Πώς θα γίνει η αποκατάσταση
Η πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στις 21 Ιουλίου στο Εθνικό Πάρκο Δαδιάς άφησε το αποτύπωμά της στο διεθνώς μοναδικής αξίας οικοσύστημα.
Το δάσος για άλλη μία φορά στη μακραίωνη ιστορία του, έδειξε ν’ αντιστέκεται στο μαύρο που άφησε πίσω της η φωτιά, όχι άθικτο, λαβωμένο και με τα πρώτα επιστημονικά στοιχεία καταγραφής τής περιβαλλοντικής ζημιάς να αφήνουν, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του ΥΠΕΝ, «ένα μήνυμα αισιοδοξίας για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και των σπάνιων αρπακτικών και πτωματοφάγων ειδών στην περιοχή». Εκτίμηση που συγκλίνει σε σημαντικό βαθμό με εκείνη των εχόντων ρόλο στη διαχείριση του οικοσυστήματος, εκείνων που προσέτρεξαν στην κατάσβεση της πυρκαγιάς και που θα μεριμνήσουν και θα εργαστούν για την αποκατάστασή του.
Είθισται η έλευση οιασδήποτε φυσικής καταστροφής να καταδεικνύει και ν’ αναδεικνύει τυχόν τρωτότητα αλλά και την αποτελεσματικότητα του σχεδιασμού πρόληψης και προστασίας των πληττόμενων από αυτή. Στην πυρκαγιά της Δαδιάς επί μέρες ο πυκνός καπνός κάλυπτε τα πάντα αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την αγωνία για το μέγεθος της καταστροφής του πολύτιμου οικοσυστήματος.
Σήμερα, σχεδόν μία εβδομάδα μετά την κατάσβεση και της τελευταίας εστίας, με την ορατότητα να έχει πλήρως αποκατασταθεί, ο εκτελών καθήκοντα προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δασών Έβρου, Πέτρος Ανθόπουλος μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την επόμενη ημέρα του δάσους της Δαδιάς. Παραθέτουν μεταξύ άλλων στοιχεία για τη μέχρι σήμερα διαχείριση του Εθνικού Πάρκου, επιχειρώντας μία πρώτη προσέγγιση των συνεπειών της πυρκαγιάς, εξηγώντας τι έπεται στο πλαίσιο της αποκατάστασης καθώς και τους λόγους για τους οποίους η ακριβής εκτίμηση της ζημιάς είναι εφικτή τουλάχιστον ένα χρόνο μετά, σκιαγραφούν ένα Εθνικό Πάρκο το οποίο δεν είναι κατ’ επίφαση προστατευόμενη περιοχή.
Δυνατότητες παρέμβασης στο Εθνικό Πάρκο
«Η σύνταξη του Ειδικού Διαχειριστικού Σχεδίου (ΕΔΣ) για το δάσος της Δαδιάς άρχισε το 2013 και ολοκληρώθηκε από τη Διεύθυνση Δασών Ν. Έβρου το 2016. Οι Δασικές Υπηρεσίες υλοποιούν σε ετήσια βάση τα προβλεπόμενα σε αυτό, στο πλαίσιο της πρόληψης και προστασίας, όπως καθαρισμό του δάσους, υλοτομίες, συντηρήσεις αντιπυρικών ζωνών, δρόμων και δεξαμενών νερού», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ανθόπουλος.
Διευκρινίζει πως σε ό,τι αφορά στο δάσος της Δαδιάς τίθενται νομοθετικοί περιορισμοί ως προς τις δράσεις που δύναται να υλοποιηθούν σε αυτό συγκριτικά με τα άλλα δάση. Αυτό, εκτιμά, ότι είναι ένας εκ των πιθανών λόγων που σε συνδυασμό με την κατά περιόδους εκφρασθείσα ανησυχία για ενδεχόμενη διαταραχή του οικοσυστήματος, συνέτειναν στη μη πραγματοποίηση των ενδεδειγμένων για τη χρηστή διαχείριση του δάσους ενεργειών (υλοτομία, νέες διανοίξεις αντιπυρικών κ.ά.) στα χρόνια πριν την εκπόνηση του ΕΔΣ. «Το δάσος της Δαδιάς έχει ιδιαίτερους περιβαλλοντικούς περιορισμούς σε ό,τι αφορά την απόληψη της καμένης ξυλείας.
Οι υλοτομίες γίνονται σε συγκεκριμένη εποχή καθώς γενικότερα οι εργασίες απαγορεύονται κατά την περίοδο της αναπαραγωγής των αρπακτικών, ως εκ τούτου και οι εργασίες αποκατάστασης μετά την πυρκαγιά θα γίνουν σε σχέση με την ορνιθοπανίδα της περιοχής» διευκρινίζει, συμπληρώνοντας ότι στο πέρασμα των χρόνων κάμφθηκε σε σημαντικό βαθμό η επιφυλακτικότητα ως προς την αναγκαιότητα συγκεκριμένων έργων προστασίας. «Μας πήρε χρόνια όλους να καταλάβουμε ότι η προστασία συνδέεται άμεσα με τη διαχείριση και την επιβίωση των αρπακτικών.
Το σταδιακό κλείσιμο των διάκενων (σ.σ. περιοχές χαμηλής βλάστησης, σημαντικές για την αναζήτηση τροφής των αρπακτικών) και η μείωση της κτηνοτροφίας συνέβαλαν στο να γίνει αντιληπτό ότι πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις και να ενισχυθεί η κτηνοτροφία, η αποδυνάμωση της οποίας οδήγησε πρόσφατα στη σκέψη να φέρουμε ελάφια από τη Βουλγαρία σε μία προσπάθεια εκ νέου αραίωσης του δάσους».
Ο κ. Ανθόπουλος υπογραμμίζει ότι «τα προηγούμενα χρόνια το Δασαρχείο Σουφλίου έπαιρνε ετησίως για έργα αντιπυρικής προστασίας 20.000-30.000 ευρώ. Φέτος δόθηκαν 300.000-400.000 ευρώ με το πρόγραμμα προληπτικών καθαρισμών Antinero, οπότε στην περιοχή που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά είχαν γίνει οι συντηρήσεις δρόμων και αντιπυρικών που απεδείχθη ότι εξυπηρέτησαν στην κατάσβεση της πρόσφατης πυρκαγιάς».
Η αποκατάσταση
Σε ό,τι αφορά στο έργο της αποκατάστασης εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως αρχίζει με την κήρυξη αναδασωτέας της πληγείσας περιοχής σε διάστημα ενός μήνα από την επίσημη κατάσβεση της πυρκαγιάς. «Ήδη προχωράμε με τα δορυφορικά δεδομένα από το σύστημα του Copernicus. Ακολουθεί ο έλεγχος αναγκαιότητας τεχνικών έργων. Η Δασική Υπηρεσία θα κάνει αντιδιαβρωτικά έργα, κορμοδέματα και κορμοφράγματα από τα καμένα ξύλα, τα οποία θα συγκρατήσουν το χώμα αποτρέποντας το ξέπλυμα των κώνων και των σπόρων που θ’ ανοίξουν σε δύο-τρεις μήνες δίνοντας νέα δέντρα τα οποία όμως δεν είναι η επιλογή των αρπακτικών για τη δημιουργία φωλιάς, καθώς επιλέγουν τα υπέργηρα-ώριμα. Το γεγονός αυτό (φωλιές σε ώριμα δέντρα) διαφοροποιεί επίσης τη διαχείριση του συγκεκριμένου δάσους από τα άλλα στα οποία τα μεγαλύτερης ηλικίας δέντρα είναι εκείνα που υλοτομούνται».
Η αποτίμηση δεν γίνεται δια γυμνού οφθαλμού
Δηλώνει ότι «η αποτίμηση του μεγέθους της περιβαλλοντικής ζημιάς δεν γίνεται δια γυμνού οφθαλμού και δεν μπορεί να είναι άμεσα ακριβής. Ο χαρακτηρισμός δέντρων ως νεκρά και προς υλοτόμηση είναι ασφαλής αφού παρέλθει ένα διάστημα μηνών, ενώ σε ό,τι αφορά στις συνέπειες για τα αρπακτικά, ασφαλή στοιχεία θα προκύψουν μόνο μέσω της παρακολούθησης του δείκτη επικρατειών που θα πραγματοποιήσει η Μονάδα Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου.
«Αναμένουμε να δούμε στο δάσος έντονη αναγέννηση σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτή είναι η φυσική εξέλιξη μετά από μία πυρκαγιά και σε διάστημα ενός έτους θα υπάρχει καταπράσινη βλάστηση. Είναι σημαντικό ότι σώθηκαν οι φωλιές του Μαυρόγυπα, επίσης έχουν μείνει μεγάλες άκαυτες εκτάσεις στις οποίες μπορούν να φωλιάσουν, ενώ στα διάκενα που δημιούργησε η φωτιά θα βρίσκουν τροφή. Η παρουσία Μαύρης Πεύκης συνιστά φυτογεωγραφικό παράδοξο καθώς συναντάται σε υψηλότερα υψόμετρα. Οι ιδιαίτερες συνθήκες της περιοχής που ευνοούν την εδώ ανάπτυξή της, οι οποίες δεν έχουν αλλάξει, επιτρέπει να αισιοδοξούμε ότι θα παραμείνει ως μέρος της βιοποικιλότητας του δάσους» σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ανθόπουλος και επισημαίνει:
«Δεν στερούμαστε περιβαλλοντικής ευαισθησίας όσοι αξιολογούμε τις συνέπειες ενός καταστροφικού φαινομένου βάσει επιστημονικής γνώσης και μεθοδολογίας. Στο Μεσογειακό Οικοσύστημα, όπως της Δαδιάς, κάθε 50-60 χρόνια υπάρχει μια απειλή για φωτιά, έτσι αναγεννάται. Το θέμα είναι τι μέτρα μπορούμε να πάρουμε για να μειώσουμε τις συνέπειες μιας επικείμενης φωτιάς. Πρέπει να γίνει ένα αντιπυρικό σχέδιο γιατί αυτό το φαινόμενο σε άλλα δάση επαναλαμβάνεται στα δέκα χρόνια και αν περάσει η φωτιά από πρώην καμένη έκταση η κατάσταση γίνεται πολύ πιο δύσκολη. Επίσης η Δασική Υπηρεσία χρειάζεται περαιτέρω ενίσχυση, πρωτίστως σε ανθρώπινο δυναμικό αλλά και γενικότερα και ίσως χρήζουν εκ νέου αποσαφήνισης ο ρόλος και οι αρμοδιότητές της. Ειδικότερα σε δασαρχεία όπως αυτά του Έβρου θα έπρεπε να εξετασθεί η δυνατότητα λειτουργίας στελεχωμένου γραφείου προστατευόμενης περιοχής».