Η πορεία προς το μοναχισμό
Η εγκατάσταση στην Κόνιτσα ήταν αρκετά δύσκολη. Η περιοχή δεν θύμιζε τα Φάρασα, είχε μόλις 11 χρόνια που είχε ελευθερωθεί από τους Τούρκους, την ώρα που στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας οι «εγκλωβισμένοι Έλληνες» περνούσαν δύσκολες μέρες.
Ο μικρός Αρσένιος μεγάλωνε μέσα σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε η πίστη στο θεό, ενώ άκουγε συνεχώς ιστορίες για τον άγιο Αρσένιο και ότι συνόδευε την πορεία του στην Καππαδοκία.
Η μητέρα του μάθαινε πώς να μην προκαλεί τα άλλα παιδιά και πώς να παραμένει ταπεινός ακόμη και όταν έβγαινε νικητής στα παιχνίδια με τους συνομιληκούς του. Παράλληλα τον έβαλε μέσα σε όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν τις οικογένειες που ήρθαν από την Μικρά Ασία να ξεχωρίζουν: Φαγητό όλοι μαζί ,προσευχή και νηστεία. Οι γονείς του έβλεπαν να μεγαλώνει ένα παιδί το οποίο ασπάζονταν τις αρχές τους και ο μέν πατέρας του τον εκτιμούσε ιδιαίτερα γιατί γινόταν καλός τεχνίτης , η δε μητέρα του γιατί έδειχνε ότι είναι πολύ ευλαβής.
Όπως αναφέρει το dogma.gr, σύμφωνα με την Εφημερίδα Κιβωτός της Ορθοδοξίας, και όλοι στην Κόνιτσα είχαν να λένε για το πάθος του μικρού Αρσένιου για την νηστεία. Αν και παιδί ζητούσε από την μητέρα του να του μαγειρεύει άγρια χόρτα χωρίς λάδι .Έτρωγε ελάχιστα και μάλιστα για να παραμείνει λιτοδίαιτος έσφιγγε πολύ τη ζώνη του! Ήταν δε το τέτοιο το πάθος του για την νηστεία που κάποια στιγμή τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του και έπεσε στο κρεβάτι. Πολύ αργότερα περιγράφοντας τον εαυτό του έλεγε: «τα χέρια μου ήταν σαν των μικρών παιδιών της Αφρικής, διότι ο οργανισμός μου στερήθηκε βασικές τροφές, όταν ήμουν μικρός. Ο λαιμός μου είχε γίνει σαν κοτσάνι κερασιού. Τα παιδιά μου έλεγαν θα πέσει το κεφάλι σου».
Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος που είχε μια μέρα με μία κυρία από την Κόνιτσα την Ερρικέτη Πατέρα:
-Παιδί μου έφαγες τίποτε σήμερα;
-Δεν έφαγα. Τι να φάω, αφού η μητέρα μου τα βράζει όλα τα φαγητά στην ίδια κατσαρόλα. Και το κρέας και τα νηστήσιμα αφού η κατσαρόλα τα απορροφά.
Έτσι συνέχιζε να νηστεύει και στη συνέχεια να αποσύρεται για να προσευχηθεί.
Όταν άρχισε να διαβάζει κάπως βρήκε την Αγία Γραφή και προσπαθούσε να τη μελετήσει. Ιδιαίτερα τον συγκινούσαν οι βίοι των αγίων .Οταν επέστρεφε από το σχολείο συνήθιζε πρώτα να διαβάζει τους βίους των αγίων και μετά να τρώει .Τα αδέλφια του αλλά και οι φίλοι του προσπαθούσαν να τον πείσουν να αφιερώνει λιγότερο χρόνο στα εκκλησιαστικά .Μάταια. Ο Αρσένιος δεν άκουγε κανέναν. Απομονώνονταν και προσεύχονταν την ώρα που τα άλλα παιδιά έπαιζαν στα στενά σοκάκια της Κόνιτσας. Ο,τι δε διάβαζε προσπαθούσε να τα εφαρμόζει στην καθημερινοτητά του. Κάποτε είχε διαβάσει πως όταν φοβάσαι έναν τόπο θα πρέπει να συχνάζεις εκεί για να το ξεπεράσεις. Ο ίδιος φοβόταν όταν περνούσε από το νεκροταφείο.
Όπως έλεγε αργότερα μια μέρα είδε έναν άδειο τάφο .Το βράδυ πήγε στο νεκροταφείο και μπήκε μέσα στον τάφο τη νύχτα». Η καρδιά μου κτυπούσε. Στην αρχή ήταν δύσκολο. Μετά συνήθισα. Κάθησα αρκετή ώρα και εξοικειώθηκα.
Πήρα θάρρος και άρχισα να γυρίζω από μνήμα σε μνήμα προσέχοντας μη με δούν και με περάσουν για φάντασμα. Αυτό ήταν πήγα τρία βράδια στο νεκροταφείο και μου πέρασε ο φόβος».
Η σχέση του με τα εκκλησιαστικά βιβλία αν και τότε ήταν μόλις 10 χρόνων ήταν καταλυτική. Όταν οι άλλοι του έλεγαν να διαβάζει λιγότερο ,αυτός έκρυβε τα βιβλία του στα στρώματα και συνέχιζε.
Με την πρώτη ευκαιρία χάνονταν στο δάσος μάζευε βελανίδια , τα περνούσε σε ένα σκοινί και το έκανε κομποσκοίνι για να μετρά τις προσευχές και τις μετάνοιες.
Ήταν η περίοδος όπου άρχισε σιγά- σιγά να δημιουργείται ο μύθος του παιδιού που …προορίζεται να γίνει ο εκλεκτός του θεού!
Η αδελφή του η Χριστίνα πρώτη μίλησε για ένα περίεργο …τουλάχιστον περιστατικό : κάποτε έβρεχε. Οι γονείς τους ήταν στα χωράφια και βρέχονταν. Ο Αρσένιος πήρε και τα αδέλφια του πήγαν στο εικοονστάσι του σπιτιού και προσευχήθηκαν. Η βροχή σταμάτησε.
Ανεξάρτητα εάν πιστεύει κάποιος ή όχι στη δύναμη της προσευχής ,το βέβαιο είναι ότι ο μικρός Αρσένιος δημιουργούσε την αίσθηση ενός χαρισματικού παιδιού που ανέπτυσσε μια διαφορετική σχέση με την Ορθοδοξία. Αλλωστε , όποιος τον ρωτούσε τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις αυτός απαντούσε μονολεκτικά και αποφασιστικά: καλόγερος.
Την πρώτη προσπάθεια να γίνει μοναχός ασκητής την έκανε μόλις 11 χρόνων . Την περιέγραφε δε αργότερα με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού: «όταν ήμουν ακόμη στο σχολείο διάβαζα τους βίους των αγίων και επιθυμούσα να γίνω ασκητής. Έβγαινα συχνά έξω από το χωριό. Ήμουν τότε έντεκα χρόνων. Είχα εντοπίσει ένα μεγάλο βράχο. Μια μέρα ξεκίνησα να ανεβώ ,να γίνω στυλίτης. Πήρα ένα μικρό σιδεράκι μαζί μου για να τρώω κανένα χορταράκι, όπως οι παλιοί ασκητές. Περπάτησα μιάμιση ώρα μέσα στα βουνά και τον βρήκα. Ηταν ψηλός βράχος. Ανέβηκα με δυσκολία.
Εξάντλησα όλες μου τις δυνάμεις και μετά άρχισα να σκέπτομαι: οι ερημίτες είχαν ρίζες και έτρωγαν , λίγο νεράκι ,έναν χουρμά. Εσύ δεν έχεις τίποτε επάνω στο βράχο. Πως θα ζήσεις; Με είχε κόψει η πείνα .Δεν άντεχα άλλο , οπότε λέω …ας πάω να φάω κανένα χορταράκι. Που να κατέβω όμως. Καλά ανέβηκα αλλά πως κατεβαίνω τώρα;
Τέλος πήρα μια κουτρουβάλα πως δε σκοτώθηκα…».
Στυλίτης δεν έγινε… όμως μέρα με τη μέρα έρχονταν πιο κοντά στο όνειρό του που ήταν να γίνει μοναχός.
Στο δημοτικό σχολείο ήταν ένα παιδί υπάκουο και προσεχτικό και καλός μαθητής «με μάτια ζωηρά» και γι αυτό το παρατσούκλι του ήταν «Γουμπισία» που στα Φαρασιώτικα σημαίνει « πυγολαμπίδα».
Το σχολείο το τελείωσε με βαθμό οκτώ και διαγωγή κοσμιοτάτη. Στην Κόνιτσα όμως δεν είχε γυμνάσιο και έτσι στράφηκε προς την ξυλουργική.
Παρά τη σκληρή δουλειά αυτός επέμενε να νηστεύει. Οταν έμαθε την τέχνη το πρώτο που έκανε ήταν ένα εικονοστάσι για το σπίτι τους και ένα σταυρό σαν αυτούς που έβλεπε στα βιβλία.
Αργότερα άνοιξε δικό του ξυλουργείο. Εφτασε σε σημείο να κάνει και φέρετρα για τα οποία όμως αρνούνταν να παίρνει χρήματα, για να μην επιβαρύνει τον πόνο των συγγενών!
Παράλληλα με την αναγνωρισή του ως καλού τεχνίτη σε όλη την περιοχή μιλούσαν γι αυτόν με τα καλύτερα λόγια για τη πορεία που διέγραφε ως χριστιανός , αλλά και δυσανάλογα με μεγάλο σεβασμό για την ηλικία του.
Ήταν μόλις 15 χρόνων όταν άρχισε να ψάχνει να βρει τρόπους για να αφήσει τα εγκόσμια.
Ενα δε περιστατικό μεταξύ του Αρσενίου και του πατέρα του είναι χαρακτηριστικό του πάθους του για τον μοναχισμο. Σε ένα γάμο ο πατέρας του «ευχήθηκε και στις χαρές σου». Εκείνος από αντίδραση δεν του ξαναφίλησε το χέρι!Είχε πια μπεί σε ένα δρόμο που δεν είχε επιστροφή. Πλέον αναζητά φίλους σε πρόσωπα τα οποία έχουν τις ίδιες ανησυχίες. Θέλει να βρεί ενάρετους μοναχούς να τον καθοδήσουν. Πηγαίνει στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας το οποίο απέχει από το πατρικό του σπίτι στην Κόνιτσα περίπου 10 λεπτά και προσεύχεται.
Την ίδια στιγμή εξασκούνταν σκληρά για την μοναχική ζωή που είχε αποφασίσει να ακολουθήσει:
Έτρωγε άνοστα φαγητά. Δεν έβαζε αλάτι για να μην πίνει πολύ νερό.
Έπλενε μόνος του τα ρούχα του. Οταν δε πήγαινε με τους δικούς του στα χωράφια, έβγαζε τα παπούτσια του και έτρεχε ξυπόλυτος. Τα πόδια του μάτωναν και αυτός υπέμεινε τον πόνο μιμούμενος τους μάρτυρες!
Τώρα πια είχε μάθει καλά να μεταφέρει όσα διάβαζε για τον Χριστό και τους Αγίους σε νεαρά παιδιά .
Tα χρόνια της θύελλας
Την περίοδο της κατοχής η οικογένεια του νεαρού Αρσένιου στην Κόνιτσα βοήθησε πολλούς προσφέροντας κυρίως τρόφιμα. Την περίοδο του εμφυλίου συνελήφθη από αντάρτες. Οταν ρωτήθηκε γιατί τον συνέλαβαν απάντησε: επειδή ο αδελφός μου είναι με τον Ζέρβα.
-Και γιατί είναι είναι στον Ζέρβα;
-ο αδελφός μου είναι πιο μεγάλος .Εγώ δεν δεν μπορώ να του κάνω κουμάντο.
Αφέθηκε ελεύθερος. Από τότε άρχισε να κρύβεται σε διάφορα σπίτια ή στο δάσος. Στην περιβόητη μάχη της Κόνιτσας ως εθελοντής είχε αφιερωθεί στην περιποίηση των τραυματισμένων.
Από τότε είχε τραβήξει την δική του διαχωριστική γραμμή. Ο κομμουνισμος , ως ιδεολογία ήταν για τον Αρσένιο «εχθρός» της θρησκείας.
Μάλιστα την θέση του αυτή συνήθισε να τη μεταφέρει συχνά σε άλλους κληρικούς οι οποίοι έφτιαχαν μεγάλες εκλλησίες με χρυσά και ασημένια καντήλια: « τι τα θέλετε αυτά. Για να έρθούν οι κομμουνιστές να τα αρπάξουν και να κάνουν όπλα εναντίον μας».
Παρά την απόλυτη θέση του για τον κομμουνισμό , δεν απέφευγε να μιλά με κομμουνιστές .
Κάποια στιγμή ήρθε και η δική του ώρα να υπηρετήσει τον στρατό. Οι δικοί του υποστηρίζουν ότι τότε , λίγο πριν καταταγεί , πήγε στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας προσευχήθηκε : «Ας ταλαιπωρηθώ, ας κινδυνεύσω, μόνο να μη σκοτώσω άνθρωπο και να αξιωθώ να γίνω μοναχός».
Στις 20 Απριλίου του 1948 κατατάχτηκε στο στρατό. Παρουσιάστηκε στην Κόρινθο και στη συνέχεια μετατέθηκε στην Τρίπολη όπου πήρε την ειδικότητα του ασυρματιστού. Ως μοναχός αργότερα χαρακτήριζε τους μοναχούς «ασυρματιστές του θεού»!
Το ότι έγινε ασυρματιστής ήταν σημαντικό για τον ίδιο αφού δεν είχε πλέον σχέση με τα όπλα.
Η μονάδα του πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών σε διάφορες περιοχές με τον ίδιο να είναι πότε πρόθυμος να βοηθήσει τους συναδέλφους του και πότε ανυάκουος στρατιώτης στους αξιωματικούς που έβριζαν τα θεία.
Στις 21 Μαρτίου του 1950 απολύθηκε από τον Στρατό .Υπηρετούσε τότε σε μονάδα της Μακρακώμης .
Η πορεία προς το μοναχισμό
Μετά το στρατό έμεινε για λίγο στην Κόνιτσα και στη συνέχεια φορώντας ακόμη τα στρατιωτικά ρούχα ταξίδεψε για το Αγιο Ορος προκειμένου να βρεί «γέροντα να υποταχθεί».Την πρώτη μέρα φιλοξενήθηκε στο κελί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου που ανήκε στη μονή Μεγίστης Λαύρας
Στη συνέχεια «αναζητώντας τον καλό γέροντα» πέρασε από καλύβια, σκήτες και κελιά πότε πέφτοντας πάνω σε ζηλωτές και πότε σε μοναχούς που δεν ήταν ανταποκρινόταν σε αυτά που ήθελε.
Αργότερα ο ίδιος περιέγραψε την πρώτη του εκείνη εμπείρία: «Πολύ ταλαιπωρήθηκα ως αρχάριος να βρώ αυτό που επιθιμούσα.Φυσικά κανείς δεν μου έφταιξε παρά μόνο οι πολλές μου αμαρτίες , όπως επίσης και η χωριατοσύνη μου ήταν η δεύτερη αιτία για να ταλαιπωρηθώ που εμπιστευόμουνα τον εαυτό μου σε όποιον εύρισκα. Στην αρχή ,μέχρι να βγάλω τα πνευματικά μου φτερά κανείς δεν με βοήθησε .Ολοι με έσπρωχναν».
Εκείνη την περίοδο η οικογένειά του του ζήτησε να επιστρέψει στην Κόνιτσα. Η πρώτη του επίσκεψη στο Αγιο Ορος δεν ήταν και η πλέον δημιουργική γιάυτόν.
Στην Κόνιτσα άρχισε πάλι να εργάζεται ως μαραγκός. Την ημέρα σκληρή δουλειά και νηστεία και το βράδυ προσευχή, συνεχείς μετάνοιες και ύπνο στο τσιμέντο για να συνηθίσει στη σκληρή ζωή του μοναχού.
Κρέας δεν έτρωγε. Ούτε καν στο στρατό δεν έφαγε.Τώρα πια είχε αφήσει γένια ,μοιάζοντας και εξωτερικά σε ασκητική μορφή.
Τον Μάρτιο του 1953 , ήταν πιο έτοιμος από ποτέ να γίνει μοναχός.
Τότε αλλά κα αργότερα έλεγε : «Η εκκλησία μας διδάσεκι δύο δρόμους. Τον μοναχισμό και τον γάμο. Το βόδι που δεν πάει ούτε στον ζυγό ούτε στην αυλακιά πάει στον χασάπη».
Αυτός επέλεξε και πάλι να ταξιδέψει στο Άγιο Όρος αφήνοντας για μια ακόμη φορά την Κόντιτσα. Τώρα επιλέγει να δοκιμάσει τις αντοχές του στη μονή Εσφιγμένου.
Ένα χρόνο αργότερα στις 27 Μαρτίου του 1954 παίρνει ρασοευχή και μετονομάζεται σε Αβέρκιος.Στον πνευματικο τουΠαύλο γράφει:
«επροχθές έλαβα ροσοευχή και με μετονόμασαν Αβέρκιο. Ήθελαν να με κάνουν μεγαλοσχημο αλλά εγώ ο ταλαίπωρος δεν μπορώ να κάνω αυτά που απαιτεί τοι Μικρό Σχήμα, πόσο μάλλον να κάνω αυτά που απαιτεί το Μέγα;».
Όλο αυτό το διάστημα ο Αβέρκιος ψάχνει στον Αθω να βρεί «τα αρωματισμένα λουλούδια της Παναγιάς», δηλαδή φωτισμένους μοναχούς.
Στις 12 Μαρτίου του 1956 αφήνει τη μονη΄Εσφιγμένου και πηγαίνει στη Φιλοθέου. Στις 3 Μαρτίου του 1957 κάρεται μοναχός και παίρνει το όνομα Παίσιος. Στην μητέρα του στέλνει επιστολή με την υπογραφή Μοναχός Παίσιος Φιλοθείτης. Παράλληλα όμως εμφανίστηκαν και τα πρώτα προβλήματα υγείας και επιστρέφει στη Κόνιτσα για θεραπεία. Αρνείται να εισαχθεί σε νοσοκομείο για να μην «διασυρθεί ο μοναχισμος».
Στον πνευματικό του Παύλο «απολογείται» σε δραματικούς τόνους: « Στην περίπτωση που εισαχθώ στο νοσοκομείο θα μαθευτεί σε όλους. Καθώς γνωρίζεις μικροί μεγάλοι ,ως πνευματικώς νεκροί ,αφορμήν θέλουν να κατηγορήσουν το μοναχικόν πολιτευμα. Θα διαδοθεί από αυτούς ότι όσοι γίνονται μοναχοί ,να που καταλήγουν Κόνιτσα,στα σνατόρια. Οταν εγώ γίνω σκάνδαλο σε αυτούς που επιθυμούν να μονάσουν, τι την θέλω την ζωή μου;».
Για λίγους μήνες παραμένει στην Κόνιτσα όπου κάνει θεραπεία και προσεύχεται.
Στην χαράδρα του Αώου , δύο ώρες δρόμο στην κορυφή της Γκαμήλας υπάρχει η Ιερά Μονή Στομίου την οποία είχαν κάψει οι Γερμανοί. Τον Αύγουστο του 1958 πηγαίνει εκεί , όπου αρχίζει και την ανοικοδόμησή της.