Τι καταθέτουν τα θύματα της διάρρηξης - μαμούθ αλλά και τα πρόσωπα του στενού κύκλου του κατηγορούμενου
Τον τρόπο με τον οποίο άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι του νήματος της διάρρηξης - μαμούθ των τεσσάρων τραπεζικών θυρίδων περιγράφουν στις καταθέσεις τους οι τέσσερις γυναίκες οι οποίες είδαν να κάνουν «φτερά» χρήματα και κοσμήματα αξίας εκατομμυρίων.
Στις 13 Νοεμβρίου 2020 διαπιστώθηκε ότι μια από τις επίμαχες θυρίδες ήταν άδεια. Εκείνη την ημέρα η κάτοχος της είχε επισκεφθεί την τράπεζα μαζί με το γιο της. Την τελευταία φορά που άνοιξε το κουτί της θυρίδας, τον Αύγουστο του 2020, περιείχε 42.000 €, κοσμήματα συνολικής αξίας άνω των 700.000 € καθώς και ένα χειρόγραφο σημείωμα.
«Όταν μαζί με το γιο μου ανοίξαμε το σιδερένιο κουτί διαπίστωσα ότι έλειπαν από το εσωτερικό του όλα τα χρήματα και τα κοσμήματα και υπήρχαν μόνο το χειρόγραφο σημείωμα και άδεια κουτιά κοσμημάτων. Αμέσως κάλεσα την υποδιευθύντρια να έρθει και της εξήγησα τι ακριβώς είχε συμβεί» καταθέτει η γυναίκα η οποία περιγράφει ότι στην αρχή αμφισβητήθηκε από τους υπαλλήλους της τράπεζας οι οποίοι την κατηγόρησαν για δυσφήμιση. Η γυναίκα κάλεσε την αστυνομία και σημείωσε ότι λίγο αργότερα διαπιστώθηκε από τον κλειδαρά της τράπεζας πως η κλειδαριά της θυρίδας ήταν παραβιασμένη.
Ένα τηλεφώνημα της διευθύντριας της τράπεζας, με το οποίο της ζητούσε να έρθει επειγόντος να ελέγξει το περιεχόμενο της θυρίδας της, δέχτηκε στις 18 Νοεμβρίου 2020 η δεύτερη παθούσα.
Η γυναίκα ανοίγοντας την θυρίδα της διαπίστωσε πως λείπουν από αυτή 130.000 ευρώ, κοσμήματα η αξία των οποίων υπερβαίνει το 1,5 εκ ευρώ και χαρτιά για μελλοντικό δικαστήριο. Στην κατάθεση της σημειώνει ότι της έκανε εντύπωση πως εκλάπησαν οι τέσσερις μεγάλες θυρίδες που ήταν κολλητά η μια δίπλα στην άλλη.
Τηλεφωνικά ενημερώθηκε και το τρίτο θύμα της κλοπής. Η γυναίκα διαπίστωσε ότι είχαν κλαπεί από τη θυρίδα της, την οποία τελευταία φορά επισκέφθηκε στο 2017, κοσμήματα αξίας 1.000.000 ευρώ και 75 χρυσές λίρες Αγγλίας.
Το τηλεφώνημα της διευθύντριας της τράπεζας δέχτηκε και η τέταρτη γυναίκα η οποία διαπίστωσε ότι 1.000.000 ευρώ και κοσμήματα αμύθητης αξίας είχαν εξαφανιστεί.
«Την μία μέρα μπορεί να μου έλεγε ότι έχει λεφτά είναι ο την άλλη έλεγε ότι δεν έχει»
Τον κύκλο των προσώπων που είχαν σχέση με τον προφυλακισμένο επιχειρηματία, Βασίλη Γκουρούση εξέτασαν οι αρμόδιες αρχές σε μια προσπάθεια να εντοπίσουν πιθανούς συνεργούς αλλά και τον θησαυρό που παραμένει άφαντος.
Έτσι, εκτός από την σύζυγο του κατηγορούμενου επιχειρηματία, γνωστή αισθητικό, εξετάστηκε και μια ενδυματολόγος η οποία τον γνώρισε το 2019 και μετά το τέλος της συνεργασίας τους είχαν έρθει κοντά.
Στην κατάθεση της η γυναίκα, με την οποία ο κατηγορούμενος μιλούσε την ώρα της σύλληψης του, υποστήριξε ότι ο 58χρονος της παρουσιάστηκε ως άνθρωπος με μεγάλη οικονομική ευχέρεια, ενώ αναφέρθηκε και σε ένα ζήτημα που είχε προκύψει με την εφορία κατά την περιοδεία τους στη Θεσσαλονίκη.
«Όταν τον γνώρισα μου παρουσιάστηκε ως ένα άτομο το οποίο έχει πολλά χρήματα ως θεατρικός παραγωγός και ότι έχει ακίνητη περιουσία και σκάφη. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας στην Θεσσαλονίκη, ενημερώθηκα από άτομα που βρίσκονταν εκεί, ότι γίνεται κάποιος έλεγχος από την εφορία με τα εισιτήρια της παράστασης γιατί είχε γίνει ένα μπέρδεμα με τις σφραγίδες. Δεν έμαθα περαιτέρω λεπτομέρειες για το σκηνικό αυτό και δεν έδωσα βάση. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας με προσέγγισε περισσότερο και γνωριστήκαμε καλύτερα. Μετά το τέλος της περιοδείας βρισκόμασταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα και είχαμε πιο άμεση επαφή.» κατέθεσε ενώ τον χαρακτήρισε «ασταθή άνθρωπο, που άλλαζε συνεχώς γνώμες» με αποτέλεσμα να μην μπορεί η ίδια να καταλάβει ποτέ λέει αλήθεια και ποτέ αποκρύπτει πράγματα ως προς τα οικονομικά του στοιχεία.
«Την μία μέρα μπορεί να μου έλεγε ότι έχει λεφτά είναι ο την άλλη έλεγε ότι δεν έχει, με δικαιολογία την κατάσταση που επικρατεί λόγω πανδημίας.» ανέφερε χαρακτηριστικά και επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι εκείνος της είχε ζητήσει να ψάξει σπίτι αξίας μέχρι 1 εκατομμύριο για να μείνουν μαζί. Η τιμή στη συνέχεια έπεσε στις 700.000 όπως περιγράφει η μάρτυρας καθώς ο κατηγορούμενος της είπε πως δεν έχει χρήματα λόγω της πανδημίας και θέλει να πάρει δάνειο.
«Μετά από καιρό μου πρότεινε το δάνειο να βγει στο όνομα μου και ότι το σπίτι θα ήταν στο όνομα μου. Εγώ από τη μεριά μου ζήτησα εξηγήσεις για ποιο λόγο να βγει στο όνομα μου και ο ίδιος με διαβεβαίωσε ότι δεν έχω να φοβάμαι κάτι και το ίδιο θα μπει εγγυητής στο δάνειο λόγω της ακίνητης περιουσίας που έχει.» κατέθεσε η ενδυματολόγος και συμπλήρωσε πως όταν τον ρώτησε για ποιο λόγο δεν μπορεί να βγάλει δάνειο στο όνομα του της απάντησε πως δεν μπορεί να της εξηγήσει από το τηλέφωνο γιατί μπορεί να παρακολουθούν το τηλέφωνο του λόγω του μπερδέματος που είχε γίνει με τα εισιτήρια και τις σφραγίδες στην περιοδεία της Θεσσαλονίκης.
«Μετά απ’ όλα αυτά συμφώνησα να προχωρήσουμε το δάνειο στο όνομά μου, με εγγυητή τον ίδιο. Το ποσό που θα προσπαθούσε να πάρει σε δάνειο θα ήταν μέχρι 400.000 € ενώ το ακίνητο θα ήταν περίπου 700 με 800.000 €. Του ανέφερα ότι η φορολογική μου δήλωση είναι πολύ χαμηλή και μου είπε ότι για να φαίνεται πιο υψηλό εισόδημα θα μου κάνει πρόσληψη στην εταιρεία με καλλυντικά προϊόντα που διέθετε αλλά θα συμβουλευόταν και τον λογιστή του και θα κατέθετε αυτός τα χαρτιά για το δάνειο» είπε η μάρτυρας η οποία υποστήριξε ότι της ζήτησε να χρησιμοποιήσει ένα άγνωστο κινητό για να μιλήσει με την υπάλληλο της τράπεζας και να της πει ότι ότι βρίσκεται εκτός Αθηνών.
«Εκεί εγώ αρνήθηκα να πάρω το καινούριο τηλέφωνο. Επίσης ανέφερα στον κατηγορούμενο ότι θέλω να παρευρίσκομαι στο ραντεβού για το δάνειο, διότι θα έβγαινε στο όνομα μου» περιέγραψε και εξήγησε ότι τελικά ο κατηγορούμενος έκανε μόνος του το ραντεβού για το δάνειο. Η υπόθεση του δανείου, σύμφωνα με την μάρτυρα, προκάλεσε καυγά μεταξύ τους με τον κατηγορούμενο να της λέει πως τελικά δεν πήρε έγκριση. Ωστόσο, σύμφωνα με την μάρτυρα η προσπάθεια για την έκδοση δανείου συνεχίστηκε από τον κατηγορούμενο καθώς του σύστησαν ένα νέο άτομο για να έρθει σε επαφή.
«Του είπα ξανά ότι θέλω να παρευρεθώ στο ραντεβού και μου είπε εντάξει.» ανέφερε η γυναίκα και πρόσθεσε πως τελικά διαπίστωσε πως ο κατηγορούμενος ζήτησε να ακυρωθεί το νέο ραντεβού με την τράπεζα.
Η μάρτυρας υποστήριξε στην κατάθεση της ότι συνέχισε να της λέει ψέματα ενώ σε επόμενη κατάθεση υποστήριξε πως βρήκε συσκευή εντοπισμού κολλημένη εξωτερικά του αυτοκινήτου της. "Καταλαβαίνω ότι ο ίδιος είχε τοποθετήσει την συσκευή εντοπισμού στο όχημα μου ένα αγνοία μου, προκειμένου να παρακολουθεί ηλεκτρονικά τις κινήσεις μου" ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Λογιστικά δεν δέχτηκα να καταχωρήσω τίποτα για αυτή την εταιρεία»
Γνώστης της προσπάθειας να πάρει δάνειο ο κατηγορούμενος στο όνομα μιας γυναίκας ήταν και ο λογιστής του ο οποίος κατέθεσε πως δεν είχε εμπλοκή στις διαδικασίες συμπληρώνοντας ότι αυτό που του έκανε εντύπωση ήταν ότι το εκκαθαριστικό της είχε πολύ χαμηλά εισοδήματα και δεν θα τους ενέκριναν με τίποτα το δάνειο.
«Πριν 15 μέρες περίπου, που τον ρώτησα τυχαία, μου είπε ότι το δάνειο απορρίφθηκε» ανέφερε ενώ η κατάθεση του λογιστή εστιάστηκε στην μεταβίβαση του καταστήματος της συζύγου του κατηγορούμενου σε έναν αλλοδαπό το 2019. «Το έτος 2019 μεταβίβασαν το κατάστημα κομμωτήριο, στον S.G, τον οποίο εγώ δεν έχω δει ποτέ και αγνοώ την ύπαρξη του. Ο S.G έχει τεθεί ως πρόεδρος και ο κατηγορούμενος έχει τεθεί ως υπεύθυνος. Η γυναίκα του είναι υπάλληλος στην εταιρεία αυτή και ο κατηγορούμενος τρέχει την εταιρία σαν υπεύθυνος με βάση τα χαρτιά» περιγράφει ο λογιστής του κομμωτηρίου, συμπληρώνοντας ότι δεν θέλησε να αναλάβει την ευθύνη για μια εταιρία της οποίας τον ιδιοκτήτη δεν γνώριζε.
«Λογιστικά δεν δέχτηκα να καταχωρήσω τίποτα για αυτή την εταιρεία από το 2019, καθώς δεν ήθελα την συνεργασία με αυτό τον άνθρωπο γιατί δεν γνώρισα αυτόν που έθεσαν ως πρόεδρο. Το μόνο που έκανα αυτή την εταιρία είναι ότι κρατούσα την μισθοδοσία μέχρι να αναλάβει άλλος λογιστής. Αυτό το έκανα λόγω των παιδιών που δούλευαν εκεί μέσα για να είναι ασφαλισμένοι» τόνισε.
Για κατάθεση κλήθηκε και ένας κοσμηματοπώλης στον οποίο οδηγήθηκαν οι αρχές ακολουθώντας τις κινήσεις του προφυλακισμένου επιχειρηματία.
Ο κοσμηματοπώλης, ο οποίος γνωρίζει τον κατηγορούμενο εδώ και 20 χρόνια , υποστήριξε ότι τον ενημέρωσε πως θα πουλούσε κάποιο ρολόι μάρκας Rolex σε γνωστό του. Μάλιστα επειδή έφερε το ρολόι επάνω του κάποια χαρακτηριστικά μπριγιάν τον ρώτησε πόσο θα στοίχιζε η αλλαγή καντράν γιατί ο νέος ιδιοκτήτης δεν τα επιθυμούσε.
«Εγώ το γυάλισα το ρολόι, επικοινώνησα με την αντιπροσωπεία και ενημερώθηκα για το κόστος της αλλαγής του καντράν και στη συνέχεια τον ενημέρωσα πως θα καθυστερούσε η παράδοση από την αντιπροσωπεία για δύο μήνες. Εκείνος με ενημέρωσε πως προς το παρόν δεν θα αλλάξει το καντράν και προσήλθε και του παρέδωσα το ρολόι του γυαλισμένο» κατέθεσε ο μάρτυρας συμπληρώνοντας ότι το ρολόι δεν ήταν κλεμμένο γιατί το έλεγξε η αντιπροσωπεία.