν να ζουν με αυτό και γι΄ αυτό το λόγο χρειάζονται μακροπρόθεσμη και συστηματική υποστήριξη. Αν δεν έχουν υποστήριξη, από το περιβάλλον ή από κάποιο επαγγελματία, τα πράγματα είναι πολύ επώδυνα γιατί καλούνται να ανέβουν τον προσωπικό τους Γολγοθά μόνα τους. Και αυτό είναι εξαιρετικά συγκλονιστικό για την πορεία τους και το “σχετίζεσθαι” με τους ανθρώπους. Αν όμως υποστηριχθούν από έναν “σημαντικό άλλο”, τα πράγματα γίνονται πιο φωτεινά, πιο αισιόδοξα. Κάποιες φορές, μάλιστα, υπάρχουν θύματα που ηγούνται και κινήσεων για την υποστήριξη άλλων θυμάτων, και αυτό, εκτός από μια εξαιρετική πράξη αλτρουισμού, είναι και μια μορφή εσωτερικής θεραπείας του τραύματος», εξηγεί καταλήγοντας η κ. Ρουμελιώτου.