Τι αναφέρει στο news.gr η επιστημονική συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος Αγγελική Καρδαρά
Φλέγοντα ζητήματα, όπως είναι η αυστηροποίηση των ποινών για όσους διαπράττουν ειδεχθή εγκλήματα αλλά και το εάν τελικά οι φυλακές σωφρονίζουν τους έγκλειστους, έφερε στο προσκήνιο η στυγερή δολοφονία της 20χρονης μητέρας στα Γλυκά Νέρα.
Γράφει η Σταυρούλα Πεταλιού
Νομικά διλήμματα έχουν προκύψει αφού δεν είναι λίγες οι φωνές που πιέζουν για αυστηρότερες ποινές, άλλοι μιλούν απλώς για πραγματική έκτιση του χρόνου της επιβαλλόμενης ποινής, ενώ δεν λείπουν οι ακραίες απόψεις που θα ήθελαν ακόμη και δυσανάλογη τιμωρία σε σχέση με το έγκλημα.
Πώς όμως η Πολιτεία μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτά τα ζήτημα και πώς ο πολίτης θα νιώσει και θα είναι πιο προστατευμένος;
«Αναμφίβολα τα υπό διερεύνηση ζητήματα είναι πολυσύνθετα και απαιτείται, κατά την άποψή μου, μία ολιστική προσέγγιση, να τα μελετήσουν οι αρμόδιοι φορείς σε βάθος και να αναδείξουν τις καίριες πτυχές και διαστάσεις τους. Ένα ισχυρό ''όπλο'' στα χέρια του πολίτη, αλλά και της οργανωμένης Πολιτείας, είναι η πρόληψη. Είναι αναγκαίο, επομένως, να εστιάσουμε στον ρόλο της πρόληψης, ώστε οι πολίτες να νιώσουν και να είναι πιο προστατευμένοι, αλλά και στη λειτουργία των καταστημάτων κράτησης της σύγχρονης εποχής» επισημαίνει στο news.gr η Αγγελική Καρδαρά, διδάκτωρ του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, φιλόλογος, τακτική επιστημονική συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και επιστημονικά υπεύθυνη του Crime & Media Lab του ΚΕ.Μ.Ε.
«Απαραίτητη επίσης η προστασία της νεότητας, καθώς οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις του εγκλήματος και του εγκληματικού φαινομένου αφήνουν δυστυχώς το ''αποτύπωμά'' τους και στο φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας. Ως προς τους ανήλικους και τους νέους, όμως, όπως και η έρευνα σε διεθνές επίπεδο δείχνει, υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης ώστε οι αποκλίνουσες και οι παραβατικές συμπεριφορές να μην εξελιχθούν σε εγκληματικές στην ενήλικη ζωή τους. Ενδεικτικά αναφέρω, δημιουργία κέντρων νεότητας, στελέχωση των σχολείων με ψυχολόγους και συμβούλους στους οποίους θα μπορούν να απευθύνονται τα παιδιά που χρειάζονται καθοδήγηση, ενίσχυση της κοινωνικής μέριμνας για τους ανήλικους/τις ανήλικες που δεν έχουν ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, εγκαταλείπουν πρώιμα τις σχολικές σπουδές, ξεκινούν τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, βρίσκονται στους δρόμους της παρανομίας» συμπληρώνει.
«Η συζήτηση για το έγκλημα θα έπρεπε να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το τι συμβαίνει στον χώρο των φυλακών»
Σύμφωνα με την Αγγελική Καρδαρά η συζήτηση για το έγκλημα θα έπρεπε να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το τι συμβαίνει στον χώρο των φυλακών.
Αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει όπως εξηγεί για πολλούς λόγους. «Πρώτον, γιατί οι κρατούμενοι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θα βρεθούν εκτός φυλακής, δεύτερον, γιατί και κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους έχουν τη δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Τρίτον, γιατί στις φυλακές βρίσκονται κρατούμενοι για όλες τις κατηγορίες αδικημάτων, άρα και για μικρότερης ποινικής απαξίας πράξεις, συνεπώς είναι σημαντικό να μη βγουν από τις φυλακές με ένα πιο σκληρό εγκληματικό προφίλ. Όσο όμως οι φυλακές θα λειτουργούν σαν ''κολλέγια του εγκλήματος'', όπως αποκαλούνται στη ''γλώσσα της φυλακής'', τόσο το έγκλημα θα ανακυκλώνεται. Γι’ αυτό τονίζω πως ό,τι συμβαίνει στον χώρο των φυλακών αφορά την ευρύτερη κοινωνία» αναφέρει.
Το ζήτημα της εκτεταμένης «ιδρυματοποίησης»
Η διδάκτωρ του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, φιλόλογος, τακτική επιστημονική συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και επιστημονικά υπεύθυνη του Crime & Media Lab του ΚΕ.Μ.Ε εστιάζει παράλληλα στο μεγάλο ζήτημα της εκτεταμένης «ιδρυματοποίησης», επικαλούμενη μαρτυρίες όπως «η φυλακή είναι σπίτι μου, το ξέρω ότι ακόμα κι αν βγω αργά ή γρήγορα εδώ θα ξαναγυρίσω» και υπογραμμίζει μάλιστα πως άτομα που έχουν αποφυλακιστεί επιστρέφουν στη φυλακή λέγοντας «τουλάχιστον στη φυλακή έχω να φάω και να κοιμηθώ». «Πρέπει να εξετάσουμε και το τι μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής, καθώς και το ''μετά'' της φυλακής. Δεν είναι τυχαίο ότι η εγκληματολογική έρευνα, διεθνώς, μετατοπίζει το ερευνητικό ενδιαφέρον από την έννοια του ''σωφρονισμού'' στην έννοια της ''αποχής από το έγκλημα''. Το πώς δηλαδή, μετά την έκτιση της ποινής, το άτομο δεν θα διαπράξει την ίδια ή ακόμα πιο ειδεχθή πράξη από αυτή για την οποία βρέθηκε στη φυλακή. Η συγκεκριμένη θεωρία εξηγεί τη διαδικασία κατά την οποία οι κρατούμενοι, μετά την έκτιση της ποινής τους επιστρέφουν στην κοινωνία ''καθαροί'', δηλαδή απέχουν από την παραβατική δραστηριότητα. Ασφαλώς, συγκεκριμένοι παράγοντες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, σύμφωνα με την εν λόγω θεωρία. Δύο από τους κύριους παράγοντες είναι η ηλικία και η σταθερότητα στη ζωή» επισημαίνει.
«Σύμφωνα με έρευνες, ειδικά οι νέοι σε ηλικία παραβάτες μεγαλώνοντας δύναται να απέχουν από την εγκληματική δράση, με την κατάλληλη ασφαλώς και έγκαιρη παρέμβαση. Η σταθερή ζωή και κυρίως η σταθερή εργασία βοηθάνε σε μεγάλο βαθμό τον παραβάτη να εστιάσει την προσοχή του σε πιο δημιουργικές διεξόδους και να μείνει μακριά από την εγκληματική δράση. Παράλληλα, του δίνουν τη δυνατότητα να διευρύνει τους φιλικούς του κύκλους και κατ’ επέκταση να αναπτύξει μία διαφορετική κοινωνική ζωή» συμπληρώνει.
Η σταθερότητα αποτελεί «κλειδί» για την πορεία της ζωής μετά τη φυλακή
«Ως προς το ''μετά'' της φυλακής, η ''σταθερότητα'' θεωρείται λέξη-κλειδί. Δηλαδή να έχουν οι ίδιοι ή τα μέλη της οικογένειάς τους σταθερή εργασία, ένα σταθερό υποστηρικτικό περιβάλλον, αλλά και όπου κρίνεται αναγκαίο ίσως θα έπρεπε να συζητηθεί το ζήτημα επιτήρησης των υποτρόπων. Το πώς μπορεί να επιτευχθεί στην πράξη αυτό, χωρίς να προσκρούει σε άλλα καίρια νομικά ζητήματα, οι νομικοί είναι οι πλέον αρμόδιοι να το εξετάσουν και να δώσουν απαντήσεις» δηλώνει η Αγγελική Καρδαρά.
«Όσον αφορά την κρίσιμη συζήτηση περί ποινών, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δύο είναι οι σημαντικότερες αντιλήψεις που επικράτησαν σχετικά με τη λειτουργία και τους σκοπούς της ποινής, σε διεθνές επίπεδο, εκ διαμέτρου αντίθετες μεταξύ τους: οι ανταποδοτικές και οι ωφελιμιστικές. Βάσει αυτής της θεμελιακής διάκρισης μεταξύ ανταπόδοσης και ωφελιμισμού, έγκριτοι μελετητές, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, έχουν προχωρήσει στους δικούς τους, επιμέρους, διαχωρισμούς που παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η πρωταρχική διαφοροποίηση μεταξύ των ανταποδοτικών και ωφελιμιστικών θεωριών έγκειται στο ότι οι πρώτες εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο παρελθόν του δράστη, ενώ οι δεύτερες στο παρόν και το μέλλον όχι μόνο του δράστη αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας. Τα βασικά σημεία που διέπουν την ανταποδοτική θεωρία (retributive theory) συνίστανται, πρώτον στο ότι πρέπει να τιμωρούνται όσοι έχουν διαπράξει εγκλήματα με δική τους, αποκλειστικά, υπαιτιότητα και, δεύτερον στο ότι η ποινή έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από όσο η προστασία του κοινωνικού συνόλου. Άρα, η ποινή λειτουργεί ως τιμωρία για ένα έγκλημα που διαπράχθηκε στο παρελθόν και μέσω αυτής επιδιώκεται η ανταπόδοση του κακού. Αντίθετα, η ωφελιμιστική θεωρία (utilitarian theory) αποβλέπει στο γενικότερο όφελος της κοινωνίας, με την αποτροπή νέων εγκλημάτων. Άρα, ο χαρακτήρας της είναι προληπτικός. Για την επίτευξη του στόχου της, επικεντρώνεται στη ''βελτίωση'' του δράστη και τελικά στην επανένταξή του στην κοινωνία» εξηγεί η διδάκτωρ του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, φιλόλογος, τακτική επιστημονική συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και επιστημονικά υπεύθυνη του Crime & Media Lab του ΚΕ.Μ.Ε.
«Η ποινή διαχρονικά, είτε λαμβάνει την πιο ακραία της μορφή, αυτή της θανατικής καταδίκης, είτε λαμβάνει πιο ''ήπιες'' μορφές, όπως τον εγκλεισμό ή ακόμα εναλλακτικά της φυλάκισης μέσα, θέτει ως βασικό στόχο την περιθωριοποίηση του ''επικίνδυνου'' εγκληματία. Ένα σημαντικό σημείο διαφοροποίησης εντοπίζεται στο ότι οι πιο σκληρές τιμωρίες, όπως η θανατική και οι σωματικές ποινές, αποβλέπουν στον αφανισμό του δράστη χωρίς να του προσφέρουν μία δεύτερη ευκαιρία, ενώ τιμωρίες, όπως η φυλάκιση, μπορούν να δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία, αποβλέποντας ακόμη στη ''βελτίωσή'' του κρατούμενου, έστω κι αν στην πράξη αυτό έχει αποδειχθεί δύσκολο. Σαφώς, κοινή συνισταμένη και στις δύο περιπτώσεις είναι η πρόληψη νέων εγκλημάτων, την οποία προσδοκά το κοινωνικό σύνολο. Στις σύγχρονες νομοθεσίες, η αρχή της εξατομίκευσης της ποινικής κυρώσεως, θεωρείται αναγκαία για την πρόληψη της εγκληματικότητας και κυρίως της υποτροπής» καταλήγει η Αγγελική Καρδαρά.