«Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή την υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και τον πατέρα μου από πάνω»
Ράγισαν καρδιές οι τεράστιες φωτογραφίες των δυο χαμογελαστών μικρών κοριτσιών και οι μαύρες σημαίες στα κάγκελα έξω από τη δικαστική αίθουσα όπου εκδικάζεται η υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι.
Η εικόνα της Σοφίας και της Βασιλικής Φιλιπποπούλου στο πάρκο τους μέσα σε ένα ουράνιο τόξο και δίπλα τους δυο ροζ ανθοδέσμες συγκλόνισε.
Οι δίδυμες αδελφούλες βρέθηκαν στο οικόπεδο της οικογένειας Φράγκου σφιχταγκαλιασμένες μαζί με τον παππού τους Φίλιππο και τη γιαγιά τους, Σοφία που προσπάθησαν να βρουν ένα ασφαλές μέρος για να τις προστατεύσουν από τις φλόγες αλλά δεν τα κατάφεραν.
Ο πόνος αβάσταχτος για τους γονείς που καταθέτοντας στο δικαστήριο ζήτησαν δικαίωση για την μνήμη των παιδιών και των γονιών τους που χάθηκαν άδικα.
Η μητέρα των δίδυμων κοριτσιών, Γεωργία Ξυραφάκη με δάκρυα στα μάτια καταθέτοντας στο δικαστήριο περιέγραψε τις ώρες αγωνίας που έζησαν μέχρι τελικά να ταυτοποιηθούν οι σοροί των παιδιών της και των πεθερικών της αλλά και την ασύλληπτη κίνηση εκείνων που το μοιραίο βράδυ τους τηλεφωνούσαν λέγοντας πως έχουν μαζί τους τα κορίτσια.
Η γυναίκα μίλησε για την τελευταία φορά που είδε τα παιδιά της λίγο πριν επιστρέψουν στο εξοχικό με τα πεθερικά της. Η μάρτυρας περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες της να τους εντοπίσει.
«Ξεκίνησα να παίρνω τηλέφωνο την πεθερά και τον πεθερό μου, αλλά δεν μπορούσα να τους πιάσω. Εκεί άρχισα να ανησυχώ. Ήθελα να δω τι συνέβαινε. Με πήρε ξανά τηλέφωνο ο σύζυγος μου. Μιλήσαμε και πάλι με την αδελφή του. Είχε επικοινωνία με την μητέρα της, ήταν στη λεωφόρο Μαραθώνος στη στάση Ραφήνας και της είπε ότι είχανε φωτιές. Τότε αρχίσαμε να ανησυχούμε πραγματικά. Ανοίξαμε ειδήσεις. Παίρναμε τηλέφωνο τα πεθερικά μου συνεχόμενα. Δεν πιάναμε γραμμή. Παίρναμε την αστυνομία τους λέγαμε ότι τα παιδιά και τα πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν πως ακόμα δεν είχαν εικόνα. Τότε ο σύζυγός μου πήρε το μηχανάκι και μου είπε «θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω»» κατέθεσε η μάρτυρας συμπληρώνοντας πως ο σύζυγός της δεν κατάφερε να τους βρει.
«Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε είναι στο δρόμο, έχει φωτιές δεξιά αριστερά δεν μπορώ να προχωρήσω, είναι παντού σκοτάδι και φωτιά. Του λέω σε παρακαλώ γύρνα πίσω αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω κι εσένα. Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο την πυροσβεστική. Μπορεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαν μάθει τα ονόματα όλων. Τότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι. Θυμάμαι ότι δούλευε την επόμενη ημέρα, του είπα θα έρθω κι εγώ μαζί σου αλλιώς θα τρελαθώ» είπε και φανερά φορτισμένη συνέχισε λέγοντας «Ξεκινήσαμε προς Ανάβυσσο και παίρναμε τηλέφωνο την πυροσβεστική. Μετά από πάρα πολλά τηλεφωνήματα, μας είπαν δεν έχουμε να σας πούμε κάτι, εφόσον δεν έχουμε βρει κάτι θα πρέπει να ψάξετε στους πεθαμένους, θα πρέπει να πάτε στο Γουδί να δώσετε γενετικό υλικό και ίσως βρεθεί κάτι. Πήγαμε, δώσαμε γενετικό υλικό και περιγραφή το τι φορούσαν».
Ένα βίντεο με δυο μικρά κοριτσάκια που είδαν στο διαδίκτυο ήταν αυτό που τους έδωσε ελπίδες εκείνες τις δραματικές ώρες που έψαχναν ανάμεσα στους νεκρούς, σύμφωνα με την μάρτυρα η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπόρεσε να εξηγήσει τους λόγους που κάποιοι τηλεφωνούσαν στο σύζυγο της και του έλεγαν απρέπειες.
«Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε στο Σχιστό όπου είχαν σορούς. Καθώς περιμέναμε εκεί, είδαμε στο ίντερνετ και είδαμε ένα βίντεο με ένα αλιευτικό με κάτι παιδάκια που μοιάζανε πάρα πολύ κορίτσια μας, μας έδωσαν ελπίδες. Ήμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Φύγαμε και πήγαμε προς τον Alpha που είχαμε δει αυτό το βίντεο. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το δούμε και φύγαμε» είπε και ανέφερε πως συνέχισαν την αναζήτηση τους πηγαίνοντας στο Λιμενικό.
«Μας είπαν πως υπήρχαν πολλά παιδάκια όντως στο πρώτο αλιευτικό αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα. Εκεί αναπτερώθηκε το ηθικός μας, είπαμε θα τα βρούμε τα παιδιά μας, κάποιος θα τα έχει φροντίσει. Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα και προσπαθούσαμε να μάθουμε κι εκεί πληροφορίες. Μετά κατευθυνθήκαμε σε κάποια γήπεδα. Εγώ πήγα στο δημαρχείο Ραφήνας όπου υπήρχαν δημοσιογράφοι και μου λέει ο σύζυγος μου «θα μιλήσω μήπως κάποιος έχει κάποια πληροφορία» και έδωσε το τηλέφωνο. Ξεκίνησε άλλο μαρτύριο μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγε τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό, άλλοι μας έλεγαν ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν. Λέγαμε αποκλείεται, παππούδες θα έκαναν πάντα για να είναι σώα και αβλαβή» κατέθεσε η μάρτυρας.
Η γυναίκα συγκλόνισε όταν αναφέρθηκε στη στιγμή που έμαθαν πως τα παιδιά τους δεν ήταν πλέον στη ζωή.
Ο παππούς είχε ανοίξει την αγκαλιά του για να τα προστατεύσει, αλλά δεν πρόλαβε.
«Στις 27/7 ταυτοποιήθηκαν οι σοροί πεθερικών μου. Μας είπαν ότι υπήρχαν και σοροί μικρότερης ηλικίας. Δυστυχώς μάθαμε ότι ήταν τα δικά μας παιδιά την επόμενη ημέρα. Τα πεθερικά μου ήταν κάτω, τα παιδιά στη μέση και ο πεθερός μου από πάνω με ανοικτές αγκαλιές. Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018. Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε» κατέθεσε η μάρτυρας η οποία εκτίμησε πως το κακό έγινε γιατί δεν τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στην Αθήνα.
«Αυτή η υπέροχη άμορφη μάζα…»
Ο Ιωάννης Φιλιππόπουλος ανεβαίνοντας στη συνέχεια στο βήμα του μάρτυρα συστήθηκε ως ο πατέρας της Σοφίας και της Βασιλικής και ο γιος του Φίλιππου και της Σοφίας.
Ο μάρτυρας περιέγραψε βήμα βήμα τις προσπάθειες τους να εντοπίσει την οικογένεια του.
«Κάνανε προσπάθειες να με σταματήσουν αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα, γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω» ανέφερε χαρακτηριστικά σημειώνοντας πως στην φλεγόμενη περιοχή «δεν υπήρχε πυροσβεστική, αστυνομία. Δεν έβρισκα κανένα. Εκεί στο δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ φύγετε είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα…»
Ο μάρτυρας κατέθεσε πως απευθύνθηκαν σε όλες τις αρμόδιες αρχές οι οποίες τους έλεγαν « είστε η πρώτη μας προτεραιότητα» αλλά «παντού η απάντηση ήταν αρνητική».
Η αναζήτηση, πλέον, είχε στραφεί στους νεκρούς γι αυτό και ήταν εκείνος που έδωσε DNA ως γονιός αλλά και ως γιος για τους γονείς του. Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε όταν από την Πυροσβεστική του είπε ότι η οικογένεια του δεν βρισκόταν ανάμεσα στους ζωντανούς που είχαν καταγράψει.
«Μου λέει τους έχω ελέγξει, στους ζωντανούς δεν είναι, ψάξε στους πεθαμένους. Πήγαινε στο Γουδί. Τρέχουμε στο Γουδί, μπαίνουμε μέσα και μας άρχισαν διάφορα. Λέω ψάχνουμε τα δίδυμα παιδιά μας και τους γονείς μας, πείτε μας τι πρέπει να κάνουμε. Έδωσε πρώτα έμφαση σε εμένα δυστυχώς έχω τζακ ποτ και γονιός και παιδί στα θύματα. Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή την υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και τον πατέρα μου από πάνω. Υποψιαστήκανε πως πρόκειται για την οικογένεια μου αλλά έπρεπε να το αποδείξουνε με DNA» ανέφερε ο μάρτυρας ραγίζοντας καρδιές.
«Εάν εκείνη ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο που σημαίνει είχε την ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα. Αν σε ανακουφίζει αυτό τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πεθάνανε νωρίτερα. Που σημαίνει πως οι γονείς που κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκαταλείψανε. Αγκαλιάσανε τα κορίτσια, δείξανε ένα βλέμμα μεταξύ τους και τους κύκλωσε η φωτιά. Είχαμε ελπίδα… Παίρνουμε το τηλέφωνο που μας είπαν πως είναι οι γονείς μας.…» είπε συγκινημένος και περιέγραψε τις δραματικές ώρες που ακολούθησαν μέχρι τις κηδείες των δικών του ανθρώπων. «Μου λέει πάρτε τους γονείς σας, τα κορίτσια δεν μπορούμε να τα δώσουμε. Μου λένε δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε ποια είναι η Σοφία και η Βασιλική. Τους λέω κάντε μία αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν… Ζήτησε μια γυναίκα εκμαγεία, τα παραδώσαμε στο νεκροτομείο, μας δώσανε τα κορίτσια…Μετά από τρεις ημέρες μας ειδοποίησαν ότι η μανούλα μου, τα πόδια της ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά… Τους είπα να σφραγίσουν τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δε ζύγισαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει… Ζήτησα να κατεβάσω εγώ τα φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσα να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι… Ζήτησα αυτό» ανέφερε σε μια σπαρακτική κατάθεση και απευθυνόμενος στους δικαστές περιέγραψε πως η πιο όμορφη στιγμή της ζωής του ήταν όταν τα κοριτσάκια του «σήκωσαν τα χέρια και μου είπαν μπαμπά. Εκεί είπα είσαι μάγκας. Χάρη στη σύζυγο μου και στην αγάπη που μας ενώνει είμαι ακόμα ζωντανός. Μπορέσαμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, μισοί πεθαμένοι, μισοί καμένοι, μισοί ζωντανοί. Τους πήγαν σε επικίνδυνο μέρος, χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες. Η δικιά μου οικογένεια πήγε τσάμπα. Ο πατέρας μου είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα. Έγινε αυτό με τα νεκρά κορίτσια και εγκλωβιστήκανε, αν έμεναν μέσα στο αυτοκίνητο θα είχα κάτι να θάψω, τα κορμιά τους».