«Μάθε λοιπόν ότι και ο αδερφός σου σε αυτή την πυροβολαρχία ανήκει και ότι κάθε οβίδα που στέλνει, σκορπάει τον τρόμο στον εχθρό»
Ο ενθουσιασμός από τις νικηφόρες μάχες στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, η πίστη στην τελική νίκη, η εμψύχωση των συγγενών που αγωνιούν, οι περιγραφές από το μέτωπο του πολέμου, αλλά και τα νοσοκομεία, κυριαρχούν στα γράμματα που έστελναν οι αχαιοί στρατιώτες στις οικογένειές τους, στα τέλη του 1940.
Όμως, εκτός από τα γράμματα των στρατιωτών, υπάρχει και ένα γράμμα πατέρα προς τον στρατευμένο γιό του, που τον ενημερώνει ότι ο αδελφός του σκοτώθηκε και του ζητά να μην στεναχωρηθεί, αλλά να παραμείνει ψύχραιμος και πιστός στην πατρίδα.
Αποσπάσματα από τα γράμματα αυτά, που παρουσιάζει σήμερα το Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Νεολόγος» των Πατρών τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1940.
Το αρχείο της εφημερίδας, που έχει ψηφιοποιηθεί, φυλάσσεται στο Μουσείο Τύπου της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου Ηπείρου Νήσων, στην Πάτρα όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Τα γράμματα
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1940, ο στρατιώτης Κυριάκος Μέξης, έστειλε από το μέτωπο γράμμα στους γονείς του λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «πρέπει να το έχετε καύχημα όπου και τα δύο σας παιδιά πολεμούν αυτή τη στιγμή».
«Σεβαστοί μου γονείς
Να μην θλίβεσθε που βρισκόμαστε σε πόλεμο, για την πατρίδα και για την τιμή μας και θα πολεμήσουμε μέχρι ενός και πρέπει να το έχετε καύχημα, όπου και τα δύο σας παιδιά πολεμούν αυτή τη στιγμή κατά του βαρβάρου επιδρομέος, όπου ηθέλησε να προσβάλη την τιμή και την ελευθερία της πατρίδας μας, για αυτό δεν πρέπει να οδύρεσθε.
Σκεφθήτε, αν πέσουν αυτοί οι βάρβαροι, τι αίσχος θα επικρατήση μέσα στην κοινωνία, τι την θέλουμε τη ζωή, είναι πλέον για μας άχρηστος και καλύτερα να πεθάνουμε όλοι μας, παρά να υποκύψωμεν εις την βίαν της βάρβαρης Ιταλικής φυλής, για αυτό θέλω να κάμετε χαλύβδινη καρδιά και να μην σας δειλιάζη ο πόλεμος, γιατί ή θα έχωμεν την ελευθερία ή θα γίνωμαι όλοι στάχτη.
Εμπρός λοιπόν όλοι μαζί να συντρίψουμε τους βαρβάρους επιδρομείς, όπου ηθέλησαν να μας υποδουλώσουν.
Ζήτω η Ελλάς με την αθάνατη ιστορία και με τους ατρόμητους λεβέντες.
Και εσύ πατέρα μην ξεχνάς ότι είμαστε απόγονοι ενός παλικαριού, όπου αγωνίσθηκε και έδωσεν όρκο πίστεως στην ηρωική Επανάστασι του 1821, για αυτό και εγώ ο Νίκος πρέπει να δειχθούμε αντάξιοι απόγονοί του. Αυτά έχω να σας γράψω σχετικώς και ο Θεός είναι μεγάλος.
Σας ασπάζομαι τη δεξιά και καλήν αντάμωση.
Ο υιός σας Κυριάκος Μέξης.»
Λίγες ημέρες αργότερα, ο στρατιώτης Σπήλιος Λάτσινος, έστειλε το ακόλουθο γράμμα προς την μητέρα του και τα αδέλφια του, όπου μεταξύ άλλων εκφράζει την αισιοδοξία του για την έκβαση του πολέμου.
«Αγαπημένη μου μητέρα και αγαπημένα μου αδέλφια.
...Όπως πάνε τα πράγματα φαίνονται καλά για το στρατό μας και θα το έχω μεγάλη χαρά μίας και μας εδόθη η τιμή να πάμε πρώτοι από το σύνταγμα μας να λάβουμε μέρος στα μάχας. Απευθύνομαι σε όλη μου την οικογένεια, δηλαδή σε ότι προσφιλές έχω σε αυτόν τον κόσμο, και θα σας παρακαλώ πάντα να εύχεστε περισσότερο στο Θεό να νικήση ο στρατός μας, παρά να σωθώ εγώ και να γίνουμε δούλοι τους δολοφόνους Ιταλούς.
Και τώρα, ιδιαιτέρως στα αδέρφια μου, που πρέπει να ξέρουν γιατί πήραμε το τουφέκι στον ώμο, η μητέρα μας ίσως να κλαίη που της έφυγε ένα της παιδί για σκότωμα δια την πατρίδα, πρέπει να δίνετε θάρρος και να της πήτε ότι θα γυρίσουμε με δάφνες από την Ήπειρο. Σεις ευτού είσθε παλ΄ στην φωτιά.
Σας στέλνω πολλά φιλιά και ευχηθήτε να είναι ο Θεός μαζί μας.»
Σας φιλώ, Σπήλιος Λάτσινος.»
Στα τέλη του Νοεμβρίου, ο Αθ. Κουρούκλης, στέλνει το ακόλουθο γράμμα προς το γιό του, που υπηρετεί στο Ναυτικό και τον ενημερώνει ότι ο αδελφός σκοτώθηκε.
«Ανδρέα, είμαστε καλά. Το αγαπημένο μας παιδί, ο Χρήστος εσκοτώθηκε. Παιδί μου η μητέρα σου, σου δίνει την ευχή της να μη στεναχωρηθής καθόλου.
Στάσου πιστός στον όρκο της πατρίδας σου και να κάνης υπομονή.
Εγώ, αν και γέρος που είμαι, λάβε υπ΄ όψει σου ότι κάνω μεγάλη υπομονή, εσύ να είσαι καλά και ο Θεός θα μας βοηθήση....
Παιδί μου μείνε ψύχραιμος και πιστός εις την πατρίδα σου.
Σε φιλώ, ο πατήρ σου Αθ. Κουρούκλης.»
Λίγες εβδομάδες μετά, ο στρατιώτης Ν. Σακογιάννης, στέλνει από το στρατιωτικό νοσοκομείο γράμμα προς την οικογένειά του, καθησυχάζοντάς τους για την πορεία της υγείας του, ενώ ταυτόχρονα περιγράφει και τις μάχες που έδωσε.
«Σεβαστοί μου γονείς και αδέλφια.
Προσπαθούσα πριν από ολίγον καιρό να σας γράψω λίγα λόγια από τον στρατιωτικόν μου βίο, μα δεν εύρισκα την ευκαιρία, γιατί γυρνούσα επάνω στα απόρθητα κεκαλυμμένα υπό χιόνος βουνά της Αλβανίας, εκεί που βροντούσε το κανόνι γερά για να κτυπήσει τον απαίσιον και ανήθικο επιδρομέα Ιταλόν.
Δεν σας είχα ξεχάσει, ούτε σας ξεχνώ. Καθημερινώς σας σκέπτουμαι και κάθε στιγμή ευχόμενος εις τον Ύψιστον να είστε καλά εις το σπίτι.
Αλλά γονείς μου, η αγάπη προς την πατρίδα, η αγάπη προς το χωριό και η αγάπη προς το σπίτι μας, με έκαναν αφοσιωθώ δυνατά στο ντουφέκι και να ορμήσω μετά των άλλων συνάδελφων μου, βαδίζοντες μέρες - νύχτες επάνω εις τα νεφώδη και χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, εκπληρούντες τον στρατιωτικόν όρκον μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός μας, υπερασπίζοντες την κινδυνεύουσαν πατρίδας μας, Ελλάδα.
Αλλά καθ΄ ήν στιγμήν βαδίζουμε είς τα καταληφθέντα υψώματα του 1.700 υπέστην πολεμικόν ατύχημα, βεβαίως όχι πολύ σοβαρό και τας πρώτας πρακτικάς βοήθειας, μου τας παρείχε ο συνάδελφός μου και πατριώτης Νίκος Κάτσανος, οδηγήσας με εις το σκεπασμένο από χιόνι αντίσκηνο.
Τον ευγνωμονώ και ευχαριστώ. Την επόμενη ημέρα ωδηγήθην εις το στρατιωτικόν νοσοκομείον όπου και νοσηλεύουμαι.
Με βοήθησε και με βοηθεί η ευχή σας προς τον Ύψιστον, καθώς και τον πλησίον μας Άγιον Νικολάον. Μην ανησυχήτε δι΄ εμέ. Περνώ καλά. Περιθάλπομαι παρά διακεκριμένων στρατιωτικών ιατρών, εν συνδυασμώ προς την στοργικήν περιποίηση των αδελφών νοσοκόμων.
Μέγας αριθμός κύριων και δίδων, μας επισκέπτονται καθημερινώς με διάφορα δώρα εις τας χείρας των και με δακρυσμένα τα μάτια των, με την ερώτηση που είμαστε πληγωμένοι και αν πονάμε.
Και πάλι σας επαναλαμβάνω να εύχεσθε εις τον Ύψιστον να βρεθούμε νικηταί και είθε να επανέλθωμεν εις την προτεραίαν μας θέση.»
Σας ασπάζομαι, υιός σας και αδελφός Νίκος.»
Το ίδιο χρονικό διάστημα, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός, Γεώργιος Σπηλιωτακόπουλος, έστειλε το παρακάτω γράμμα στον πατέρα του και ζητά να μην στενοχωρηθούν αν μάθουν ότι σκοτώθηκε.
«Σεβαστέ μου πατέρα, σας χαιρετώ.
Είμαι απολύτως καλά και να μην ανησυχήτε καθόλου. Αν καμμία ημέρα μάθετε ότι εσκοτώθηκα ή ετραυματίσθηκα, δεν θέλω να στεναχωρηθεήτε καθόλου παρά να χαίρεσθε και να γλεντάτε, διότι το παιδί σας έχυσε το αίμα του για την ελευθερία της πατρίδας.
Διότι σεβαστέ μου πατέρα δεν υπάρχει καλλίτερο πράγμα το να σκοτωθή κανείς για την πατρίδα, παρά να ζήση και να ήνε δούλος.
Σας χαιρετώ όλους
Το παιδί σας Γεώργιος Διαμ. Σπηλιωτακόπουλος
Έφεδρος ανθ/γός»
Ο στρατιώτης, Ν. Τριανταφυλλόπουλος, στο γράμμα που έστειλε προς την αδερφή του, Χαρά Βασιλοπούλου αφού εκφράζει την πεποίθηση ότι οι Ιταλοί θα πεταχτούν στη θάλασσα, προσθέτει:
«... Να βοηθήσετε όσο μπορείτε περισσότερο και να πλέξετε όσα μπορείτε περισσότερα. Εγώ έδωσα τις κουβέρτες μου περισευούμενες φανέλες και πουλόβερ...»
Ο υπαξιωματικός, Γιάννης Γκιόκας, με το γράμμα που έστειλε στην αδελφή του, Παρασκευή, την ενημερώνει ότι ανήκει σε μία πυροβολαρχία φάντασμα, που όπως λέει, είναι το φόβητρο του ιταλικού πυροβολικού.
«Αγαπητή μου Παρασκευή
Καθώς βλέπεις, με τη βοήθεια του Θεού προχωρούμε και πολύ γρήγορα οι μακαρονάδες θα κάνουν το χειμερινό λουτρό τους στην Αδριατική....
...Ασφαλώς θα διάβασες στις εφημερίδες για μία πυροβολαρχία, φάντασμα, το φόβητρο του ιταλικού πυροβολικού. Μάθε λοιπόν ότι και ο αδερφός σου σε αυτή την πυροβολαρχία ανήκει και ότι κάθε οβίδα που στέλνει, σκορπάει τον τρόμο στον εχθρό....
Σε φιλώ, ο αδερφός σου Γιάννης Γκιόκας.»