«Με έδερνε κάθε μέρα. Μια φορά με είχε περιλούσει με παραφινέλαιο και με έκαψε. Έδερνε και τον μπαμπά του», κατέθεσε η μητέρα του θύματος
Το φινάλε ενός οικογενειακού δράματος μπήκε σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθισε ένας 73χρονος πατέρας, ο οποίος πυροβόλησε με κυνηγετική καραμπίνα και τραυμάτισε θανάσιμα τον 43χρονο γιο του, στο χωριό Ρύζια Κιλκίς, τον Δεκέμβριο του 2021.
Παραπέμφθηκε να δικαστεί για ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, για οπλοφορία – οπλοχρησία και για παράνομη κατοχή κυνηγητικού όπλου. Τελικά ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία που τελέστηκε καθ’ υπέρβαση των νόμιμων ορίων άμυνας ενώ του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος, μετέδωσε το GRtimes.
Το ΜΟΔ Θεσσαλονίκης του επέβαλε συνολική κάθειρξη 7,5 ετών, ενώ αποφάσισε η έφεσή του να μην έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην εκτέλεση της ποινής, αλλά επέτρεψε την κατ’ οίκον έκτιση.
«Με έδερνε κάθε μέρα»
Στο πλευρό του ηλικιωμένου βρέθηκαν τα μέλη της οικογένειάς του καταθέτοντας για τον βίαιο χαρακτήρα του θύματος που αντιμετώπιζε χρόνιο πρόβλημα τοξοκομανίας και τους προκαλούσε φόβο και τρόμο. Παράλληλα, αναδείχθηκε η έλλειψη κατάλληλων κρατικών δομών για την αντιμετώπιση προβληματικών ατόμων με στόχο την προστασία των οικείων τους και του κοινωνικού συνόλου.
«Με έδερνε κάθε μέρα. Μια φορά με είχε περιλούσει με παραφινέλαιο και με έκαψε. Το είχα πάρει απόφαση ότι θα με σκοτώσει. Τι τράβηξα με αυτό το παιδί, δεν περιγράφεται. Δεν φταίει ο άνδρας μου, για όλα φταίει ο γιός μου. Έδερνε και τον μπαμπά του. Τι ξύλο έφαγε…Φοβόμουν! Ο σατανάς ήταν μέσα του. Ούτε στον εχθρό μας να μη συμβεί. Έκανε υπομονή ο άνδρας μου. Μάνα είμαι, εγώ τον γέννησα αλλά για όλα φταίει το παιδί μου. Ο γιος μου ξέφυγε, δεν ήξερε τι έκανε», κατέθεσε η πρώην σύζυγος του κατηγορούμενου και μητέρα του θύματος, ενώπιον του δικαστηρίου.
«Τον φοβόμασταν. Προσπαθούσαμε να τον βοηθήσουμε γιατί ήταν χρήστης ναρκωτικών. Ειδικά ο μπαμπάς μου και η μαμά μου. Χτυπούσε πάρα πολύ τη γυναίκα του και τον μπαμπά μου. Ήταν πολύ βίαιος άνθρωπος, τους έδερνε πολύ άσχημα. Του είχαμε κάνει μήνυση, νοσηλεύτηκε στο ψυχιατρείο. Μόλις βγήκε έκανε χρήση μέσα στο αυτοκίνητό μου. Όταν δεν είχε ναρκωτικά, έπινε αλκοόλ και έπαιρνε πολλά χάπια, ηρεμιστικά. Του κάναμε ξανά μήνυση αλλά έκανε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος», κατέθεσε η πρώτη από τις δύο αδελφές του θύματος.
Σχετικά με το περιστατικό, ανέφερε: «Με πήρε τηλέφωνο ο μπαμπάς μου και μου είπε: “Σκότωσα τον Ηλία”. Δεν το πίστευα. Έφτασα πρώτη, πριν την αστυνομία. Μου είπε: “Πήγε να με πνίξει, θα με σκότωνε. Φοβήθηκα, δεν το ήθελα”.
Είχε σημάδια στον λαιμό, τα ρούχα του ήταν σκισμένα. Στο σπίτι υπήρχαν σπασίματα. Τον χτυπούσε μέσα στο δωμάτιο. Ο μπαμπάς μου είχε τρόμο στα ματιά του. Ο αδελφός μου ήταν επικίνδυνος. Εγώ πίστευα ότι θα σκότωνε τη μάνα μου. Ο μπαμπάς μου αν μπορούσε να φύγει, θα έφευγε. Εγκλωβίστηκε μέσα στο σπίτι. Παρά τις καταχρήσεις που έκανε, ο αδελφός μου ήταν δυνατός. Είχε μπει ο διάολος μέσα του. Τον φοβόντουσαν όλοι στο χωριό».
«Έδειρε και τον παπά του χωριού»
Η δεύτερη αδελφή που κατέθεσε στο δικαστήριο ανάφερε: «Σαν θηρίο ήταν. Μου είπε «θα σε σκοτώσω». Προσπαθούσα να μην έχω επαφές μαζί του. Φοβόμουν. Η μητέρα και ο πατέρας μου τράβηξαν του Χριστού τα Πάθη. Ο Ηλίας ήταν επικίνδυνος και η Πολιτεία δεν έκανε τίποτα. Ο μπαμπάς μου δεν έπρεπε να βρίσκεται σε αυτή τη θέση. Είναι 73 χρονών. Δεν ήθελε να σκοτώσει το παιδί του. Αυτό το συμβάν είναι τραγικό. Έδερνε (σ.σ. το θύμα) τον κόσμο στο χωριό.
Έδειρε και τον παπά του χωριού. Πήγαινε στο δικαστήριο, έκανε έφεση και έβγαινε. Τι νόμους έχουμε;».
Η ξαδέλφη του κατηγορουμένου έμενε στο διπλανό σπίτι όπου έγινε το έγκλημα. «Κάθε φορά που ερχόταν (σ.σ. το θύμα) γινόταν μεγάλη φασαρία. Εκείνη την ημέρα τον είδα και κόπηκαν τα πόδια μου. Ήταν αγριεμένος, τα μάτια του έβγαζαν φωτιές. Στον πατέρα του έλεγε: «Θα σε σκοτώσω, θα σου κόψω χέρια πόδια.
Μετά ακούστηκε το μπαμ», περιέγραψε η μάρτυρας.
«Γιατί χτυπάς τον μπαμπά σου;»
Ως μάρτυρες υπεράσπισης του κατηγορούμενου κατέθεσαν δύο αστυνομικοί της Ασφάλειας Κιλκίς που γνώριζαν τον πατέρα και τον γιο.
Στην απολογία του ο 73χρονος ανέφερε ότι αγαπούσε τον γιό του. «Του είχα αδυναμία, αλλά δεν το καταλάβαινε. Του έλεγα «γιατί δέρνεις τον μπαμπά σου;» . Περνούσε και με έβριζε. Εγώ δεν απαντούσα, δεν μιλούσα καθόλου. Στο σπίτι δύο φορές με χτύπησε. Ήθλεα να τον βοηθήσω να ξεμπλέξει». Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος περιέγραψε τη σκηνή του εγκλήματος:
«Έλειπε ένας λέβητας. Το θυμήθηκε και ήρθε. Έσπασε την πόρτα με κλοτσιά. Εγώ ήμουν μέσα και άρχισε να με χτυπάει. Με πέταξε πάνω στην πόρτα και έπεσα. Τον ρώτησα: «Γιατί χτυπάς τον μπαμπά σου;». Έφυγε και άρχισε να με βρίζει. Ήρθε ξανά. Είχα την καραμπίνα, χαμηλά και ελαφρώς ανασηκωμένη, για να τον φοβίσω.
Ήρθε κατευθείαν πάνω στην καραμπίνα. Δεν φοβόταν. Εκείνη τη στιγμή, δεν ήξερα τι έκανα. Καλύτερα να πήγαινα εγώ, να ζούσε αυτός. Ήταν σαν να σκότωσα τον εαυτό μου. Δεν ήξερα τι έκανα. Εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόμουν. Καλύτερα να με σκότωνε αυτός, πάρα εγώ το παιδί μου. Μετά πήρα τηλέφωνο την αστυνομία και άρχισα να κλαίω. Ήταν πολύ δυνατός, δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Τον αγαπούσα πάρα πολύ και προσπαθούσα να τον βοηθήσω. Δεν ήθελα να γίνει αυτό που έγινε»…