«Επικρατούσε πανικός αλλά υπήρχε μεγάλη βοήθεια από όλους τους ανθρώπους, δεν θέλαμε να φύγουμε, δε μας πήγαινε η καρδιά»
Ένας εκ των επιβάτων του 3ου βαγονιού, ο κ. Θεόδωρος Κατσιούλης, μίλησε στο «Κοινωνία Ώρα MEGA» για το μοιραίο βράδυ της σύγκρουσης των τρένων στα Τέμπη.
«Πρώτα θέλω να εκφράσω την αμέριστη συμπαράστασή μου στις οικογένειες των θυμάτων. Είναι η 5η μέρα και ακόμα δεν το σκέφτομαι. Προσπαθώ να καταλάβω ότι ζω, γιατί πέρασα έναν πραγματικό εφιάλτη. Είναι τρομακτική η στιγμή της έκρηξης, το ότι είμαι ζωντανός είναι ένα θαύμα, τώρα το συνειδητοποιώ και τρέμει η καρδιά μου. Ήμουν στο 3ο βαγόνι στη θέση 47. Την στιγμή της έκρηξης πετάχτηκα περίπου 30 εκατοστά, από τη στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου, αντίκρισα ένα σκοτάδι, καπνό και μετά από 1-2 δευτερόλεπτα άρχισε να φωνάζει ο κόσμος. Προσπάθησαν 2 κοπέλες να βγουν από την δεξιά μεριά και φώναξαν «παιδιά υπάρχει φωτιά δεν μπορούμε να βγούμε». Εκείνη την ώρα το βαγόνι γέμιζε καπνό, και φώναζαν τα παιδιά να ανοίξουν τα κινητά», είπε αρχικά.
«Εμένα με πέταξε 30 εκατοστά στα διπλανά καθίσματα, και έχω κάταγμα στη μύτη, στο κεφάλι, τραύματα στο κεφάλι, η δεξιά μου πλευρά είναι όλη σχεδόν τραυματισμένη, με μώλωπες. Έχασα τις αισθήσεις μου για ένα λεπτό και μετά όταν επανήλθα είδα αυτό με τον καπνό. Βγήκα επειδή έσπασε ένα παιδί ένα παράθυρο. Εκείνη την ώρα είπα «θα πεθάνω» και ξεκίνησα να κάνω την προσευχή μου. Δεν ήθελα να συνειδητοποιήσω ότι θα πεθάνω. Το παιδί έσπασε το τζάμι, βγήκε μία κοπέλα, δεύτερος βγήκα εγώ, απέναντί μου καθόταν μία κυρία με 2 παιδιά η οποία βγήκε και εκείνη, και μετά όταν βγήκαμε είχε ύψος και νόμιζα ότι είμαστε σε γέφυρα είχε παντού σίδερα και υπέρθεσα ότι χτυπήσαμε στη γέφυρα. Το βαγόνι ήταν μπαταρισμένο», συμπλήρωσε ο κ. Κατσιούλης.
«Επικρατούσε πανικός αλλά υπήρχε μεγάλη βοήθεια από όλους τους ανθρώπους, δεν θέλαμε να φύγουμε, δε μας πήγαινε η καρδιά. Βοηθούσαμε όλους όσους μπορούσαμε. Δε θυμάμαι κάποιον από τα παιδιά που σκοτώθηκαν».