«Ζούμε ζωές φυλακισμένες, ζούμε σε σώματα φυλακισμένα - Τέσσερα χρόνια ουρλιάζουν όλα μέσα σου»
Η κόλαση ξεπηδά μέσα από τις αφηγήσεις στο δικαστήριο των ανθρώπων που έζησαν τη φρίκη στη φονική φωτιά στο Μάτι.
«Καήκαμε ζωντανοί» ήταν η φράση που συμπύκνωσε τη δική της αλήθεια η εγκαυματίας Κάλλι Αναγνώστου.
Με εμφανή τα σημάδια στο σώμα της η μάρτυρας μίλησε με σπαρακτικό τρόπο για το γιος της που υπέστη το ίδιο μαρτύριο όταν οι φλόγες τους τύλιξαν στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν από τη λαίλαπα.
«Περίμενα το τέλος και προσευχόμουν να ζήσει τουλάχιστον το παιδί μου , να αντέξει…» είπε κλαίγοντας εξιστορώντας τη φρίκη και τις αγωνιώδεις προσπάθειες τους να επιβιώσουν χωρίς καμία βοήθεια.
«Αυτό που ζήσαμε δεν είναι απλή σωματική βλάβη αλλά θανατηφόρος επίθεση. Αν δεν ήμασταν τυχεροί θα ήμασταν νεκροί…» είπε και περιέγραψε την αδιαφορία , την αγωνία , το φόβο , την οργή αλλά και τους φρικτούς πόνους που έζησε η ίδια και ο εγκαυματίας γιος της κατά τη διάρκεια των νοσηλειών τους αλλά και σήμερα αφού τα τραύματα θα τους σημαδεύουν για πάντα. «Ούρλιαζα ενώ με έγδερναν και με τα νυστέρια προσπαθούσαν να με καθαρίσουν και αυτό το είχε περάσει και το παιδί μου» είπε κλαίγοντας ενώ νωρίτερα είχε περιγράψει πως από τη φωτιά «έλιωναν τα πόδια» του παιδιού της και εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα .
«Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι ο πόνος του γιου μου να μην μείνει έτσι . Του το χρωστάω όπως και στους άλλους ανθρώπους. Εμείς είμαστε η φωνή τους . Ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που τα έζησε όλα . Να βγει η αλήθεια , να δικαιωθεί , να μην ξανασυμβεί … Αυτό μου ζήτησε ο γιος μου. Θέλω να φέρω τη φωνή του εδώ μέσα, μου το ζήτησε γιατί ο ίδιος δεν μπορεί να έρθει … Θέλω να μου το επιτρέψετε...» είπε η μάρτυρας απευθυνόμενη στους δικαστές και άνοιξε το κινητό της από το οποίο ακούστηκε η φωνή του παιδιού , 10 ετών σήμερα, να μιλά λέγοντας πως η ζωή του πριν τη φωτιά ήταν καλύτερη. «Τώρα δεν είναι.Καήκαμε και δεν χαιρόμαστε.Ο μπαμπάς μου σώθηκε γιατί δεν ήταν εδώ . Κάνεις δεν χαίρεται όταν καίγεται. Ελπίζουμε να σας πουν να φύγετε από τα σπίτια σας όταν γίνει μια φωτιά…» ήταν το μήνυμα του παιδιού προς το δικαστήριο.
«Δεν μπορεί να γίνεται αυτό είναι ταινία, όνειρο εφιάλτης»
Η αφήγηση της γυναίκας ράγισε καρδιές και συγκλόνισε το κοινό που παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα και δάκρυα στα μάτια.
Η μάρτυρας αναφέρθηκε στο μοιραίο απόγευμα που βρισκόταν στο σπιτι με τον γιο και τα πεθερικά τους . Είχαν έρθει λίγες ημέρες νωρίτερα από το Ντουμπάϊ και περίγραψε πως η φωτιά τους αιφνιδίασε καθώς κανείς δεν τους ειδοποίησε ότι κινδυνεύουν .
«Είμαστε αγκαλιά με το γιο μου και συζητούσαμε για την εξαφάνιση των ειδών. Του είχα υποσχεθεί ότι θα πάμε στο Πλανητάριο κατά τις 5 και ξύπνησα από τους καπνούς. Όπως ήμουν με το παιδί στην αγκαλιά κοιτούσα το κινητό για συμβάν κοντά στη περιοχή μας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έγιναν γεγονότα στην περιοχή. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήρθε κανένας. Κάποια στιγμή κατά τις έξι παρά κατέβηκα κάτω. Έριξα μια ματιά από τα παράθυρα και έβλεπα μια μαυρίλα. Δεν υπήρχε σειρήνα, πυροσβεστικό αστυνομία τίποτα. Εμεις δεν ξέραμε τίποτα, ήταν ο πεθερός μου και εκείνος ανήσυχος. Καναμε βόλτα γύρω από το σπίτι. Μόνο μαυρίλα. Καποια στιγμή στη βεράντα έβλεπα πράγματα να πετάνε. Κάηκε το χέρι μου που έπεσε ένα μεγάλο κομμάτι στάχτης. Το μόνο που άκουσα ήταν ο δήμαρχος Ραφήνας ότι η φωτιά πάει στο Διόνυσο και οι κάτοικοι να μη βγουν» κατέθεσε σημειώνοντας πως προσπάθησε να παίρνει τηλέφωνα. «Τα τηλέφωνα είτε δεν απαντούν είτε βουίζουν. Κατά τις έξι και πέντε ξύπνησε το παιδί και τότε κόπηκε το ρεύμα. Από ένστικτο ανέβηκα επάνω και πήρα ρούχα για το παιδί. Έριξα μια ματιά έξω και είδα το μαύρο σύννεφο είχε φτάσει σε εμάς. Είδα τεράστιες φλόγες δεξιά μου και φώναξα το παιδί μου. «Καιγόμαστε!» Κλάματα! Δεν μπορεί να γίνεται αυτό! Είναι ταινία! Είναι όνειρο! Είναι εφιάλτης. Ήταν ο δικός μου εφιάλτης. Φώναξα στο παιδί μου «Κωνσταντίνε φεύγουμε τώρα!». Κανένας δεν μας είπε να φύγουμε. Να μη ζήσει το παιδί μου αυτό που έζησε. Αρχιζει να ουρλιάζει «μαμά μου τι θα κάνουμε; Μαμά μου θα πεθάνουμε; Και εγώ να του λέω ντύσου θα φύγουμε. Δεν έχουμε επιλογή. Τις φλόγες τις βλέπαμε στα δέντρα γύρω μας. Έξι και τέταρτο. Το ρολόι που φορούσα είχε μέταλλο και μου έκαψε το δέρμα. Με πάγωσε περισσότερο η θέα από τις φλόγες που έρχονταν πάνω μου».
Κλαίγοντας σπαρακτικά είπε : «μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει τη φρίκη; Κανένας. Γιατί δεν ήταν εκεί. Εμεις είμαστε εκεί και το ζήσαμε. Ξαφνικά το παιδί φωνάζει μαμά! Και πέφτουμε και οι δύο κάτω και αρχίζει να ουρλιάζει! «Μαμά καίγομαι!!! Συνειδητοποίησα πως δεν είχε βάλει τη μπλούζα του. Καίγεται το δέρμα του και έχω βάλει τα νύχια μου μέσα στο σώμα του. Φωνάζω συνέχεια. Μην κοιτάς τίποτα μόνο τρέξε. Βρισκόμαστε ανάμεσα στο δρόμο...Όπως τρέχουμε λιώνουν τα πόδια του και εγώ δεν μπορώ να του πω τίποτα. Φωνάζει «μαμά βοήθα με, μαμά σώσε με». Εγώ δεν τον πήρα αγκαλιά γιατί αν το έκανα αυτό, θα είμαστε οι πρώτοι που θα εύρισκαν αγκαλιά. Ήμασταν μόνοι μας και καιγόμαστε. Η μόνη φωνή και τα ουρλιαχτά ήταν του παιδιού μου. Μια φωνή που την έχω μέσα μου ακόμα και τώρα φοβάμαι να τον πάρω αγκαλιά».
Η Κάλλι Αναγνώστου περιέγραψε με λεπτομέρειες την προσπάθεια της να φτάσει σε ασφαλές σημείο με το γιο της. «Κάποια στιγμή όπως τρέχαμε είδαμε προβολείς. Ήταν ο γιος ενός γείτονα και θεώρησε ότι ήταν πυροσβέστες, αλλά είδε και μια μικρή σκιά. Εγώ πέθαινα ήδη… Είχα πάρει μεγάλο φορτίο. Ενιωθα τις φλέβες μου να χτυπάνε ακανόνιστα λες και ήθελαν όλα να βγουν από το σώμα. Μας κατεβάζει κάτω και βλέπαμε μόνο καπνούς και πύρινες μπάλες. Μας αφήνει και μας είπε ότι πρέπει να φύγει. Με το που κλείνω την πόρτα του αυτοκινήτου λιποθύμησα για πρώτη φορά. Με παίρνει ο πεθερός μου να με ανεβάσει σε ένα τραπέζι και να πάει να βρει νερό. Δεν ήταν εύκολο.Ειχαν φύγει όλοι σαν τρελοί. Καιγόμαστε σαν τα ποντίκια και φύγαμε σαν τα ποντίκια. Βρηκε ένα μπουκάλι και μου έδωσε λίγες σταγόνες.Εκείνη την ώρα λιποθύμησα και άλλες φορές μετά. Με έσυρε. Με έβαλε πάνω στην πλάτη του. Η πεθερά μου πήρε τον μικρό και πήγαν σε έναν κολπίσκο. Ευτυχώς ήταν μια τουρίστρια και τύλιξε τα ποδαράκια του και αυτό τον βοήθησε.
Αν δεν ήταν εκείνη το παιδί μου θα το είχα χάσει. Στην καλύτερη περίπτωση θα είχε χάσει τα πόδια και τα χέρια του. Μου ζητά βοήθεια. Δεν μπορούσα να του μιλήσω, αλλά δεν ήθελα να καταλάβει ότι πέθαινα. Ο κόσμος ούρλιαζε για βοήθεια και να μην έρχεται η βοήθεια. Δεν υπήρχαμε έως τότε. Όμως δεν υπήρχαμε ούτε και μετά στην ουσία..Αμελητέες οι δικές μας οι απώλειες. Τα παιδιά να ουρλιάζουν».
«Δεν ήθελα να με δει το παιδί να πεθαίνω μπροστά του»
Η μάρτυρας εξήγησε τους λόγους που δεν έπεσε στη θάλασσα αν και καιγόταν ολόκληρη.
«Είδα τη θάλασσα και είπα να μπω να δροσιστώ αλλά δεν ήθελα να με δει το παιδί μου να πεθαίνω μπροστά του. Είχαμε ένα μπουκάλι νερό και μοιράζαμε τις σταγόνες. Ο σύζυγος μου που ήταν έξω προσπαθούσε να μας βρει. Μίλησε με τον πεθερό μου και του είπε καιγόμαστε. Με ρώτησε αν ήθελα να του μιλήσω.Τι να του πω; Ότι το παιδί ήταν καμένο και δεν τον προστάτευσα; Κάποια στιγμή ήρθαν πυροσβέστες. Έδωσα τον Κωνσταντίνο και εκείνος φώναζε «θέλω τη μαμά μου». Προσπαθησαν να πάρουν και εμένα αλλά είχα τόσο καεί, είχα ανοίξει και δεν μπορούσαν να με πιάσουν από πουθενά. Πάλευα να ανέβω. Τα πόδια μου ήταν γεμάτα υγρό. Το μόνο που έκανα κάθε φορά που ανάσαινα ήταν να νιώθω τις στάχτες μέσα μου. Ανέβηκα επάνω και δεν τους είδα πουθενά. Είχαν φύγει. Ρώτησα έναν κύριο που είναι το παιδί μου. Κανένας δεν κατέβηκε κάτω γιατί φοβόταν. Εμείς δεν φοβόμαστε δεν καιγόμαστε και δεν πνιγόμαστε».
«Δεν ερχόταν βοήθεια από πουθενά»
Η μάρτυρας μετέφερε το δικαστήριο την εικόνα ενός φλεγόμενου ανθρώπου. “Απέναντί μου είδα κάτι που νόμιζα ότι ήταν κορμός δέντρου. Δεν ήταν. Ήταν άνθρωπος που κάηκε. Αυτός ο άνθρωπος δεν φοβήθηκε. Κάθισα σε κάτι σκαλάκια και είπα να κάτσω εκεί να περάσω το τέλος. Δεν μπορούσα να φύγω. Σωριάστηκα και έχασα τις αισθήσεις μου. Κάποια στιγμή ξύπνησα. Ειδα μια κυρία καμένη .Με βλέπει και την ακούω να λέει για εμένα, «έχει πεθάνει ή ζει;». Με όλα αυτά πλέον δεν ζούσα. Μου μιλάνε και λένε δεν θα την βγάλει...Περίμενα ...Το τίποτα. Προσευχομουν να φτάσει το λάδι μου να αντέξει και να είμαι καλά».
Όπως εξήγησε δεν ερχόταν βοήθεια από κανένα, μέχρι που εμφανίστηκε ένα βαν ιδιώτη. «Μας βάζει μέσα για να μπορέσουμε να φύγουμε. Μπαίνουμε μέσα τρεις και ξεκινάμε να φύγουμε. Μας λέει συνεχώς κάντε υπομονή θα φτάσουμε. Θα μας πάνε τα παιδιά. Ηταν δύο αστυνομικοί της Δίας που ήρθαν μόνοι τους γιατί άκουσαν ότι κάτω καίγονται και ήρθαν. Το άκουσαν! Από που; Από τους ασύρματους που κάποιοι δεν άκουγαν. Μας πήγαν στο Σισμανόγλειο. Άλλος Γολγοθάς. Και αν δεν φτάναμε μόνοι μας θα είμαστε νεκροί. Με έβαλαν σε φορείο και με ένα ψαλίδι έκοβαν τα ρούχα μου. Μου έβαλαν έναν όρο. Είμαι σε ένα φορείο στο διάδρομο και απέναντι μου έχω μια πόρτα ανοιχτή και εκεί έβαζαν σάκους που τους στιβαζονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Εγω το ήξερα. Δεν ξέρω πως άλλοι δεν το γνώριζαν».
«Ήθελα να χαιρετήσω το παιδί μου»
«Μένω εκεί μέχρι αργά με μια κουβέρτα, γυμνή και περιμένω να δω τι θα με κάνουν. Έχω τηλέφωνο στα χέρια μου και περιμένω να δω τι έχει γίνει με το παιδί μου. Δεν ξέρω αν έχει φτάσει, πως είναι, αν έχει ζήσει, αν ξέρει για μένα και τι ξέρει. Τον έχουν πάει στο Αγία Σοφια στα επείγοντα να τον καθαρίσουν, να τον περιποιηθούν της πληγές. Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Φοβάται και είναι μόνος του. Ένα μωρό 5,5 ετών. Μέχρι τότε ήξερε μόνο εμάς. Δεν ήξερε κανέναν. Έπρεπε να αφήσει άλλους ξένους να τον περιποιηθούν να τον ψαχουλέψουν, να του βάλουν σωληνάκια, να τον γδάρουν, όπως έγδαραν κι εμένα μετά. Ζητάει τη μαμά του και το μπαμπά του και δεν είμαστε εκεί. Κανένας δεν περίμενε ότι εγώ θα ζήσω. Για το παιδί μου το έκανα. Με είχαν σε ένα δωμάτιο με ανθρώπους που είχαν λοιμώξεις, εγώ να είμαι ανοιχτή. Με μια κουβέρτα. Σα να μην έφτανε ότι εισέπνευσα από τα τοξικά» είπε κλαίγοντας η μάρτυρας.
Η Κάλλι Αναγνωστου περιέγραψε λεπτομερώς όσα ακολούθησαν στα νοσοκομεία και τον Γολγοθά που πέρασε για να καταφέρει να ζήσει. «Η περιποίηση τους ήταν να μου σκάσουν τις φουσκάλες με βελόνα. Ότι υπήρχε κόλλησε πάνω μου. Με πήραν στο Γεννήματα. Μπαίνουν γιατροί, νοσοκόμοι μου λένε σφιξε με, βρίσε με αλλά άσε να κάνουν τη δουλειά τους. Τότε κατάλαβα. Αρχίζουν να με τραβάνε. Μου τραβούσαν το δέρμα. Να ουρλιάζω, να μη μπορώ να το αντέξω. Να ξέρω ότι αυτό το έχει περάσει το παιδί μου. Ο αδελφός μου απ έξω δεν άντεξε. Έφτασε στο προαύλιο. Μέχρι εκεί ακούστηκαν τα ουρλιαχτά. Δεν μου είχαν δώσει ένα παυσίπονο στο Σισμανόγλειο. Δεν πίστευαν ότι θα ζήσω. Νόμιζαν ότι θα μείνω εκεί από καρδιά, από τις απλές αυτές σωματικές βλάβες. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο μόνη μου με ένα σάκο σαν αυτούς που βάζουν στα νεκροτομεία. Είχα άγχος για το παιδί. Δεν ήξερα τι γίνεται. Ντρεπόμουν που δεν έκανα ότι καλύτερο μπορούσα».
Η μάρτυρας ανέφερε βήμα βήμα τη διαδικασία που ακολούθησαν οι γιατροί, την οποία οι ίδιοι χαρακτήρισαν «βιασμό». «Στις 25 Ιουλίου έρχονται να μου κάνουν αλλαγή. Μου έγδαραν ότι μπορούσαν, τα καθάρισαν. Είχαν πάρει δυο μεγάλες σακκούλες σκουπιδιών και πετούσαν γάζες, επιδέσμους, τις σάρκες μου. Τα έβλεπα και σκεφτόμουν τι έχει περάσει το παιδί μου.
Ακούω στην τηλεόραση «όλα τα κάναμε καλά και θα τα ξανακαναμε με τον ίδιο τρόπο». Οι νεκροί κι εμείς είμαστε η απόδειξη ότι όλα έγιναν καλά! Με τον ίδιο τρόπο θα τα ξαναέκαναν! Τους λέω στείλτε με μέσα στη Βουλή να δουν ποσο καλά τα κάνανε! Ήμουν καμμένη σε όλο το σώμα. Το πρόσωπο παραμορφωμένο. Το μάτι έχει κλείσει δεν ξέρω αν θα έχω όραση. Να νιώθω τα πάντα να τεντώνουν, να μαζεύουν, να πετάνε οι φλέβες. Να τσούζω, να πονάω. Με είχαν γεμίσει με σωληνάκια. Δεν υπήρχε φλέβα να μην έχει χρησιμοποιηθεί. Και να καίνε όλα. Όλα αυτό που είχα εισπνεύσει είχε συγκεντρωθεί στα πνευμονία μαζί με τη λοίμωξη. Άρχισα να κάνω αιμοπτυση, να βγάζω πήγματα μαύρα».
«Ήθελα να χαιρετίσω το παιδί μου. Με διασωλήνωσαν, εγώ ήθελα να ακούσω το παιδί μου. Δεν μπορεί τα τελευταία μου λόγια να είναι «τρέξε, φύγε». Οσο είμαι εκεί το παιδί μου σου Αγία Σοφια. Είναι καμμένη όλη η πλάτη του, τα χεράκια του, τα ποδαράκια του. Έχει γίνει αγρίμι. Το μωρό. Ένα παιδί κοινωνικό και γλυκό. Ρωτούσε γιατί δεν έρχεται η μαμά μου; Γιατί δε μου μιλάει; Του είπαν ότι η μαμά κοιμάται. Πέρασαν έτσι 3 εβδομάδες» ανέφερε και στη συνέχεια είπε πως εξοργίστηκε όταν ξύπνησε και άκουσε στην τηλεόραση πως για όσα έγιναν στο Ματι, έφταιγαν οι κάτοικοι.
«Το πρώτο πράγμα που άκουσα όταν συνήλθα ήταν να ακούω ποιοι «έφυγαν» και για εμάς που μείναμε. Η μόνη σειρήνα που άκουσα εγώ ήταν από το Θριάσειο στο Γεννήματα. Αν είχα ακούσει κάτι ίσως να μην ειχε γίνει τίποτα απ όλα αυτά» είπε και συμπλήρωσα: «Όσο ήμουν στο νοσοκομείο έπρεπε να κάνω αλλαγές. Με έβαλαν να κάνω χειρουργείο με χειροκίνητο θερμοτομο, αυτομοσχευματα όλα. Για να με κλείσουν μετά μου τα χτυπούσαν με συραπτικά. Μετά για να μου τα βγάλουν χρησιμοποιούσαν τανάλιες. Πέρασα ένα μήνα σε ακινησία και να μαθαίνω ότι από θύματα είχαμε γίνει θύτες».
«Ζούμε ζωές φυλακισμένες»
Η μάρτυρας περιέγραψε ότι όταν το παιδί της βγήκε από το νοσοκομείο, ήθελε να τη δει. «Εγώ δεν ήθελα. Ήμουν γεμάτη πληγές και σωληνάκια. Έκανα δεύτερο χειρουργείο. Ηλπιζα να φύγω και να παω να τον δω από κοντά. Οι σωματικές βλάβες που αναφέρουν θα μας κυνηγούν μια ζωή. Θα πρέπει να προσέχουμε, να κάνουμε χειρουργεία, δε θα έχουμε φυσιολογική ζωή».
Αναφερόμενη στο παιδί της είπε: «Ένα παιδί 5,5 ετών που έχει μια ζωή που μόνο παιδική δεν είναι. Δεν μπορεί να αθληθεί, να παίξει. Να ξυπναει τα βραδιά, να ουρλιάζει. Να το ζει ξανά και ξανά. Όπως κι εμείς. Ο,τι ζήσαμε εκεί και στα νοσοκομεία. Το παιδί μου δε θα έχει ζωή όπως τα αλλά παιδιά. Ξυπναει και λέει «χεράκια μου, ποδαράκια μου δεν θα είστε ξανά τα ίδια». Θέλει να μάθει λεπτομέρειες. Που είναι τα αλλά παιδάκια που χάθηκαν».
«Συγγνώμη μου είπε η φυσιοθεραπεύτρια, ο γιατρός» ανέφερε χαρακτηριστικά και συνέχισε «Να σε γδέρνουν και να βγάζουν φωτογραφίες. 10%, 15%, 35% που θα φτάσει! Τους λέω αφήστε με. Δεν αντέχω άλλο. Βιασμός σώματος και ψυχής ξανά και ξανά. Δεν έφτασε η κόλαση της φωτιάς, έπρεπε να ζήσουμε κι αυτή την κόλαση. Ζούμε ζωές φυλακισμένες, ζούμε σε σώματα φυλακισμένα.
Μας είχαν κλείσει τους δρόμους και δεν αμπορούσαμε να φύγουμε. Περίμεναν απ’ έξω. Κανένας από εμάς δεν κοιμάται καλά το βράδυ. Τέσσερα χρόνια ουρλιάζουν όλα μέσα σου. Σωματική βλάβη. Και να ουρλιάζει το παιδί μου κάθε βράδυ και να το ζει ξανά και ξανά. Να κοιμάται με το μπαμπά του για να μη ξύνεται. Επι 2,5 χρόνια ξυπνούσε ματωμένος. Κάθε πρωί να αλλάζουμε σεντόνια και ένα είναι ματωμένο μέχρι το κρεβάτι. Ακόμα. Και τώρα γίνεται αυτό. Μπορεί να έχει φύγει το έντονο πρήξιμο αλλά είναι εκεί. Όσο μεγαλώνει, όσο ψηλώνει το δεσμά τεντώνει και σκίζεται. Αρνούμαι να κάνω χειρουργεία γιατί δε θέλω να με δει. Είναι με αυτονοσχεύματα. Δε θέλω να με δει. Δε θα τα κάνω. Παίρνουμε αποφάσεις μόνοι μας. Μόνοι μες φροντίζουμε για όλα αυτά. Μόνοι μας κάναμε λίστες ο ένας για τον άλλο».