Εξέφρασε τις διαφωνίες της σχετικά με επίμαχες διατάξεις
Τις αντιρρήσεις και τις διαφωνίες της σχετικά με επίμαχες διατάξεις του εργασιακού νομοσχεδίου εξέφρασε σήμερα η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), σε συνέντευξη Τύπου, στο πλαίσιο της οποίας γνωστοποιήθηκε ότι μέσα στην εβδομάδα θα συνεδριάσει η Ολομέλεια Διοίκησης της Συνομοσπονδίας, προκειμένου να λάβει αποφάσεις για κινητοποιήσεις και να καθορίσει το πλαίσιο δράσης της.
Όπως ανακοινώθηκε, η ΓΣΕΕ κατέθεσε και εγγράφως στο υπουργείο Εργασίας τα επιχειρήματά της, ενώ επισημάνθηκε ότι η νομική υπηρεσία της ΓΣΕΕ, σε συνεργασία με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, τεκμηρίωσε την ορθότητα των διαφωνιών της Συνομοσπονδίας στις σχετικές επιστολές, που απέστειλε στο αρμόδιο υπουργείο.
Εστιάζοντας στα κύρια σημεία διαφωνίας, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, αναφέρθηκε στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, προσθέτοντας ότι το ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο της προωθούμενης ρύθμισης είναι το γεγονός ότι η διευθέτηση του χρόνου εργασίας θα μπορεί πλέον να εφαρμόζεται με συμφωνία εργοδότη-εργαζομένου.
«Δηλαδή», όπως επισημαίνεται και στην επιστολή της Συνομοσπονδίας, «ο ουσιώδης όρος που αφορά στον χρόνο εργασίας θα μπορεί να ρυθμίζεται πλέον όχι με συλλογική, αλλά με ατομική σύμβαση εργασίας, όπου ο εργοδότης είναι κυρίαρχος».
Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της ΓΣΕΕ, «η προϋπόθεση, που θέτει η διάταξη, της μη ύπαρξης συνδικαλιστικής οργάνωσης ή μη επίτευξης συμφωνίας μεταξύ συνδικαλιστικής οργάνωσης και εργοδότη, προκειμένου να συμφωνηθεί η διευθέτηση ατομικά με τον εργαζόμενο, δεν μεταβάλλει τα πράγματα», δεδομένου ότι στην Ελλάδα το συντριπτικό ποσοστό των επιχειρήσεων είναι μικρομεσαίες, όπου, λόγω του μικρού αριθμού εργαζομένων, δεν υπάρχουν σωματεία.
Παράλληλα, ο κ. Παναγόπουλος σημείωσε ότι η δυνατότητα καθορισμού της διευθέτησης εργασίας με συμφωνία εργοδότη- ένωσης προσώπων αποτελεί πρόβλεψη που πρέπει να καταργηθεί.
Μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ διατύπωσε τη διαφωνία του με τη ρύθμιση, που προβλέπεται στο σχέδιο νόμου, για την παροχή πρόσθετης εργασίας από εργαζόμενους μερικής απασχόλησης σε χρόνο που δεν είναι συνεχόμενος, ενώ δήλωσε και την αντίθεσή του στη διάταξη που αναφέρει μία σειρά επιπλέον εξαιρέσεων από την υποχρεωτική ανάπαυση την Κυριακή και τις ημέρες αργίας.
Επίσης, ο κ. Παναγόπουλος υποστήριξε ότι το δίκαιο των απολύσεων σε ατομική βάση κατακρημνίζεται, καθώς ο εργαζόμενος πρέπει να αποδείξει το λόγο της ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης και, αν το αποδείξει, τότε ο εργοδότης σε δεύτερη φάση πρέπει να ανταποδείξει ότι είναι έγκυρη.
Στην επιστολή της, η ΓΣΕΕ εκφράζει την αντίθεσή της και «στη μετατροπή του ΣΕΠΕ σε ανεξάρτητη αρχή», καθώς, όπως επισημαίνει, με αυτόν τον τρόπο, «το υπουργείο αποποιείται και αποσείει την ευθύνη για τη θεσμική αποστολή και τον έλεγχο τήρησης της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας από την Επιθεώρηση Εργασίας, γεγονός που επιτείνει την ήδη υπάρχουσα απαξίωση του ΣΕΠΕ».
Στα θετικά του εργασιακού νομοσχεδίου, σύμφωνα με τον κ. Παναγόπουλο, συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, το ρυθμιστικό πλαίσιο για την τηλεργασία και, ειδικά, το δικαίωμα αποσύνδεσης των εργαζομένων, η κατάργηση της διάκρισης μεταξύ εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων ως προς την αποζημίωση απόλυσης και η θεσμοθέτηση της ψηφιακής κάρτας εργασίας.
Από την πλευρά του, ο γενικός γραμματέας της ΓΣΕΕ Νίκος Κιουτσούκης, ανέλυσε τα βασικά σημεία διαφωνίας που αφορούν συγκεκριμένες διατάξεις του σχεδίου νόμου, υπογραμμίζοντας ότι η ατομική διευθέτηση του χρόνου εργασίας, με δεδομένο ότι η εργοδοτική πλευρά είναι ισχυρή, ιδίως σε περιόδους επισφαλούς εργασίας, όπως η σημερινή και χωρίς την ισχυρή παρουσία των ελεγκτικών μηχανισμών, θέτει σε ακόμη πιο αδύναμη θέση τον εργαζόμενο, αναγκάζοντάς τον να υποκύπτει σε κάθε εργοδοτική αυθαιρεσία.
Σύμφωνα με τον κ. Κιουτσούκη, «είναι επίσης αδιανόητο να συνεχίσει να υπάρχει το μόρφωμα της Ένωσης Προσώπων», ενώ τόνισε ότι με την καταβολή ρεπό ή αδείας σε αντιστάθμισμα των δεδουλευμένων ωρών θα μειωθεί το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα.
Υπογράμμισε δε, ότι η αύξηση των νόμιμων υπερωριών στις 150 ώρες ετησίως για όλους, θα σημάνει ουσιαστικά τη μείωση των διαθέσιμων θέσεων απασχόλησης, εκτιμώντας ότι πάνω από 20.000 θέσεις εργασίας δεν θα υπάρχουν το επόμενο διάστημα, αν ισχύσει το μέτρο αυτό.
Παράλληλα, ο κ. Κιουτσούκης έκανε λόγο για «ποινικοποίηση των πλειοψηφικών αποφάσεων των συνδικάτων σε περιπτώσεις περιφρούρησης της απεργίας και στην εφαρμογή των δημοκρατικών τους διαδικασιών με την αυτόματη ακύρωση της απεργίας σε ενδεχόμενη παρεμπόδιση των απεργοσπαστών», ενώ αναφέρθηκε και στη διάταξη που, όπως είπε, ορίζει υποχρεωτική παρουσία των εργαζομένων σε ποσοστό 33% σε κλάδους κοινής ωφέλειας κατά τη διάρκεια της απεργίας.
«Καλύτερα να πει η κυβέρνηση ότι απαγορεύονται οι απεργιακές κινητοποιήσεις όπου υπάρχει δημόσιο συμφέρον είτε στα μέσα μαζικής μεταφοράς είτε στα νοσοκομεία, είτε όπου αλλού καθορίζεται με το σχέδιο νόμου, παρά να τους υποχρεώνει να λειτουργήσουν με το 33% του προσωπικού τους. Αυτά δεν μπορούν να εφαρμοστούν» σχολίασε ο κ. Κιουτσούκης.
Ο Θάνος Βασιλόπουλος, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΓΣΕΕ, χαρακτήρισε τις διατάξεις του εργασιακού νομοσχεδίου ως τις πιο αντεργατικές, «οι οποίες θα διαλύσουν την εργασία».
Διαβάστε τις 3 επιστολές της ΓΣΕΕ εδώ: 1, 2, 3