Τι ζήτησε ο Βασίλης Πλιώτας σχετικά με τις δικογραφίες στα εγκλήματα αυτά
Πρωτοβουλία με στόχο την ταχύτερη και πληρέστερη έρευνα στις υποθέσεις του οργανωμένου εγκλήματος αναλαμβάνει η Δικαιοσύνη, με αφορμή το υπόμνημα που είχε παραδώσει ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, το οποίο περιλάμβανε στοιχεία για τη διαχρονική εξέλιξη και διάρθρωση του οργανωμένου εγκλήματος στη χώρα. Σε έγγραφη απάντησή του προς τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Πλιώτας υπογράμμισε την «ανάγκη εγρήγορσης των προανακριτικών, ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών για σε βάθος, ταχύτερη και πληρέστερη έρευνα στις υποθέσεις του Οργανωμένου Εγκλήματος».
Ωστόσο, ο κ. Πλιώτας διευκρινίζει με νόημα πως οι εισαγγελείς «εφαρμόζουν το Σύνταγμα και τους νόμους και δεν εμπλέκουν τη δικαστική εξουσία στις αρμοδιότητες των άλλων λειτουργών της Πολιτείας ούτε, πράγμα αδιανόητο άλλωστε, μπορούν να αξιώνουν υποκατάσταση της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας με υπόδειξη ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο προώθηση είτε νομοθετικών ρυθμίσεων είτε διοικητικών επιλογών της σκοπιμότερης λύσης».
Ο κ. Πλιώτας διαβίβασε στους συναδέλφους του εισαγγελείς το επίμαχο έγγραφο-απάντηση στο οποίο σημειώνεται η ανάγκη αξιοποίησης από τις αστυνομικές αρχές των Εισαγγελέων Ειδικών Καθηκόντων αλλά και του Επιστημονικού Συμβουλίου Ανάλυσης, Έρευνας και Προγραμματισμού που έχει συσταθεί στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, του οποίου προεδρεύει Εισαγγελέας Εφετών. Το συγκεκριμένο Συμβούλιο, σύμφωνα με τον κ. Πλιώτα, μπορεί να έχει κομβικό ρόλο καθώς όπως αναφέρει έχει την δυνατότητα «να συνεργάζεται με όλες τις αστυνομικές υπηρεσίες, την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας και το Λιμενικό Σώμα και να αντλεί πληροφορίες από δημόσιες αρχές».
Παράλληλα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί να κοινοποιούνται από τις αστυνομικές αρχές στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου αντίγραφα των δικογραφιών για το οργανωμένο έγκλημα ώστε να αξιολογούνται και όπου κρίνεται απαραίτητο να επισπεύδονται οι διαδικασίες.
Συγκεκριμένα, στην απάντηση του κ. Πλιώτα προς τον υπουργό επισημαίνεται:
- Η ανάγκη εγρήγορσης των προανακριτικών, ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών για σε βάθος, ταχύτερη και πληρέστερη έρευνα στις υποθέσεις του Οργανωμένου Εγκλήματος με τήρηση βεβαίως των νομίμων δικονομικών διαδικασιών.
- Η αξιοποίηση από τις αστυνομικές αρχές των Εισαγγελέων Ειδικών Καθηκόντων, όπως του Εισαγγελέα Εφετών που έχει οριστεί από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (άρθρο 14 ν. 3387/2005) να εποπτεύει και να καθοδηγεί στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής το έργο των αρχών ασφαλείας στη δίωξη του Οργανωμένου Εγκλήματος.
- Η αξιοποίηση επίσης του Επιστημονικού Συμβουλίου Ανάλυσης, Έρευνας και Προγραμματισμού που έχει συσταθεί στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, του οποίου προεδρεύει Εισαγγελέας Εφετών. Το Συμβούλιο τούτο, για την καταπολέμηση του Οργανωμένου Εγκλήματος, κατά νομοθετική πρόβλεψη, μπορεί να συνεργάζεται με όλες τις αστυνομικές υπηρεσίες, την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας και το Λιμενικό Σώμα και να αντλεί πληροφορίες από δημόσιες αρχές.
Αναφέρεται, δε «ότι για την καταπολέμηση του εγκλήματος στο πεδίο διακίνησης ναρκωτικών η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση τελεί με ειδική ρύθμιση (άρθρο 44 ν. 4139/2013) υπό την άμεση εποπτεία και καθοδήγηση του κατά νόμο αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών».
Ο κ. Πλιώτας τονίζει ότι «για τις υποβαλλόμενες συναφείς δικογραφίες κατά του οργανωμένου εγκλήματος γίνεται ιδιαίτερη μέριμνα και ζητείται η υποβολή από τις Εθνικές Αρχές Ασφαλείας, που υποβάλλουν αυτεπαγγέλτως σχηματισθείσες ποινικές δικογραφίες, να κοινοποιούν αντίγραφο της υποβλητικής αναφοράς και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για να αξιολογείται κάθε φορά από εισαγγελικό λειτουργό της Υπηρεσίας μας και να διατάσσεται, εξαιρετικώς, υπό τους όρους του άρθρου 32 ΚΠΔ, η άμεση επίσπευση της προδικασίας και η κατά προτεραιότητα εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο και να εξετάζεται, ακόμη, η δυνατότητα να επιληφθεί η Ολομέλεια του Εφετείου σε Συμβούλιο για την κίνηση της ποινικής δίωξης και την ανάθεση της ανάκρισης σε έμπειρο εφέτη ανακριτή, όπως εσχάτως πολλές φορές έχει επισυμβεί».
Επιπλέον, «καταγράφεται ότι οι αστυνομικοί, μόνον ως γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι υπόκεινται στην Εισαγγελική αρχή, κατ’ εξοχήν εποπτική του ανακριτικού έργου τους, ενώ ως έμμεσα διοικητικά όργανα του κράτους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δημόσια ειρήνη, ευταξία και απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών (άρθρα 93 ΠΔ 141/1991, 13 ν.4249/2014) δραστηριοποιούνται υπό την ευθύνη της πολιτικής τους ηγεσίας (εκτελεστικής εξουσίας)».
Τέλος, ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός αναφέρει ότι «οι εισαγγελείς, ως ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφαρμόζουν το Σύνταγμα και τους νόμους και δεν εμπλέκουν τη δικαστική εξουσία στις αρμοδιότητες των άλλων λειτουργών της Πολιτείας (του άρθρου 26 του Συντάγματος), ούτε, πράγμα αδιανόητο άλλωστε, μπορούν να αξιώνουν υποκατάσταση της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας με υπόδειξη ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο προώθηση είτε νομοθετικών ρυθμίσεων είτε διοικητικών επιλογών της σκοπιμότερης λύσης».