Οι Ροδίτες είχαν γίνει κοινωνοί της εθνικής προσπάθειας από ένα νεαρό καλόγερο που έφθασε στο νησί
Παρά τον διακαή πόθο των κατοίκων της να συμμετάσχουν στην επανάσταση του 1821 η Ρόδος δεν κατάφερε να πάρει μέρος σε αυτήν για αντικειμενικούς λόγους αλλά και επειδή η προσπάθεια προδόθηκε εκ των έσω με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να φυλακιστούν ο μητροπολίτης του νησιού και οι τοπικοί ηγέτες που ήταν μυημένοι στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας.
Οι Ροδίτες είχαν γίνει κοινωνοί της εθνικής προσπάθειας από ένα νεαρό καλόγερο που έφθασε στο νησί, απεσταλμένο του οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, που έδρασε με απόλυτη μυστικότητα όπως το επέβαλλαν οι συνθήκες.
Δυστυχώς όμως, στην συνέχεια αφίχθη στο νησί ένας έμπορος, μέλος της Φιλικής Εταιρείας ο οποίος κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του μητροπολίτη Αγάπιου και των προκρίτων του νησιού που είχαν γίνει μέλη της Φιλικής Εταιρείας και που προετοιμαζόταν για τον εθνικό ξεσηκωμό. Ο εν λόγω έμπορος ήταν άνθρωπος των Οθωμανών και μόλις έμαθε όσο το δυνατόν περισσότερα φρόντισε να καταδώσει τους φιλικούς στον διοικητή της Ρόδου, ο οποίος τους συνέλαβε όλους και τους φυλάκισε για αρκετούς μήνες με αποτέλεσμα όταν ξέσπασε η επανάσταση να μην υπάρχουν οι ηγέτες που θα ξεσήκωναν και θα οργάνωναν τον λαό.
Μεμονωμένα βέβαια αρκετοί Ροδίτες αλλά και κάτοικοι των άλλων νησιών της Δωδεκανήσου έσπευσαν από την πρώτη στιγμή να βρεθούν στην ηπειρωτική Ελλάδα και να πάρουν μέρος στον εθνικό αγώνα. Τα πράγματα μάλιστα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα όταν τον μετριοπαθή Γιουσούφ Μπέη, αντικατέστησε ο «θηριώδης» Σιουκιούρμπεης ο οποίος σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση ήταν εξισλαμισμένος Έλληνας από την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων της Μάνης. Ο Σιουκιούρμπεης που έμεινε στην ιστορία ως ένας ιδιαίτερα δεσποτικός ηγεμόνας απέτρεψε με την παρουσία του τους Ροδίτες να ξεσηκωθούν τους προστάτευσε όμως και από τα αντίποινα των Οθωμανών στρατιωτών που βρίσκονταν στο νησί, ίσως επειδή δεν μπορούσε να ξεχάσει την καταγωγή του.
Το πώς προδόθηκε η επανάσταση στη Ρόδο κατέγραψε ένας από τους σημαντικότερους λαογράφους του νησιού ο Αναστάσιος Βρόντης, ο οποίος στο βιβλίο του «Η Ρόδος το 1821 και οι άγνωστοι ήρωες της», (εκδόθηκε το 1950 και βρίσκεται στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρόδου) αναφέρει τα εξής:
«Όταν το Ελληνικό έθνος εξεγέρθηκε σύσσωμο στο 1821 για να αποκτήση την ελευθερία του, η Ρόδος δεν μπόρεσε να λάβη μέρος στο απελευθερωτικό κίνημα γιατί όπως γράφει κι ο μεγάλος ιστορικός Παπαρρηγόπουλος στην ιστορία του (Τόμος 6 σελ. 779) «Εκ των μεγαλυτέρων νήσων Κρήτης, Ρόδου καί Κύπρου αίτινες πάσαι κατείχοντο υπό πολυαρίθμων Οσμανιδών επερειδομένων επί ισχυρών φρουρίων δεν επανέστη ειμή μόνον η Κρήτη.
Εκτός του πολυαρίθμου Τουρκικού στρατού, υπήρχε και ο Αιγυπτιακός στόλος, ο οποίος ταχτικά επεσκέπτετο την Ρόδον είτε για ύδρευση είτε από τρικυμίες και όταν κατεδιώκετο από τον Ελληνικόν στόλον.
Δεν μπόρεσε να επαναστατήση η Ρόδος όχι μόνο γιατί ήτο τρομοκρατημένη και αλυσοδεμένη με πολυάριθμο Τουρκικό στρατό, αλλά και διότι συνελήφθησαν με προδοσία και εφυλακίσθησαν οι φιλικοί της, οι οποίοι είχαν μυηθή στον σκοπό της Φιλικής Εταιρείας από ένα νεαρό καλόγηρο, που έστειλεν επίτηδες το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Απρίλιο του 1820.
Ο Μητροπολίτης Αγάπιος και αρκετοί πρόκριτοι της Ρόδου, είχαν γίνει μέλη της Φιλικής Εταιρείας καί επερίμεναν την ημέρα που θα εδίδετο το σύνθημα για να ανάψη η πυρκαϊά και στον τόπο τους.
Με την ψυχή στο στόμα περίμεναν όλοι τους το φωτεινό ξημέρωμα, μα πήγαν χαμένοι όλοι οι κρυφοί πόθοι και ελπίδες αιώνων σκλαβιάς, γιατί κάποιος κακοποιός, ο προδότης Ασημάκης, όργανον της Τουρκικής Κυβερνήσεως, που εγνώριζε τα σήματα και τον όρκο της Φιλικής Εταιρείας, προσποιούμενος τον έμπορο, ήλθε στην Ρόδο από την Κωνσταντινούπολη και εσχετίσθηκε με τον Μητροπολίτην Αγάπιο και τους άλλους μυημένους προκρίτους.
Για να πετύχη καλύτερα τον σκοπό του ο άθλιος, αρραβωνιάστηκε με μία όμορφη Ροδιτοπούλα, την κόρη του ιατρού Πελαΐτη, που την λέγανε Σμαράγδα και έπιασε πολλές σχέσεις με τις οποίες κατώρθωσε να ανακαλύψη όλους τους Φιλικούς της Ρόδου.
Χωρίς να χάση καιρό ο άθλιος, έδωσε στον τότε Διοικητή της Ρόδου, Γιουσούφ μπέη, κατάλογο όλων των Φιλικών, τους οποίους συνέλαβαν αμέσως και έρριψαν στην φυλακή του Ζιντανίου, που βρισκόταν στο Παλάτι των Ιπποτών.
Δεν περιγράφεται η λύπη και η αγανάκτηση του κόσμου όταν έμαθε την προδοτική διαγωγή του Ασημάκη και την φυλάκιση των καλών εκείνων πατριωτών οι οποίοι ήσαν οι εξής: 1) Ο Μητροπολίτης Ρόδου Αγάπιος, 2) ο Παπά Μανώλης, εφημέριος της Αγίας Αναστασίας, 3) ο Ιωάννης Καζούλλης, 4) ο Αποστόλης Βλαστός, 5) ο Εμμανουήλ Καστρίσιος, 6) ο Φίλιππος Δημητρίου Φιλιππάκης, 7) ο Βασίλειος Ζαχαριάς, 8) ο Α. Δελαπόρτας, 9) ο Α. Στουπεντζής και άλλοι.
Στην φυλακή έμειναν αρκετούς μήνες, απογοητευμένοι και λυπημένοι γιατί απέτυχαν οι προσπάθειές των να προετοιμάσουν την πατρίδα των για την απελευθέρωσή της από τά δεσμά. Όταν η κόρη του Πελαΐτη, το Σμαραγδάκι του Γιατρού, όπως την λέγανε, επληροφορήθηκε πως αίτιος να φυλακιστούν τόσοι πατριώτες ήταν ο αρραβωνιαστικός της Ασημάκης, τον έδιωξεν αμέσως από το σπίτι τους. Μη μπορώντας να ανθέξη το μαρτύριο της ψυχής της, η ευαίσθητη κόρη φόρεσε πένθιμα φορέματα και κλαίοντας την μοίρα της, πέθανε σε λίγο από μαρασμό. Όλη η Ρόδος πένθησε τον χαμό της Ελληνοπούλας κόρης και το κατωτέρω δημοτικό τραγούδι, δείχνει την πατριωτική αρετή της και την περιφρόνησή της στον προδότη.
“Μιά Κερεκή εδιάβαινα κάτω που ‘ναν ανώι / και άκουσα να λέουσι αυτό το μοιρολόϊ. / Ήταν γραφτό σου Σμαραγδί, τέτοιο το ριζικό σου/ να μπη σκορπιός αντί γαμπρός μέσα στο σπιτικό σου.
Σαν όχεντρα φαρμακερή, άτιμε Ασημάκη / εκέντησες το Σμαραγδί κι έχυσες το φαρμάκι. Γυπάοι να φαν τα κριάτα σου, τα μάτια σου κοράκοι / και σκύλοι να σε σύρνουσι προδότη Ασημάκη”.
Η προφητεία του λαϊκού τραγουδιστή βγήκε αληθινή, γιατί ευθύς ως έφυγεν ο Ασημάκης από την Ρόδο, βρέθηκε σκοτωμένος στην Κωνσταντινούπολη. Άλλος σοβαρός λόγος που δεν επαναστάτησε η Ρόδος, ήταν και η δυναστική διοίκησή της, από τον φοβερόν Σουκιούρ Πασά, ο οποίος κατά την παράδοση κατήγετο από την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων [αδελφός του Πετρόμπεη] και πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους στην μάχη του Αλμυρού το 1769.
Ο Σουκιούρ Πασάς ωνομάζετο Γεώργιος και σαν τον πήραν δούλο στην Πόλη, τον εξανάγκασαν να αλλάξη την πίστη του και να γίνη Τούρκος. Εκεί εσπούδασε την τουρκική γλώσσα και επειδή έδειξε κλίση στα ναυτικά, τον έκαμαν αξιωματικό στον τουρκικό στόλο και σε λίγο επροβιβάστηκε σε Ναύαρχο και κατεδίωκε τους πειρατές. Στα 1822 η Υψηλή Πύλη τον εδιώρισε Διοικητή στην Ρόδο καί αντικατέστησε τον Γιουσούφ Μπέην.
Ο Μεχμέτ Σουκιούρ ήταν άγριος την όψιν και είχε μαυριδερό πρόσωπο με πλατειά φρύδια που ενέπνεαν τον φόβο και τον τρόμο στους κατοίκους. Διοικούσε σαν αληθινός σατράπης και μόνος του εδίκαζε και κατεδίκαζε. Ο ίδιος ήταν δικαστής και δήμιος. Ήταν με λίγα λόγια, άγρυπνος Κέρβερος και με την βοήθεια των μυστικών πρακτόρων του, μάθαινε όλες τις κινήσεις των Χριστιανών κι αλλοίμονο σ’ εκείνον που έδινε την παραμικρή αφορμή. Είχε πάντα κρεμασμένο στον τοίχο του γραφείου του ένα μαναράκι (μικρό πέλεκυ) και μ’ αυτό επέβαλε την εσχάτη των ποινών σ’ όσους παρακούανε τις διαταγές του. Η αυστηρότατη αυτή επίβλεψη του Σουκιούρ Πασά, συνετέλεσε όχι μόνο να μην επαναστατήση η Ρόδος, αλλά και να προληφθούν συγχρόνως αιματηρά γεγονότα από μέρους των Οθωμανών κατοίκων, οι οποίοι είχαν φανατησθή σε μεγάλο βαθμό με την εξέγερση του Έθνους καί υπέβλεπαν πάντα τους Έλληνες κατοίκους του νησιού.
Εκτός του Σουκιοὺρ Πασά […] υπήρχαν και οι ναύτες του Αιγυπτιακού στόλου, που είχαν ορμητήριο την Ρόδο. Οι ναύτες αυτοί που τους έλεγαν Γαλουντζήδες, από την λέξη γαλούνι, που σημαίνει πλοίο και κοκκινοφόρους γιατί φορούσαν κόκκινες βράκες, είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων. Παρά τις αυστηρές διαταγές του Σουκιούρ Πασά, έβγαιναν πολλές φορές από τα πλοία τους […] και έκαμναν λεηλασίες, αισχρότητες και φόνους.»