Σε εξειδικευμένο εργαστήριο στη Θεσσαλονίκη εστάλησαν οι εξετάσεις του άτυχου κοριτσιού
Το κομμάτι του «παζλ» που αναμένεται να ξεκλειδώσει το θρίλερ της Πάτρας με τους θανάτους των τριών κοριτσιών της ίδιας οικογένειας, επιχειρούν να εντοπίσουν οι επιστήμονες μέσω των τοξικολογικών εξετάσεων της Τζωρτζίνας, αναζητώντας κάποια ουσία που μπορεί να της χορηγήθηκε και να την οδήγησε στον θάνατο.
Η μικρή Τζωρτζίνα είχε υποστεί πέρυσι τον Απρίλιο ανακοπή, που της προκάλεσε τετραπληγία και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή μέχρι τον θάνατό της τον περασμένο Ιανουάριο. Όπως εξήγησε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Φαρμακολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Χρύσα Σαρδελή, μιλώντας στην ΕΡΤ, τα δείγματα συλλέχθηκαν και υπάρχουν όλα τα απαραίτητα δεδομένα, ωστόσο οι ανεξήγητοι θάνατοι χρήζουν εξειδικευμένης ανάλυσης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το δείγμα εστάλη εδώ, σε εξειδικευμένο εργαστήριο της Θεσσαλονίκης.
Η κ. Σαρδελή τόνισε πως «τίποτα στην ιατρική δεν είναι απίθανο. Μπορεί μέχρι τώρα να μην είχε ψαχτεί κάτι, αφού δεν υπήρχε υπόνοια. Υπάρχουν κάποιες ουσίες συγκεκριμένες, στις οποίες στρεφόμαστε… Μιλάμε για πολύ απλά φάρμακα, που μπορούν να προκαλέσουν ακόμη και θάνατο». Σχετικά με το ενδεχόμενο να υπήρξε ιατρικό λάθος, η κ. Σαρδελή ήταν κατηγορηματική, καθώς όπως σημείωσε «τα φάρμακα δοκιμάζονται πάντα πριν χορηγηθούν σε παιδιατρικούς πληθυσμούς, γι΄ αυτό και οι γιατροί ελέγχουν την επιλογή και τον συνδυασμό και την δοσολογία τους. Οτιδήποτε δεν περιλαμβάνεται στην αγωγή που συνταγογράφησαν οι θεράποντες ιατροί, δεν πρέπει να ανιχνευθεί στις τοξικολογικές εξετάσεις. Υπάρχουν λίστες φαρμάκων που σχετίζονται με απροσδόκητους παιδικούς θανάτους και αυτά αναζητούν οι ερευνητές της υπόθεσης. Τέτοια φάρμακα, αν χορηγηθούν σε λανθασμένο συνδυασμό, μπορούν να επιφέρουν ακόμα και τον θάνατο σε κάποιο παιδί με συγκεκριμένα προβλήματα υγείας». Όσον αφορά τα αποτελέσματα των εργαστηριακών ερευνών, η κ. Σαρδελή είπε πως: «Ο συνήθης χρόνος ανάλυσης παίρνει από μία εβδομάδα έως και μήνα».
Όπως ανέφερε η πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Πάτρας, Άννα Μαστοράκου, οι θεράποντες γιατροί στο Καραμανδάνειο και το Πανεπιστημιακό νοσοκομείο Πάτρας που ανέλαβαν την θεραπεία της Τζωρτζίνας, θα κληθούν να καταθέσουν, ενώ έχουν παραδοθεί στις ανακριτικές αρχές οι φάκελοι νοσηλείας. «Οι συνάδελφοι έχουν αποτυπώσει λεπτομέρειες και καταθέτουν αντικειμενικά ευρήματα. Υπάρχουν τεράτια ερωτηματικά σε όλα τα επεισόδια νοσηλείας της Τζωρτζίνας. Στο περιστατικό της ανακοπής, θα κατατεθεί πως υπήρξε μια ολιγωρία στο να ειδοποιηθούν οι γιατροί. Γεννήθηκαν επίσης ερωτηματικά στις επόμενες νοσηλείες του παιδιού. Κανένα από τα επεσόδια που αναφέρθηκαν δεν έγινε παρουσία γιατρού ή καταγραφικού συστήματος. Σε καμία νοσηλεία της Τζωρτζίνας δεν βρέθηκε καρδιολογικό πρόβλημα», τόνισε η κ. Μαστοράκου.
Πρόσθεσε δε, πως ο Ιατρικός Σύλλογος οφείλει να παρεμβαίνει, ώστε να μην κλονιστεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους γιατρούς, απαντώντας με αυτό τον τρόπο στην κριτική που δέχτηκε από την μητέρα των παιδιών για τις δηλώσεις της. «Η μητέρα πιστεύει πως η ειδική γενετική εξέταση που έχει σταλεί στην Αμερική είναι η λύση του προβλήματος», είπε η πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Πάτρας.
Από την πλευρά του ο συνδικαλιστής αστυνομικός Στράτος Μπαλάσκας είπε, πως όλες οι πληροφορίες από τις έρευνες αξιολογούνται από το Τμήμα Ανθρωποκτονιών που έχει αναλάβει την υπόθεση, κάνοντας μια πολύ σοβαρή προανάκριση, μετά από εντολή της Εισαγγελίας Πατρών.« Όταν υπάρχει υπόνοια για εγκληματική ενέργεια, δουλειά του Τμήματος Ανθρωποκτονιών είναι να τεκμηριώσει την υπόθεση. Οι ιστολογικές εξετάσεις θα είναι το κομμάτι που θα συμπληρώσει το “παζλ”. Δεν πρέπει να μπερδεύουμε το ιατρικό με το αστυνομικό έργο. Οι ιατροδικαστές δεν δίνουν ενόχους. Δίνουν τον τρόπο και τον λόγο. Η υπόθεση είναι πρωτοφανές γεγονός για την Ελλάδα», είπε.
Μιλώντας στην ΕΡΤ ο πρόεδρος των αστυνομικών υπαλλήλων Νοτιοανατολικής Αττικής, Γιώργος Καλλιακμάνης, σημείωσε ότι η αστυνομία δεν λειτουργεί κάτω από την κοινωνική πίεση, αλλά με αποδεικτικά μέσα, τα οποία πρέπει να συλλεχθούν, συμπεριλαμβανομένων των ενδείξεων. «Ωστόσο οι ενδείξεις δεν είναι ένα ισχυρό αποδεικτικό μέσα», είπε μεταξύ άλλων.