Τι ενισχύει αυτή την «μετα- τραυματική εξέλιξη»
Αυτό το γνωμικό έχει υποστηριχθεί τουλάχιστον εν μέρει από μελέτες με υποκείμενα που είχαν βιώσει ένα τραύμα, όπως μια ληστεία ή ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Αν και είναι αλήθεια ότι περίπου το 7-8% των επιζώντων αναπτύσσουν χρόνιο μετατραυματικό στρες, οι περισσότεροι αναρρώνουν γρήγορα και κάποιοι μάλιστα αναφέρουν βελτιωμένη ψυχική υγεία σε σχέση με πριν (γενικά, όταν το τραύμα είναι μέτριο και όχι πολύ σοβαρό).
Αλλά τι ενισχύει αυτή την «μετα- τραυματική εξέλιξη»; Μία νέα έρευνα στο the Journal of Experimental Psychology: General υποδεικνύει ότι σχετίζεται με το ότι το τραύμα πυροδοτεί μια μορφή νοητικής εκπαίδευσης που αυξάνει τον έλεγχο των επιζώντων στο νου τους. «Τα ευρήματά μας υποστηρίζουν ότι οι τραυματικές εμπειρίες – όσο τρομακτικές κι αν είναι – μπορεί να συνεισφέρουν στην προσαρμογή των γνωστικών δεξιοτήτων ελέγχου, βελτιώνοντας την ανθεκτικότητα των επιζώντων, τουλάχιστον εκείνων που έχουν βιώσει μέτρια επίπεδα τραύματος», γράφουν οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Cambridge. Αν έχουν δίκιο, θα μπορούσαν να υπάρχουν επιπλοκές για τη θεραπεία του μετατραυματικού στρες όπως αναφέρει το enallaktikidrasi.com.
Δύο έρευνες, η κάθε μία με 48 συμμετέχοντες, υποστηρίζει ότι όσοι είχαν βιώσει έναν σχετικά υψηλό αριθμό τραυμάτων (βία, θάνατο σημαντικού ατόμου, ατύχημα) πριν την ηλικία των 18 είχαν μεγαλύτερη ικανότητα να ανακαλούν, όταν τους ζητούσαν, ένα ζευγάρι λέξεων που είχαν μάθει νωρίτερα, σε σύγκριση με εκείνους που ανέφεραν τη βίωση λίγων ή καθόλου τραυμάτων.
Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες έπρεπε να απωθήσουν από τη σκέψη τους ζευγάρια λέξεων με χρώμα κόκκινο και να ανακαλέσουν εκείνες με χρώμα πράσινο. Οι επιστήμονες βρήκαν ότι όσοι βρίσκονταν στην ομάδα που είχε βιώσει πολλά τραύματα, τα κατάφερναν καλύτερα, κάτι που αντανακλά μια γενικευμένη δεξιότητα απώθησης.
Τα δεδομένα επιβεβαιώνουν την ιδέα ότι η βίωση τραύματος είναι πιθανό να ενθαρρύνει την ανθεκτικότητα, εκπαιδεύοντας την ικανότητα καταστολής ανεπιθύμητων αναμνήσεων και ίσως ακόμα και έναν μηχανισμό ελέγχου και καταστολής συναισθημάτων και πράξεων. Αν αυτά τα νέα ευρήματα είναι αξιόπιστα – και φυσικά απαιτεί να εμπιστευθούμε τις αναφορές των ίδιων των συμμετεχόντων για το ιστορικό των τραυμάτων τους – τότε, θα μπορούσαν να έχουν επιπλοκές ως προς τη βελτιστοποίηση των θεραπειών για το τραύμα.
Η συνήθης γνωσιακή – συμπεριφορική θεραπεία ενθαρρύνει τους ασθενείς να αντιμετωπίσουν όσα τους θυμίζουν την εμπειρία και τις αναμνήσεις που την πυροδοτούν, πιστεύοντας ότι με τον καιρό αυτή η έκθεση θα δημιουργήσει αποσύνδεση και απευαισθητοποίηση από το ίδιο το τραύμα.
Οι ασθενείς που δεν αναρρώνουν πλήρως από ένα τραύμα και που αναπτύσσουν χρόνιο μετατραυματικό στρες μπορεί ίσως να εμφανίσουν γενικά ελλείμματα στον έλεγχο καταστολής ή μια δυσκολία προσαρμογής των μηχανισμών ελέγχου με τον καιρό, ίσως λόγω μιας γενετικής διακύμανσης στην πλαστικότητα του εγκεφαλικού φλοιού. Ωστόσο, τα νέα αποτελέσματα δείχνουν ότι «… για πολλά θύματα που ζουν με τραύμα, οι προσπάθειες επίτευξης συναισθηματικής ισορροπίας μέσω απώθησης των άσχημων σκέψεων μπορεί να δρα ως μια φυσική μορφή γνωστικής εκπαίδευσης».