Τι προκύπτει από τις επισκέψεις της στον ιστότοπο αναζητήσεως παιδιών και τις επισκέψεις στο σχολείο - Τα αρνείται όλα στην απολογία της
Την ενοχή της 34χρονης κατηγορουμένης, για το σύνολο των πράξεων που της αποδίδονται, ζήτησε η εισαγγελέας στη δίκη για την υπόθεση απαγωγής και σεξουαλικής κακοποίησης της 10χρονης μαθήτριας, στη Θεσσαλονίκη, υπόθεση που συγκλόνισε τον Ιούνιο του 2020 την κοινή γνώμη.
«Δεν ισχύει ο ισχυρισμός της ότι πήγε στο σχολείο αλλά δεν είχε αποφασίσει τι θα κάνει κι ότι ενήργησε επειδή λυπόταν την ανήλικη. Το είχε προετοιμάσει. Προκύπτει από τις επισκέψεις της στον ιστότοπο αναζητήσεως παιδιών και τις επισκέψεις στο σχολείο. Επιθυμούσε αρπαγή κι όχι απλή φιλοξενία της ανήλικης. Χρησιμοποίησε ψέμα για να την παραπλανήσει και εκείνη την ακολούθησε στην οικία της», σημείωσε η εισαγγελέας, απευθυνόμενη προς τους ενόρκους και τακτικούς δικαστές του Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης, ενώ πρόσθεσε: «Είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι ανάμιξε στον χυμό της ουσίες που εμπίπτουν στα ναρκωτικά για να κάμψει την αντίσταση και την πνευματική της διαύγεια, ώστε να μην μπορέσει η ανήλικη να αντισταθεί στις ανήθικες προθέσεις της».
Με την ίδια πρόταση, η εισαγγελική λειτουργός ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος και ο 41 ετών συγκατηγορούμενός της για την πράξη της συνέργειας στην αρπαγή, αλλά να απαλλαγεί λόγω αμφιβολιών για τη συνέργεια στην έκθεση ανηλίκου.
«Μου έλειπε το παιδί μου»
Για τους λόγους που την ώθησαν στις πράξεις της, μίλησε στην απολογία της η 34χρονη, η οποία έδωσε τη δική της θέση για τα δύο 24ωρα που διήρκησε η απαγωγή της ανήλικης. Ζήτησε συγγνώμη και τόνισε ότι έχει μετανιώσει πικρά για όλη της τη ζωή.
«Ο πρώην σύζυγός μου με ωθούσε στην πορνεία επειδή είχε οικονομικό πρόβλημα. Έκανα διπλή ζωή» είπε στην αρχή της απολογίας της και πρόσθεσε ότι συνέχισε να εκδίδεται αφότου χώρισε για να μπορεί να βγάζει τα προς το ζην.
«Μου έλειπε το παιδί μου. Είχα κάνει χρήση. Πήγα από το σχολείο. Είδα την ανήλικη, με την οποία γνωριζόμασταν, και θεώρησα φυσιολογικό να την πάρω στο σπίτι να παίξουμε, να βγάλω τα μητρικά μου ένστικτα. Με ακολούθησε με προθυμία χωρίς να υπάρξει καμία βία. Εάν εκείνη τη στιγμή δεν με ακολουθούσε δεν θα γινόταν τίποτα. Το ταξί δεν σταμάτησε πουθενά, η διαδρομή ήταν συνεχόμενη. Πήγαμε σπίτι την έβαλα να καθίσει στο σαλόνι, είχα πάρει κάποια τρόφιμα για να φάει. Τον χυμό τον είχαμε μαζί, δεν είχα αναμείξει τίποτα εκείνη την στιγμή», ισχυρίστηκε.
«Κάλυπτα το δικό μου κενό»
«Ανοίξαμε τα βιβλία των Μαθηματικών και της Ιστορίας για να διαβάσει. Εκείνη τη στιγμή κάλυπτα το δικό μου κενό επειδή έλειπε το παιδί μου. Ήμουν σε μία συνεχόμενη πλάνη. Έβγαλα τα παπούτσια της, κρύωναν τα ποδαράκια της και πρότεινα να κάνουμε μπάνιο. Δεν μπήκα ποτέ στην μπανιέρα μαζί της. Όταν μπήκε στο νερό προθυμοποιήθηκα να της πλύνω το σώμα με σαμπουάν. Δεν άγγιζα τα ευαίσθητα σημεία με τον τρόπο που περιγράφεται στη δικογραφία. Έφερα καθαρά ρούχα να φορέσει. Μετά ανοίξαμε ένα κουτί με φο-μπιζού, ένα παιχνίδι που έπαιζα και με τη δική μου την κόρη».
Ο πανικός, η συγγνώμη και τα ναρκωτικά
Σύμφωνα με το ΑΠΕ ΜΠΕ, στη συνέχεια η ίδια ανέφερε ότι παρακολουθώντας στην τηλεόραση το μήνυμα εξαφάνισης της 10χρονης (Amber Alert) και την έκταση που είχε πάρει το θέμα, την κυρίευσε πανικός. «Το απόγευμα η μικρή με ρώτησε πότε θα πάει σπίτι. Με ρωτούσε εάν είναι καλά η μαμά της και εκεί κατάλαβα ότι έκανα λάθος κι ότι έπρεπε να την πάω σπίτι. Έκανα μία τελευταία χρήση ναρκωτικών κι έκοψα μισό ηρεμιστικό το οποίο έδωσα στην μικρή. Λυπάμαι πάρα πολύ γι' αυτό. Δεν ζαλίστηκε κατευθείαν. Της είπα "πάμε να κοιμηθούμε και αύριο το πρωί θα σε πάω στην μητέρα σου" Την πήγα στην κρεβατοκάμαρα, την καθησύχασα. Προσπάθησα να μην δείξω τον πανικό μου. Γιατί πηγαινο-ερχόμενουν συνέχεια, έδειχνα ότι ήμουν σε πανικό. Όταν κοιμήθηκε το παιδί, πήγα να καθίσω στο σαλόνι και παρακολούθησα την εξέλιξη της υπόθεσης».
«Στο μυαλό μου θεωρούσα ότι δεν είχα κάνει κάτι κακό. Πήρα το παιδί να το φροντίσω. Ζητώ συγγνώμη, δεν το πήγα για να το απαγάγω ούτε είχα διάθεση να ασελγήσω. Δεν είχα ποτέ τέτοια διάθεση με παιδιά. Ήμουν φυσιολογικός άνθρωπος. Την επόμενη μέρα το παιδί ήταν δύσκολο να συνέλθει. Το έδινα φαγητό, για να είναι ψυχικά και σωματικά όσο γίνεται καλύτερα. Θεώρησα ότι τα είχα κάνει καλά.
Στο σημείο αυτό ανέφερε ότι έδωσε ναρκωτική ουσία στην ανήλικη σε μία προσπάθεια - όπως είπε - να την αφυπνίσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. «Εννοείται ότι ήταν κακή η ιδέα. Θεωρούσα ότι θα με κάνει πιο γρήγορα να απεμπλακώ απ' όλη αυτή την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Έδειχνε να μην αντιδράει και αποφασίσαμε να κοιμηθεί λίγο ακόμη. Το ίδιο έκανε κι εγώ για να συνέλθουμε. Όλο το διάστημα που ήταν το παιδί στο σπίτι δεν μετακινήθηκα δεν πήγα πουθενά».
Η απελευθέρωση της ανήλικης
«Το Σάββατο με ξύπνησε η ίδια και μου είπε ότι είναι η ώρα να φύγουμε. Δεν ήξερε τη μέρα ήταν. Είχαμε όμως διάλογο κι ότι θα την γυρίσω επειδή η μαμά της ανησυχεί. Της είπα ότι όταν ξεκινήσουμε θα είσαι από πίσω μου κι ότι θα πάρουμε ταξί. Μετακινηθήκαμε όντως μαζί και κατά τη διαδρομή μάς σταμάτησαν τα φανάρια. Είχε μείνει στον απέναντι δρόμο. Δεν είχα σκοπό να την αφήσω εκεί, αλλά να την γυρίσω πίσω. Έφυγα από εκεί πανικοβλημένη επειδή είδα περιπολικό. Ήμουν σε άσχημη κατάσταση και σωματική λόγω αϋπνίας. Έφυγα και πήγα στην Κατερίνη όπου συνελήφθηκα. Σε ερώτηση του προέδρου του Δικαστηρίου γιατί δεν ειδοποίησε την μητέρα της ανήλικης απάντησε πως δεν είχε το κινητό της, τονίζοντας ότι την γνώριζε επειδή παλιότερα ζούσαν στην ίδια γειτονιά.
Ο κατηγορούμενος ως συνεργός της
Όσον αφορά τον κατηγορούμενο ως συνεργό της είπε ότι «ήταν συχνός πελάτης μου και είχαμε αναπτύξει μια τυπική φιλική σχέση. «Του είπα -συνέχισε- ότι έκανα λάθος και πρέπει να το διορθώσω. Αλλά δεν του εξήγησα τι ακριβώς».
Ο ίδιος στην απολογία του, είπε ότι γνώρισε την 34χρονη μέσω του Διαδικτύου κι ότι την συναντούσε συχνά επί πληρωμή. Ανέφερε ότι σοκαρίστηκε όταν έμαθε για τον σύζυγό της και τον κυρίευσαν αισθήματα λύπης προς αυτήν. Κατά τη διάρκεια της "καραντίνας", ΄όπως σημείωσε, «συμφωνήσαμε να μου προσφέρει υπηρεσίες καθαριότητας και μαγειρικής επειδή η κυρία που είχα δεν ερχόταν».
Αρνήθηκε κάθε κατηγορία σχετικά με την εμπλοκή του στην αρπαγή ισχυριζόμενος πως όταν πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί την συνάντησε προτρέποντάς την να απευθυνθεί στην αστυνομία. «Την βρήκα σε κατάσταση πλήρους πανικού. Δεν μπορώ να καταλάβω όταν αφαίρεσε το παιδί γιατί δεν πήγε άμεσα στην αστυνομία. Την πίεζα αλλά μέσα στον πανικό της αρνιόταν και έκλαιγε» απολογήθηκε, εκφράζοντας τη λύπη του που δεν μπόρεσε ο ίδιος να αποτρέψει την κατάσταση.
Η δίκη συνεχίζεται με τις αγορεύσεις των συνηγόρων πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης.