Ο καθηγητής του LSE αναλύει πού βρισκόμαστε με τις θεραπείες για τον κορονοϊό
Ο μαζικός εμβολιασμός απαιτεί χρόνο, επισημαίνει ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο London School of Economics and Political Science, Ηλίας Μόσιαλος και υπογραμμίζει, ότι πλέον χρειαζόμαστε φάρμακα συμπληρωματικά με τα εμβόλια.
Ο κ. Μόσιαλος αναφέρεται σε ένα φάρμακο που βρίσκεται στο στάδιο των κλινικών δοκιμών. Όπως αναφέρει, πρόκειται για μια ειδική σύνθεση ιντερφερόνης βήτα, που παραδίδεται απευθείας στους αεραγωγούς μέσω ενός νεφελοποιητή που καθιστά την πρωτεΐνη σε αεροζόλ. Η ιδέα είναι ότι μια άμεση δόση της πρωτεΐνης στους πνεύμονες θα προκαλέσει ισχυρότερη αντι-ιική απόκριση, ακόμη και σε ασθενείς των οποίων το ανοσοποιητικό σύστημα είναι ήδη αδύναμο. Η θεραπεία αυτή σημειώνει, χρησιμοποιείται συνήθως στη θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας.
Πιο αναλυτικά, ο κ. Μόσιαλος αναφέρει:
Η πανδημία είχε τέτοιο αντίκτυπο στα συστήματα υγείας γιατί δεν είχαμε ούτε προηγούμενη γνώση του ιού, ούτε φάρμακα, ούτε εμβόλια. Τώρα πλέον, χρειαζόμαστε φάρμακα συμπληρωματικά με τα εμβόλια που διατίθενται. O μαζικός εμβολιασμός απαιτεί χρόνο, και θα πρέπει να υπάρχουν θεραπείες για τα άτομα που δεν μπορούν επί του παρόντος να εμβολιαστούν ή επιλέγουν να μην εμβολιαστούν.
Μια νέα κλινική δοκιμή φάσης 3 ξεκίνησε την Τρίτη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στοχεύει να αποδείξει ότι η εισπνοή της πρωτεΐνης ‘ιντερφερόνη βήτα’, μπορεί να σταματήσει την ανάπτυξη σοβαρής νόσου από Covid-19. Η θεραπεία είναι το αποτέλεσμα της ανακάλυψης μιας ομάδας του Πανεπιστημίου του Southampton ότι άτομα με πνευμονικές παθήσεις όπως το άσθμα και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) είχαν συχνά χαμηλά επίπεδα ιντερφερόνης βήτα, όπως παρατηρείται και σε πολλούς ασθενείς Covid-19.
Η κλινική δοκιμή περιλαμβάνει περισσότερους από 600 ασθενείς σε 20 χώρες (όπου οι μισοί θα λάβουν το εικονικό φάρμακο). Τα αποτελέσματα μιας μικρότερης φάσης 2 κλινικής δοκιμής με 100 ασθενείς που πραγματοποιήθηκε πέρυσι ήταν πολλά υποσχόμενα. Η προτεινόμενη θεραπεία αναπτύχθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Southampton της Αγγλίας και παράγεται από την τοπική εταιρεία βιοτεχνολογίας Synairgen. Έδειξαν πως οι πιθανότητες ενός ενδονοσοκομειακού ασθενούς να ασθενήσει σοβαρά και να χρειαστεί -για παράδειγμα- αναπνευστική υποστήριξη, μειώθηκαν κατά σχεδόν 80%. Επίσης, η εταιρεία Synairgen είχε κάνει ανακοίνωση πως η θεραπεία μείωσε σημαντικά τη δύσπνοια και πως ο μέσος χρόνος νοσηλείας μειώθηκε κατά το ένα τρίτο, - από κατά μέσο όρο 9 ημέρες, σε 6 ημέρες.
Η ιντερφερόνη βήτα είναι μέρος της πρώτης γραμμής της άμυνας του σώματος έναντι των ιών, προειδοποιώντας το να περιμένει μια ιογενή επίθεση. Ο κορωνοϊός φαίνεται να καταστέλλει την παραγωγή της ως μέρος της στρατηγικής του για αποφυγή της ανοσοαπόκρισης. Το νέο φάρμακο είναι μια ειδική σύνθεση ιντερφερόνης βήτα που παραδίδεται απευθείας στους αεραγωγούς μέσω ενός νεφελοποιητή που καθιστά την πρωτεΐνη σε αεροζόλ. Η ιδέα είναι ότι μια άμεση δόση της πρωτεΐνης στους πνεύμονες θα προκαλέσει ισχυρότερη αντι-ιική απόκριση, ακόμη και σε ασθενείς των οποίων το ανοσοποιητικό σύστημα είναι ήδη αδύναμο. Η ιντερφερόνη βήτα χρησιμοποιείται συνήθως στη θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Προηγούμενες κλινικές δοκιμές που διεξήγαγε η Synairgen έδειξαν ότι μπορεί να διεγείρει ανοσοαπόκριση και πως η θεραπεία ήταν ανεκτή από ασθενείς με άσθμα και άλλες χρόνιες πνευμονικές παθήσεις.
Άλλη μια μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο, που χρηματοδοτείται από το Εθνικό Ινστιτούτο Έρευνας για την Υγεία (NIHR) το Imperial College London και ευρωπαϊκούς φορείς, αφορά τη θεραπεία ασθενών με σοβαρή νόσο COVID-19 με αναρρωτικό πλάσμα αίματος. Σύμφωνα με τα πρώτα αδημοσίευτα ευρήματα, της μελέτης REMAP-CAP, τα στοιχεία δείχνουν ότι η θεραπεία με αναρρωτικό πλάσμα δεν βελτίωσε τα αποτελέσματα μεταξύ των ασθενών που χρειάζονταν υποστήριξη σε ΜΕΘ. Αυτό το σκέλος της μελέτης σταμάτησε και αναμένουμε τη συνολική έκθεση μετά από χρήση της θεραπείας σε 4000 ασθενείς.
Η πρώτη ανάλυση, βασισμένη όμως σε 912 συμμετέχοντες που ήταν σοβαρά άρρωστοι, έδειξε ότι η θεραπεία με αναρρωτικό πλάσμα δεν ήταν ωφέλιμη. Η πιθανότητα η θεραπεία αυτή να αυξήσει τις πιθανότητες επιβίωσης ενός ασθενή (μειώνοντας το χρόνο νοσηλείας στις ΜΕΘ ή τη θνησιμότητα, κατά 20%) ήταν της τάξης 2,2%. Δεν υπήρχαν ενδείξεις βλάβης που να σχετίζονται με τη χορήγηση αναρρωτικού πλάσματος. (περισσότερες λεπτομέρειες για τα αποτελέσματα της μελέτης εδώ http://www.imperial.ac.uk/.../blood-plasma-treatment.../)
Όπως ανέφερα, αυτά τα ευρήματα είναι προκαταρκτικά και ενδέχεται να αλλάξουν όταν ολοκληρωθούν οι αναλύσεις της πορείας όλων των συμμετεχόντων. Η κλινική δοκιμή όμως θα συνεχιστεί σε νοσοκομειακούς ασθενείς COVID-19 που νοσούν μέτρια και δεν χρειάζονται εντατική φροντίδα, για να εκτιμήσουν τα οφέλη της θεραπείας σε αυτά τα επίπεδα της νόσου. Οι πρόσθετες αναλύσεις θα διερευνήσουν εάν εκτός από αυτούς τους ασθενείς σε σοβαρή κατάσταση, μπορούν να επωφεληθούν COVID-19 ασθενείς που είναι μέτρια άρρωστοι και ασθενείς με ανοσοποιητικές διαταραχές.
Επίσης, στο μέτωπο των άλλων θεραπειών, την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εξέδωσε ανακοίνωση που ενθαρρύνει τη χρήση tocilizumab και sarilumab, για τη θεραπεία σοβαρών περιπτώσεων COVID-19. Τα παραπάνω είναι φάρμακα που αναπτύχθηκαν αρχικά για τη βελτίωση των συμπτωμάτων της αρθρίτιδας, και εμποδίζουν τη σηματοδότηση της κυτοκίνης IL-6, ενός βασικού ρυθμιστή της ανοσο-απορρύθμισης και της φλεγμονής σε σοβαρές περιπτώσεις COVID-19.
Οι συστάσεις βασίζονται σε ευρήματα που υποδηλώνουν ότι τα φάρμακα θα μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο θανάτου κατά 24%. (προδημοσίευση https://www.medrxiv.org/con.../10.1101/2021.01.07.21249390v1). Η μελέτη αξιολόγησε περίπου 800 ασθενείς στην εντατική με σοβαρό COVID-19. Περίπου οι μισοί έλαβαν το επίπεδο φροντίδας, ενώ 353 έλαβαν tocilizumab και 48 έλαβαν sarilumab. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 35,8% εκείνων που έλαβαν τυπική φροντίδα πέθαναν, σε σύγκριση με το 28% που έλαβαν tocilizumab και το 22,2% που έλαβαν sarilumab. Τα δεδομένα δηλαδή δείχνουν ότι το tocilizumab, και πιθανότατα το sarilumab, επιταχύνουν και βελτιώνουν τις πιθανότητες ανάρρωσης στην εντατική, κάτι που είναι εξαιρετικό νέο από μόνο του για τους ασθενείς αλλά και είναι ζωτικής σημασίας για την ανακούφιση της πίεσης των μονάδων υγείας.
Δεκάδες κλινικές δοκιμές για τη θεραπεία του COVID-19 με tocilizumab και sarilumab έχουν προγραμματιστεί ή βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά δεν είχαν δημοσιευτεί μέχρι στιγμής ενθαρρυντικά αποτελέσματα σχετικά με την επιβίωση των ασθενών. Ο λόγος για την απόκλιση, και τα θετικότερα πρόσφατα αποτελέσματα, μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η νέα μελέτη συμπεριλάμβανε μόνο ασθενείς με σοβαρό COVID-19. Οι ασθενείς στη νέα μελέτη επίσης έλαβαν επίσης τα φάρμακα εντός 24 ωρών από την είσοδο στην εντατική, υποδηλώνοντας ότι η έγκαιρη θεραπεία θα μπορούσε να είναι σημαντική για τη βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών.