Συγγνώμη για το κακό που προξένησε «στη σύζυγο , στα παιδιά και την οικογένεια» του ζήτησε ο 55χρονος απολογούμενος της 46χρονης εν διαστάσει συζύγου του, στο Κουκάκι, λίγο πριν πάρει το δρόμο για τη φυλακή.
«Είμαι συντετριμμένος, καταρρακωμένος ψυχολογικά και συναισθηματικά που αφαίρεσα τη ζωή της μοναδικής γυναίκας που αγάπησα και μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω» είπε στην αρμόδια ανακρίτρια λίγο πριν ξεκινήσει να μιλά για μια «σφυκτική» σχέση με την άτυχη γυναίκα με την οποία ήταν παντρεμένοι 28 χρόνια και είχαν αποκτήσει δυο παιδιά.
Ο κατηγορούμενος, ο οποίος μαχαίρωσε μέχρι θανάτου, φαίνεται πως δεν μπορούσε να αποδεχτεί το γεγονός ότι εκείνη ήθελε να χωρίσουν και να προχωρήσει τη ζωή της και επί σειρά ετών, με εμμονικό τρόπο, της ζητούσε να τα ξαναβρούν.
«Δεν είχα δόλο να σκοτώσω τη σύζυγό μου, δεν το είχα σχεδιάσει και δεν το είχα προαποφασίσει. Τέλεσα την πράξη υπό το κράτος έντονης ψυχικής υπερδιέγερσής και δε σκεφτόμουν λογικά αλλά ήμουν τρελαμένος» ισχυρίστηκε λέγοντας πως το μοιραίο βράδυ «θόλωσε» όταν η 46χρονη τον χτύπησε αντιδρώντας στην επιμονή του να ζήσουν και πάλι μαζί. «Θόλωσε το μυαλό μου. Δε σκέφτομαι λογικά, άρχισα να τρελαίνομαι» είπε επιχειρώντας να δικαιολογήσει τους λόγους που όπλισαν το χέρι του με αποτέλεσμα το τέλος της σχέσης τους να γραφτεί με αίμα .
«Πάντα την συγχωρούσα γιατί πραγματικά την αγαπούσα»
Στο απολογητικό του υπόμνημα ο κατηγορούμενος φέρεται να επιχείρησε να επιρρίψει ευθύνες στην 46χρονη την οποία χαρακτήρισε άπιστη ενώ αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι υπήρξε στο παρελθόν βίαιος με την οικογένεια του. «Μόνο μια φορά, λειτουργώντας κάτω από έντονη συναισθηματική φόρτιση, της έδωσα ένα χαστούκι γιατί την είχα δει τυχαία να φιλιέται με μία προηγούμενη σχέση της ενώ ετοιμαζόμασταν να παντρευτούμε και κυοφορούσε το παιδί μας» ανέφερε και συμπλήρωσε «Όσο περνούσαν τα χρόνια με τη σύζυγό μου είχαμε συχνά λεκτικές και μόνο διενέξεις γιατί κατά καιρούς σύνηπτε εξωσυζυγικές σχέσεις».
Ο κατηγορούμενος περιέγραψε μια επεισοδιακή σχέση λέγοντας , μάλιστα, ότι το 2011 ήταν η πρώτη φορά που μετακόμισε όταν εκείνη του ζήτησε να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους. «Πάντα την συγχωρούσα γιατί πραγματικά την αγαπούσα και το μόνο που έκανα ήταν να εργάζομαι σκληρά προκειμένου να προσφέρω όσο περισσότερα μπορούσα στην οικογένειά μου και να μη λείψει τίποτα τόσο σε αυτήν όσο και στα παιδιά μας» φέρεται να ισχυρίστηκε σημειώνοντας, ωστόσο, πως «τα χρόνια που μεσολάβησαν είχαμε κάποιους καυγάδες και τσακωμούς όπως όλα τα ζευγάρια πότε όμως δεν βιαιοπράγησα σε βάρος της».
Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο έφυγε και πάλι από το σπίτι το 2019 μετά από έντονο καβγά, που είχε αφορμή σειρά μηνυμάτων στο κινητό της τα οποία αφορούσαν τον προγραμματισμό ενός ταξιδιού με άγνωστο στον ίδιο άνδρα.
«Την παρακάλεσα να μην το κάνει αυτό στο γάμο μας, ότι την αγαπούσα και δεν ήθελα να ταξιδέψει. Αυτή, ωστόσο, παρά τις εκκλήσεις μου πραγματοποίησε το ταξίδι και όταν επέστρεψε διαπληκτιστήκαμε λεκτικά και έφυγα από την οικία μας» αναφέρει τονίζοντας πως εξακολουθούσε να έχει καθημερινή επαφή με τα παιδιά του και πάντα φρόντιζε να καλύπτει τα έξοδα της οικογένειας.
«Πολλές φορές προσπάθησα να τα ξαναβρώ με τη σύζυγό μου και την ικέτευα να επιστρέψει στην οικία μας για να ζήσουμε και πάλι όλοι μαζί για το καλό των τέκνων μας. Αυτή όμως δεν ήθελε να τα ξαναβρούμε και όταν την ρωτούσα γιατί μου απαντούσε να μη με ενδιαφέρει τι κάνει στη ζωή της και ότι δεν ήθελε να επιστρέψει στην οικία μας» περιέγραψε σημειώνοντας πως τον περασμένο Μάιο του ζήτησε διαζύγιο «για να φτιάξει τη ζωή της». Ήταν η στιγμή που όπως ισχυρίζεται αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι. «Αμέσως έπλασα στο μυαλό μου την εικόνα πως μέσα στο σπίτι μου, που με τόσο κόπο και μόχθο μιας ζωής έχτισα, διαμένουν τα τέκνα μου και η σύζυγος μου με ένα νέο σύζυγό και εγώ να είμαι απομονωμένος».
Όπως περιγράφει επιχείρησε για ακόμη μια φορά να αλλάξει γνώμη στην 46χρονη για να μείνουν πάλι «όλοι μαζί σαν οικογένεια αγαπημένοι κάτω από την ίδια στέγη».
Ο κατηγορούμενος καταγράφει την συμπεριφορά της άτυχης γυναίκας αλλά και των παιδιών τους ως επιθετική. «Τα τέκνα μου καταφανώς επηρεασμένα από τη σύζυγό μου δε με ήθελαν κοντά τους πολλώ δε μάλλον αφού και αυτά ήθελα να κάνουν τη ζωή τους χωρίς τον πατρικό έλεγχο» λέει στο υπόμνημα του .
«Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν»
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε όταν ο κατηγορούμενος πριν από μια εβδομάδα και ενώ τα παιδιά τους έλειπαν από το σπίτι άρχισε και πάλι να ζητά στην 46χρονη να τα ξαναβρούν.
«Άρχισα να την παρακαλώ και κυριολεκτικά να την ικετεύω να τα ξαναβρούμε αφού την αγαπούσα και δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν, αυτή όμως ήταν ανένδοτη και φώναζε να την αφήσω ήσυχη και να φύγω αμέσως από το σπίτι» περιγράφει ενώ ισχυρίστηκε πως δεν την απείλησε και σε καμία περίπτωση δεν την χτύπησε.
Σύμφωνα με τον 55χρονο οι βαλίτσες που είχε ετοιμάσει η 46χρονη στάθηκαν η αφορμή για ακόμη ένα καβγά. «Την ρώτησα που θα πήγαινε. Εκείνη μου αποκρίθηκε ειρωνικά ότι δε μου πέφτει λόγος για το τι θα κάνει, ότι θα πήγαινε όπου ήθελε και πως δε χρειαζόταν την άδεια μου. Εγώ της απάντησα με ιδιαίτερη στεναχώρια για τον τρόπο που μου φερόταν πως αυτό δεν είναι σωστό και πως είμαστε παντρεμένοι και δεν μπορεί να φεύγει χωρίς να μου λέει που πάει και με ποιον» αναφέρει και στη συνέχεια δίνει την δική του εκδοχή για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το μοιραίο βράδυ λέγοντας:
«Γύρισα από την εργασία μου στην οικία μας στις 22:30 περίπου, έκανα ένα μπάνιο και ξάπλωσα ενώ η σύζυγος μου καθόταν στην κουζίνα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ένιωθα συναισθηματικά και ψυχολογικά ράκος από τις μεταξύ μας συγκρούσεις και διενέξεις και από τα όσα συνέβαιναν στην σχέση μας και πως παρά το γεγονός πως την ικέτευα να τα ξαναβρούμε για ακόμη μια φορά η γυναίκα που λάτρευα με απαξίωνε και ετοιμαζόταν να με "εγκαταλείψει" για να πάει ταξίδι. Έτσι λοιπόν σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα που καθόταν η σύζυγός μου και την ρώτησα γιατί φεύγει και που θα πάει και πως γίνεται να μη με σκέφτεται καθόλου που θέλω να τα ξαναβρούμε. Αυτή άρχισε να μου φωνάζει ότι είμαι ηλίθιος που δεν έχω καταλάβει ότι όλα έχουν τελειώσει μεταξύ μας και να εξαφανιστώ από τη ζωή της. Τότε της αποκρίθηκα πως αφού αισθάνεται έτσι γιατί δε φεύγει από το σπίτι και αυτή μου απάντησε ειρωνικά πως όταν θα έρθει η ώρα θα φύγει και δεν θα της πω εγώ τι θα κάνει και να σηκωθώ εγώ να φύγω από το σπίτι».
«Χωρίς να σκεφτώ λογικά άρπαξα το μαχαίρι που είδα στο μπάγκο»
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως όταν πλησίασε την 46χρονη εκείνη τον αιφνιδίασε καθώς του «έριξε μια δυνατή κλωτσιά κοντά στα γεννητικά όργανα και έφυγε προς το σαλόνι και κάθισε στον καναπέ».
«Χωρίς να σκεφτώ λογικά άρπαξα το μαχαίρι που είδα στο μπάγκο της κουζίνας και πήγα προς το σαλόνι όχι όμως για να την απειλήσω αλλά έχοντας το, στραμμένο προς το στήθος μου, και της είπα απόψε θα τα τελειώσουμε όλα, εννοώντας τις μεταξύ μας διενέξεις και την σχέση μας, το σπίτι και την κοινή διαμονή. Αυτή μόλις είδε το μαχαίρι στραμμένο στο στήθος μου, μου είπε «σταμάτα τι πας να κάνεις εκεί» και τότε σκέφτηκα ότι μπορεί και να το μετάνιωσε, ακούμπησα στο τραπεζάκι το μαχαίρι και έκατσα δίπλα της και την ρώτησα που θα πάει ταξίδι και με ποιον, όταν ξέρει πόσο την αγαπάω και ότι θέλω να τα ξαναβρούμε» περιγράφει και συνεχίζει: «Τότε η σύζυγός μου άρχισε να γελάει χαιρέκακα και εν συνέχεια να μου φωνάζει πως είμαι γελοίος, ότι με σιχαίνεται και της προκαλώ αηδία, πως δεν είμαι άντρας και ότι στη ζωή της ήθελε έναν άντρα και όχι κάποιον να τρέχει από πίσω της σαν το σκυλάκι. Δεν πίστευα αυτά που άκουγα και πήγα να της ακουμπήσω το πόδι για να ηρεμήσει μήπως και σταματήσει να με προσβάλει. Εκείνη όμως μου έριξε μια δυνατή κλωτσιά στο πόδι μου και τότε θόλωσε το μυαλό μου. Δε σκέφτομαι λογικά, άρχισα να τρελαίνομαι, της έριξε μια μπουνιά στο μπράτσο και αυτή άρχισε να φωνάζει βοήθεια».
Ο κατηγορούμενος επέμεινε πως αντέδρασε στις προσβλητικές εκφράσεις της εν διαστάσει συζύγου του.
«Τότε άρπαξα το μαχαίρι από το τραπεζάκι και την χτύπησα μια φορά, νομίζω στην αριστερή μεριά του σώματος στα πλευρά της αλλά δε θυμάμαι ακριβώς. Έπεσε κάτω και είδα αίμα να τρέχει από την πληγή, πανικοβλημένος τράβηξα το σεντόνι που ήταν στον καναπέ και προσπάθησα να σταματήσω με αυτό την αιμορραγία. Ξαφνικά σταμάτησε να κουνιέται και κατάλαβα ότι είχε πεθάνει. Σηκώθηκα, με το σεντόνι να έχει καλύψει το πρόσωπο της, προφανώς κατά την προσπάθεια μου να σταματήσω την αιμορραγία και όχι δεμένο γύρω από το λαιμό της» περιγράφει ισχυριζόμενος πως ήταν σε κατάσταση σοκ όταν «αντιλαμβανόμενος το κακό που είχα προξενήσει και λειτουργώντας μηχανικά έβγαλα τα ρούχα που φορούσα, σκουπίστηκα με μία πετσέτα και έφυγα από την οικία παίρνοντας το κινητό μου και τα κλειδιά του αυτοκινήτου».
«Δεν ήθελα πλέον να ζω μετά από αυτό που έκανα»
Ο 55χρονος, ο οποίος έχει υποβάλλει αίτημα για διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, αφηγείται πώς αρχικά επικοινώνησε με τον γαμπρό της 46χρονης και αφού τον ενημέρωσε ότι την σκότωσε του είπε πως πρόθεση του είναι να αυτοκτονήσει και του ζήτησε να προσέχει τα παιδιά του. «Στη συνέχεια κάλεσα τον υιό μου και του είπα ότι έφυγα από το σπίτι, έγινε μακελειό και να καλέσει την αστυνομία».
Ο κατηγορούμενος αναφέρει πως οδήγησε προς την παραλιακή «ψάχνοντας κάποιο άνοιγμα στο δρόμο προκειμένου να πέσω με το αυτοκίνητο μου και να σκοτωθώ».
«Κάποια στιγμή ζαλίστηκα και έχασα τον έλεγχο του αυτοκινήτου μου με αποτέλεσμα αυτό να πέσει σε ένα χαντάκι και να τραυματιστώ. Σαστισμένος και έχοντας συνείδηση του γεγονότος πως είχα αφαιρέσει τη ζωή της γυναίκας μου που αγαπούσα και δεν είχε κανένα νόημα η δική μου ζωή, πήρα ένα μαχαίρι που είχα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου μου και προσπάθησα να κόψω τις φλέβες μου ενώ κατάφερα και χτυπήματα στην κοιλιακή μου χώρα αλλά πάλι δεν κατάφερα να αυτοκτονήσω. Δεν ήθελα πλέον να ζω μετά από αυτό που έκανα. Σε απόλυτη σύγχυση βγήκα στο δρόμο και προσπάθησα να σταματήσω κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο αλλά κανένας δε σταματούσε. Τελικά πρωινές ώρες σταμάτησε ένα αυτοκίνητο και αφού είπα στον οδηγό ότι σκότωσαν τη γυναίκα μου, αυτός κάλεσε την αστυνομία και το ΕΚΑΒ» περιγράφει.