Κάνει λόγο για κατασκευασμένες κατηγορίες και απουσία αποδεικτικών στοιχείων σε βάρος του
Αθώος και για τις δύο τελευταίες καταγγελίες σε βάρος του για βιασμό, όπως και για όλες τις προηγούμενες, δηλώνει ο Δημήτρης Λιγνάδης στο απολογητικό του υπόμνημα προς την 19η ανακρίτρια, ενώ ζητά να αποφυλακιστεί με τον περιοριστικό όρο να φέρει ηλεκτρονικό βραχιολάκι παρακολούθησης, αναλαμβάνοντας μάλιστα ο ίδιος το κόστος.
Ο σκηνοθέτης αιτιολογεί το αίτημα του υποστηρίζοντας ότι οι δυο προηγούμενες υποθέσεις, για τις οποίες κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος, είναι ψευδείς και ότι ο ίδιος έχει αποδείξει, ότι δεν θα μπορούσαν να είχαν λάβει χώρα οι βιασμοί των καταγγελλόντων κατά τα χρονικά διαστήματα, τα οποία ισχυρίζονται ότι συνέβησαν.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Πριν ακόμη αναφερθώ σε κάθε μία περίπτωση ξεχωριστά και αντικρούσω τις ψευδείς σε βάρος μου κατηγορίες θα πρέπει να επισημάνω ότι μετά την απολογία μου 25 Φεβρουαρίου 2021, κατά την οποίαν έδειξα το ψεύδος των ισχυρισμών των φερομένων βιασθέντων από εμένα, προβάλλοντας ισχυρά και ακλόνητα άλλοθι, ακολούθησε ένας μαραθώνιος καταθέσεων το φερόμενων θυμάτων και των προταθέντων από εκείνους μαρτύρων, στην προσπάθειά τους να επαναπροσδιορίσουν χρονικά τους υποτιθέμενους βιασμούς τους, καθώς απεδείχθη περίτρανα ότι δεν μπορούσαν να είχαν λάβει χώρα τότε που είχαν αναφέρει».
Για την υπόθεση βιασμού 17χρονου
Για την τελευταία υπόθεση που αφορά στην καταγγελία ενός 24χρονου, ο οποίος κατηγορεί τον Δημήτρη Λιγνάδη για βιασμό πριν από 7 χρόνια, όταν βρισκόταν σε ηλικία 17 ετών και «φιλοξενήθηκε» για επτά μήνες στο σπίτι του ηθοποιού, αναφέρει στο υπόμνημα του: «Τον καταγγέλλοντα ουδέποτε τον βίασα. Ο ισχυρισμός του περί δήθεν κατ’ εξακολούθηση βιασμό του από εμένα είναι ψευδής και κατασκευασμένος και δεν αποδεικνύεται από κανένα απολύτως αντικειμενικό στοιχείο. Κανείς δεν επιβεβαιώνει τα καταγγελόμενα, ούτε καν οι κοινοί μας γνωστοί, S.S και Τ.Μ, με τους ποιους ο καταγγέλλων είχε επαφές και εάν πράγματι συνέβαινε κάτι τόσο σοβαρό, θα τους το έλεγε ή θα είχαν αντιληφθεί κάτι περίεργο στη συμπεριφορά του και θα τον ρωτούσαν, κάτι όμως που δεν προκύπτει. Το φερόμενο θύμα δεν προέβη σε καμιά απολύτως ενέργεια, όταν υποτίθεται ότι βιάστηκε, καθώς ούτε κατήγγειλε ό,τι δήθεν συνέβη ούτε εξετάστηκε έστω από κάποιον γιατρό».
Ο σκηνοθέτης αφήνει αιχμές και για τον τρόπο που προσήλθε στην ανακρίτρια να καταθέσει το φερόμενο θύμα, λέγοντας: «Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι δήθεν βιασθείς δεν απευθύνθηκε στις διωκτικές αρχές μετά τις εγκληματικές ενέργειες που υποτίθεται ότι διέπραξα σε βάρος του 2015, αλλά κατέθεσε σχετικά με αυτές μετά από έξι ολόκληρα χρόνια». Μάλιστα, υποστηρίζει ότι η φιλική σχέση μεταξύ των φερόμενων θυμάτων του, τα βοήθησε να κατασκευάσουν μια αληθοφανή ιστορία βιασμού. «Η φιλική σχέση μεταξύ του SS και του καταγγέλλοντος αποδεικνύεται από το προφίλ του δεύτερου στο Instagram, όπου φαίνεται ότι είναι φίλοι. Γι’ αυτό προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση που ο SS απέκρυψε την φιλική του σχέση με τον Π.Φ και δεν αναφέρθηκε καθόλου σε εκείνον» αναφέρει.
Ο ίδιος υποστήριξε, ότι δεν είχε ποτέ καμία σεξουαλική επαφή με τον καταγγέλλοντα, είτε με τη συναίνεση του, είτε χωρίς. «Κάποιες μέρες τον είχα φιλοξενήσει στο σπίτι μου, διότι μου το είχε ζητήσει, καθώς, όπως μου είχε πει, το δικό του σπίτι στερούταν ηλεκτροδότησης. Όσες φορές έμεινε στο σπίτι μου, κοιμόταν στον καναπέ του σαλονιού. Ο καταγγέλλων δεν είναι σε καμία περίπτωση θύμα βιασμού, είναι ένα στρατευμένος μάρτυρας» υποστηρίζει.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης ισχυρίζεται, ότι αν και το 2015 υποτίθεται πως έλαβε χώρα ο βιασμός, ο καταγγέλλων επικοινώνησε μαζί του στις 30 Αυγούστου 2020. «Επικοινωνήσαμε μέσω Instagram τον Αύγουστο του 2020 και όχι μόνο συζητήσαμε σε φιλικό κλίμα, όπως άλλωστε προκύπτει από την συνομιλία μας, την οποία έχω προσκομίσει, αλλά ο δήθεν βιασθείς με ρώτησε εάν θα ήθελα να μιλήσουμε, ούτως ώστε να κανονίσουμε να πάμε για καφέ, όταν εκείνος θα επέστρεφε από τις διακοπές του!!!» αναφέρει ο Δημήτρης Λιγνάδης
Συμπληρώνει δε, ότι «η φιλική στάση του απέναντι μου και η επιθυμία του να συναντηθούμε αποδεικνύουν την μία και μοναδική αλήθεια, ότι ουδέποτε τον βίαςα! Κανένα θύμα βιασμού δεν αποζητά την συντροφιά του βιαστή του!(…) Από φίλος του το 2015 δηλαδή μετατράπηκα ξαφνικά σε διεστραμμένο βιαστή, χωρίς να έχει μεσολαβήσει κανένα περιστατικό μεταξύ μας».
Ο κατηγορούμενος πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου επιχειρεί να αποδομήσει όλους τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος σχετικά με τις σεξουαλικές επαφές, τις οποίες αρνείται ότι είχαν. Μάλιστα, αναφέρει ότι: «Ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι είχαμε συνευρεθεί ερωτικά και ο καταγγέλλων υπέμενε αυτή την κατάσταση αποβλέποντας στην στέγη και την οικονομική βοήθεια που του παρείχα, το μόνο αδίκημα που θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί θα ήταν αυτό της προσβολής της Γεωργιζας αξιοπρέπειας έναντι αμοιβής, το οποίο όμως είναι πλημμέλημα και έχει ήδη παραγραφεί».
Ο ίδιος σε μια προσπάθεια να αποδομήσει την ηθική υπόσταση του θύματος, αναφέρει ότι ανά περιόδους έδινε χρήματα στον καταγγέλλοντα, αλλά και πως σε κάθε περίπτωση από τις 2 Ιουνίου 2015, όταν ο καταγγέλλων ενηλικιώθηκε, θα μπορούσε να εργασθεί. «Με την ενηλικίωση του ο καταγγέλλων θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αναζητήσει εργασία και να ανεξαρτητοποιηθεί, είτε να νοικιάσει σπίτι, είτε επιστρέφοντας στο σπίτι της μητέρας του, συμβάλλοντας οικονομικά στις ανάγκες του σπιτιού. Δεν είχε καμία απολύτως δικαιολογία να παραμένει στο σπίτι μου, καθώς αυτό που υποστήριξε στην κατάθεση του ότι δεν δούλευε, γιατί είχε πρόβλημα με την άδεια παραμονής του και έπρεπε πρώτα η μητέρα του να φτιάξει τα χαρτιά της, δεν είναι αληθές, καθώς με την ενηλικίωση του θα μπορούσε να εξασφαλίσει άδεια διαμονής δεύτερης γενιάς» υποστηρίζει.
Ο κατηγορούμενος καταλήγει λέγοντας: «Αν και του είχα ξεκαθαρίσει ότι δέχτηκα να τον βοηθήσω, προσφέροντας σε εκείνον στέγη και στηρίζοντας τον οικονομικά και ηθικά, προκειμένου να εξελιχθεί στη ζωή του, η στάση που είχε υιοθετήσει να χαλαρώνει και να διασκεδάζει μόνο, δεν άλλαξε και γι’ αυτό μετά το καλοκαίρι του ζήτησα να σταματήσει να έρχεται. Εάν βέβαια εκμεταλλευόμουν την παραμονή του καταγγέλλοντος στο σπίτι μου για να τον βιάζω, δεν θα του ζητούσα να αποχωρήσει!».
Για την υπόθεση του βιασμού του ενηλίκου Δ.Μ
Αναφορικά με τον ΔΜ που έχει καταγγείλει το βιασμό του, ενώ ήταν ενήλικος, ο Δημήτρης Λιγνάδης υποστήριξε, ότι η έγκληση είναι ψευδής και κατασκευασμένη. «Τον εγκαλούμενο ούτε καν τον γνωρίζω! Ουδέποτε διέπραξα σε βάρος του το αδίκημα του βιασμού και ουδεμία σχέση έχω με ναρκωτικές ουσίες!» αναφέρει.
Συνεχίζει δε υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχει κανένας μάρτυρας και κανένα στοιχείο έστω και για το αν υπήρξε απλή γνωριμία μεταξύ μας, κάτι που αποδεικνύει ότι η μήνυση του είναι ένα φανταστικό σενάριο, καθώς σύμφωνα μ’ αυτό ανάμεσα στην γνωριμία μας και τον υποτιθέμενο βιασμό του μεσολάβησαν κάποιες ημέρες, άρα θα ήταν αναμενόμενο και φυσιολογικό στο διάστημα αυτό να έχει αναφέρει την γνωριμία μας και την υποτιθέμενη μετάβαση του στο διαμέρισμά μου ως γεγονός σημαντικό στο οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον, όπως επίσης θα ήταν αναμενόμενο να έχει αναφέρει και το δήθεν ραντεβού που υποτίθεται ότι δώσαμε για την επόμενη φορά. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα να γνωρίζει κανείς και να επισκέπτεται ένα γνωστό ηθοποιό και σκηνοθέτη στο σπίτι του!».
Ο κατηγορούμενος επαναλαμβάνει, ότι πρόκειται για κατασκευασμένη υπόθεση από δικηγόρους, ενώ στρέφεται ξανά κατά του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. «Στόχος τους είναι ηθική εξόντωσή μου για τους χαρακτηρισμούς του παιδοφιλου και βιαστή και όχι ο εγκλεισμός μου στη φυλακή» ισχυρίζεται. Επίσης, χαρακτήρισε το μηνυτή στρατευμένο μάρτυρα, ο οποίος «με την προσδοκία να χτίσει οικονομικό όφελος υπέβαλε σε βάρος μου μία καθ’ ολοκληρίαν ψευδή καταγγελία, στερούμενος στοιχείων, με μοναδικό όπλο τις υποβληθείσες σε βάρος μου καταγγελίες, καθώς οι φωνές των πολλών, ακόμη και όταν αυτοί ψεύδονται ασυστόλως, δυστυχώς υπερισχύουν της φωνής του ενός, ακόμη και όταν αυτός είναι αθώος».
Ο Δημήτρης Λιγνάδης καταλήγει αναφερόμενος σε σειρά αντιφάσεων μεταξύ μήνυσης και καταθέσεων του μηνυτή και τονίζει: «οι συνεχείς τροποποιήσεις σε ό,τι υποτίθεται ότι έλαβε χώρα, αποδεικνύουν χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία ότι όλα όσα δήθεν έγιναν, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα»