Στο Εφετείο θα βρεθεί αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο βαρύτερης ποινής καθώς θα δικαστεί και πάλι για το αδίκημα του βιασμού
Στο εδώλιο του Εφετείου κατηγορούμενος και πάλι για τον βιασμό της ανήλικης αθλήτριας του θα καθίσει ο προπονητής ιστιοπλοΐας μετά την έφεση που άσκησε η αρμόδια εισαγγελέας κατά της απόφασης που, με οριακή πλειοψηφία, τον αθώωσε για το συγκεκριμένο αδίκημα.
Η εισαγγελέας Εφετών Ιωάννα Τσάλη, περίπου μια εβδομάδα μετά την απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου που επέβαλε κάθειρξη 13 ετών στον 39χρονο μόνο για το αδίκημα της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια, προχώρησε στην άσκηση της έφεσης. Έτσι, στο Εφετείο, ο προπονητής θα βρεθεί και πάλι κατηγορούμενος για το βιασμό της αθλήτριας στην τρυφερή ηλικία των 12 ετών, όπως είχε αρχικά εισαχθεί η υπόθεση, με αποτέλεσμα να βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να του επιβληθεί βαρύτερη ποινή από αυτή στην οποία καταδικάστηκε πρωτόδικα, χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Η εισαγγελική λειτουργός στην έφεση της φέρεται να επικαλείται απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία, για τη στοιχειοθέτηση του βιασμού δεν απαιτείται απαραίτητα η ενεργή αντίσταση του θύματος. Σύμφωνα με την επίμαχη απόφαση είναι αρκετό η πράξη να έγινε, παρά την αντίθετη βούληση του, με την άσκηση σωματικής βίας που εξουδετέρωσε την αντίσταση του. Ακόμα κι αν το θύμα δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, στοιχειοθετείται βιασμός λόγω του φόβου να προβάλει αντίσταση ή του αιφνιδιασμού ή ακόμη των εξασθενημένων σωματικών δυνάμεων του ώστε να θεωρεί ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση.
Η εισαγγελέας, σύμφωνα με πληροφορίες, αναφέρεται στα πραγματικά περιστατικά σημειώνοντας ότι η ανήλικη αθλήτρια από το 2010 ζούσε σε ένα καθεστώς φόβου καθώς προκειμένου να μην μιλήσει ο κατηγορούμενος απειλούσε την ίδια και την οικογένεια της. Στην έφεση φέρεται να ξετυλίγεται το κουβάρι της υπόθεσης από την στιγμή που ο κατηγορούμενος προπονητής προσέγγισε την καταγγέλλουσα ενώ ήταν παιδί, λεκτικά και σωματικά και την κολάκευε . Η εισαγγελική λειτουργός, σύμφωνα με πληροφορίες, αναφέρει ότι ο προπονητής έθεσε την ανήλικη αθλήτρια του σε κατάσταση υπακοής και εκείνη με τη σειρά της λειτουργούσε σε καθεστώς ψυχολογικής πίεσης, φόβου, σύγχυσης και άγχους . Η ανήλικη δεν μπορούσε να του ασκήσει αντίσταση αφού, σύμφωνα με την εισαγγελέα, χειραγωγήθηκε από τον κατά πολύ μεγαλύτερο σε ηλικία προπονητή της.
Παράλληλα, η εισαγγελέας επισημαίνει ότι η αθλήτρια «δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις όταν περιέγραψε τα πραγματικά γεγονότα». Επίσης, φέρεται να σημειώνει πως η αθλήτρια «δεν προέκυψε ότι είχε κάποιο κίνητρο ή σκοπιμότητα ή όφελος να τον καταγγείλει μετά την πάροδο τόσων ετών, καθώς ελάμβανε και πριν χορηγίες. Εάν ήταν ψευδή τα όσα κατήγγειλε, δεν θα προέβαινε σε εξιστόρηση περιστατικών που την εκθέτουν στο πανελλήνιο».