Οι δύο τύποι ανοσίας που επιτυγχάνονται με τους εμβολιασμούς, σύμφωνα με τον καθηγητή
Τα έως τώρα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι ο εμβολιασμός κατά της Covid-19 μειώνει τις πιθανότητες μετάδοσης του κορονοϊού, αναφέρει σε ανάρτηση του στο Facebook ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE), Ηλίας Μόσιαλος.
Με βάση την απόδοση παρόμοιων εμβολίων και τα αναδυόμενα στοιχεία από τις κλινικές δοκιμές και τους έως τώρα μαζικούς εμβολιασμούς κατά του κορονοϊού, όπως επισημαίνει, «τα στοιχεία δείχνουν πως η φυσική ανοσία θα διαρκεί πολλούς μήνες, αν και είναι δυνατή η επαναμόλυνση (ιδιαίτερα μετά από ήπια ασθένεια). Το εμβόλιο πιθανότατα θα παρέχει παρόμοιο χρονικό διάστημα προστασίας και θα το γνωρίζουμε και αυτό σύντομα. Το πιο σημαντικό είναι πως, ακόμη και αν η προστασία δεν είναι μόνιμη, είτε λόγω εξασθενημένης ανοσίας είτε λόγω νέων παραλλαγών του ιού, οι μεταγενέστερες λοιμώξεις πιθανότατα θα είναι λιγότερο σοβαρές για εκείνους των οποίων το ανοσοποιητικό σύστημα είχε την ευκαιρία να εκτεθεί στον ιό, είτε μέσω της λοίμωξης είτε μέσω του εμβολιασμού».
Επίσης, προσθέτει, «να θυμόμαστε πως ο μαζικός εμβολιασμός - όπως ήδη γνωρίζουμε από το Ισραήλ - οδηγεί σε σημαντικές μειώσεις στον αριθμό των νέων λοιμώξεων αλλά και των εισαγωγών στα νοσοκομεία και των θανάτων από τη λοίμωξη. Αυτός είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να αντιμετωπίσουμε την πανδημία, και όχι η έκθεση στον ιό».
Αναφέρει ακόμη, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι «τα περισσότερα εμβόλια δεν προστατεύουν πλήρως από τη λοίμωξη, ακόμη και αν μπορούν να εμποδίσουν την εμφάνιση συμπτωμάτων. Ως αποτέλεσμα, οι εμβολιασμένοι άνθρωποι μπορούν να μεταφέρουν και να διαδώσουν εν αγνοία τους παθογόνα».
Διευκρινίζει επίσης ότι υπάρχουν δύο τύποι ανοσίας που επιτυγχάνονται με τα εμβόλια. Η μια αποτρέπει την πρόκληση σοβαρής ασθένειας από ένα παθογόνο, αλλά δεν μπορεί να το εμποδίσει να εισέλθει στο σώμα ή να πολλαπλασιαστεί. Η άλλη είναι η λεγόμενη "αποστειρωτική ανοσία", η οποία μπορεί να αποτρέψει πλήρως τις λοιμώξεις ακόμη και τις ασυμπτωματικές. Αναφέρει ως παράδειγμα ότι μετά από τα εμβόλια της ηπατίτιδας Β, της παρωτίδας, της μηνιγγίτιδας και της γρίπης, κάποιος μπορεί να νοσήσει και να μεταδώσει τον ιό.
«Με κάποια πολύ γνωστά σε εμάς εμβόλια», τονίζει, «επιτυγχάνεται η μείωση της έντασης των συμπτωμάτων στους εμβολιασμένους και έτσι οι άνθρωποι συνήθως δεν νοσηλεύονται, οι πανδημίες περιορίζονται και ελάχιστοι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους από λοιμώδη και μεταδοτικά νοσήματα. 'Αρα, τελικά, ποιο είναι το καλύτερο εργαλείο για τον έλεγχο του νέου κορονοϊού; Εύκολη απάντηση: το δικό μας ανοσοποιητικό σύστημα. Το βασικό πρόβλημα όμως είναι ότι το ανοσοποιητικό μας σύστημα πρέπει να εκτεθεί στον ιό για να μάθει πώς να μας προστατεύει. Και μερικές φορές δεν καταφέρνει να προστατεύσει κάποιους από την ένταση της λοίμωξης. Τα εμβόλια όμως λύνουν αυτό το πρόβλημα αφήνοντας το ανοσοποιητικό μας σύστημα να ‘γνωρίσει' τον ιό πριν πραγματικά μολυνθούμε, ώστε να μάθει πώς να τον καταπολεμήσει αν χρειαστεί».