Σύμφωνα με την απόφαση απαγορεύεται η διάκριση και η διαφοροποίηση της αμοιβής τους από τους εργαζόμενους αορίστου χρόνου
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκανε δεκτή σήμερα την προσφυγή εργαζομένων στο Ελληνικό Δημόσιο ως καθαριστές σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αρχικά με διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου ορισμένου χρόνου και από τον Δεκέμβριο του 2006, κατ’ εφαρμογή του Π.Δ. 164/2004 που μετέφερε στο Ελληνικό Δίκαιο την Οδηγία 1999/70/ΕΚ για την εργασία ορισμένου χρόνου, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καλύπτοντας οργανικές θέσεις.
Εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις μίσθωσης έργου υπέκρυπταν σχέσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με τις οποίες καλύπτονταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, οι προσφεύγοντες άσκησαν τον Ιούνιο του 2009 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για να τους καταβληθεί για τα έτη 2001 έως 2008 το ποσό που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ αμοιβής που είχαν λάβει και της νόμιμης αμοιβής που καταβλήθηκε, σε δημόσιους υπαλλήλους που βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση. Η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της.
To Εφετείο Αθηνών ακύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση και υποχρέωσε το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει τις διαφορές αποδοχών που ζητήθηκαν. Ο Άρειος Πάγος εν συνεχεία αναίρεσε την δευτεροβάθμια απόφαση κατά το μέρος που επιδίκασε τις διαφορές αποδοχών για το χρονικό διάστημα πριν από την κατάταξη των προσφευγόντων σε οργανικές θέσεις και παρέπεμψε την υπόθεση στο Eφετείο Αθηνών. To δικαστήριο αυτό παρατήρησε ότι, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, η διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων με ορισμένου χρόνου συμβάσεις μέχρι την κατάταξή τους σε οργανικές θέσεις, δικαιολογείται επειδή εν γνώσει τους παρείχαν εργασία για την κάλυψη παγίων αναγκών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Εφετείο Αθηνών αποφάσισε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου προδικαστικά ερωτήματα για την ερμηνεία της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο).
Mε την σημερινή του διάταξη, το Δικαστήριο κρίνει, ότι η συμφωνία-πλαίσιο αντιτίθεται στην ελληνική ρύθμιση κατά την οποία εργαζόμενος ορισμένου χρόνου, του οποίου η σύμβαση έχει χαρακτηρισθεί ως σύμβαση έργου, δεν έχει δικαίωμα να λαμβάνει αμοιβή ισοδύναμη με εργαζόμενο αορίστου χρόνου, για το λόγο ότι παρέχει την εργασία του, στο πλαίσιο σύμβασης ορισμένου χρόνου, εν γνώσει ότι καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη.
Εισαγωγικά, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η συμφωνία-πλαίσιο απαγορεύει την αντιμετώπιση, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, των εργαζομένων ορισμένου χρόνου µε τρόπο λιγότερο ευνοϊκό σε σχέση με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου που τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
Πρώτον, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι εμπίπτουν στην έννοια «εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου», της συμφωνίας-πλαισίου. Το γεγονός ότι οι συμβάσεις του χαρακτηρίστηκαν ως συμβάσεις έργου δεν ασκεί καμία επιρροή.
Δεύτερον, οι όροι σχετικοί με τις αμοιβές εμπίπτουν στην έννοια «συνθήκες απασχόλησης», της συμφωνίας-πλαισίου.
Το Δικαστήριο επισημαίνει, τρίτον, ότι σύμφωνα με όσα διαπίστωσε το εθνικό δικαστήριο, ουδεμία διαφορά υφίσταται μεταξύ των καθηκόντων, των εργασιών και των επαγγελματικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται από τους δημόσιους υπάλληλους για τον καθαρισμό των σχολείων και των αντίστοιχων που αναλαμβάνονται από συμβασιούχους υπάλληλους. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η κατάσταση τους είναι συγκρίσιμη.
Δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου έλαβαν αμοιβές κατώτερες από αυτές που δόθηκαν στους υπαλλήλους αορίστου χρόνου, υφίσταται διαφορετική μεταχείριση εργαζομένων τελούντων σε συγκρίσιμη κατάσταση.
Τέταρτον και τελευταίο, κατά το Δικαστήριο, το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι παρείχαν τις υπηρεσίες τους, στο πλαίσιο συμβάσεων ορισμένου χρόνου, γνωρίζοντας ότι οι συμβάσεις τους αποσκοπούν στην κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου δεν αποτελεί «αντικειμενικό λόγο» κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, που μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση.