«Ήμουν στα χαμένα, γι’αυτό λειτούργησα έτσι»
Ένταση επικράτησε στη δίκη για τη δολοφονία του 59χρονου κτηνοτρόφου Δημήτρη Γραικού, το πτώμα του οποίου βρέθηκε πέρσι τον Μάιο θαμμένο κοντά σε κτηνοτροφική μονάδα στο Ανατολικό Θεσσαλονίκης.
Ο 47χρονος κατηγορούμενος επέμεινε στην εκδοχή ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει το θύμα και όλα συνέβησαν στη διάρκεια πάλης ύστερα από καβγά που ξέσπασε ανάμεσά τους.
Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, προκάλεσε την αντίδραση συγγενικών προσώπων του θύματος που επιτέθηκαν φραστικά στον έμπορο κρεάτων κατηγορώντας τον ότι «λέει ψέματα».
Με την παρέμβαση της προέδρου του δικαστηρίου και αφού ζητήθηκε από τους συγγενείς να βγουν από την αίθουσα συνεχίστηκε η απολογία.
«Συνολικά 78.800 έδωσα στο συγχωρεμένο για τις σφαγές των ζώων. Στις 3 /11, το πρωί, πήγαμε στην μονάδα φορτώσαμε τα ζώα του. Ήταν και ο ανιψιός κι 2 σκοπιανοί εργάτες. Όλα έγιναν χωρίς φασαρίες.
Ξεφορτώσαμε στο σφαγείο. Επειδή ήταν άρρωστα τα ζώα τα σφάξαμε τελευταία. Πρώτα έπρεπε να γίνει απολύμανση. Μου ζήτησε να του δώσω 15 ζώα (αγελάδες) δανικά. Το αρνήθηκα. Και του είπα ότι δεν έχω. Δεν ήθελα να φανεί ότι κάνω τέτοιες δουλειές γιατί είχα προβλήματα με την κτηνιατρική υπηρεσία. Με έψαχναν κάθε μέρα και δεν ήθελα να τους δώσω πάτημα.
Φάγαμε και ήπιαμε 6-7 άτομα μαζί. Μετά καθίσαμε οι δύο μας σε ένα διπλανό τραπέζι και κόψαμε τιμολόγιο. Εκεί διαπίστωσα ότι μου οφείλει 4.000 ευρώ από τα χρήματα που του είχα δώσει έναντι γιατί έλειπαν ζώα. Κλείσαμε το λογαριασμό και φύγαμε γιατί είχε σχεδόν νυχτώσει.
Πρώτα αποχώρησε ο Δημήτρης και μετά εγώ. Φεύγοντας , έξω από το φυλάκιο της εισόδου, είδα το αυτοκίνητο του Δημήτρη και ο ίδιος καθόταν μέσα. Ξεκίνησα να πάω προς το χωριό. Στη στροφή, έξω από το συνεταιρισμό Χαλάστρας, τον αντιλήφθηκα πίσω μου. Πήγα πρώτα στο κρεοπωλείο της συζύγου. Έφυγα για να πάω στη μονάδα».
«Δεν ήθελα να τον σκοτώσω»
«Με έκπληξη είδα το Δημήτρη εκεί. Μου είπε "αφού έχεις τόσα ζώα γιατί δεν μου δίνεις". Του είπα δεν μπορώ. Άρχισε να νευριάζει. Μου είπε "δε με βοηθάς, τόσα χρήματα σου έδωσα". Άρχισε να βρίζει. Κάποια στιγμή μου όρμησε και με έπιασε από τη μπλούζα. Τον χτύπησα με την παλάμη στο μάτι. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Πέσαμε και οι δυο κάτω. Εγώ έπεσα από πάνω του. Ήμουν περισσότερα κιλά.
Προσπάθησα να σηκωθώ και είδα ότι ήταν αναίσθητος. Πήρα έναν κουβά με νερό και του έριξα στο πρόσωπο. Δεν επανήλθε. Του έκανα μαλάξεις όπως είχα μάθει στο στρατό».
Άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο μου και ήταν ένας συνεργάτης μου που ήρθε στη μονάδα. Τον πήρα αγκαλιά (τον Γραικό) και τον έβαλα μέσα στην αποθήκη. Πίστευα ότι όταν θα γυρίσω θα αναπνέει. Ξανά ξεκίνησα μαλάξεις αλλά δεν έγινε τίποτα. Ήμουν στα χαμένα. Σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα μου, τον αδελφό μου αλλά δεν ήθελα να τους μπλέξω. Πίστευα ότι είχε τελειώσει. Είδα ότι δεν αναπνέει, δεν είχε σφυγμό».
Για την απόκρυψη του περιστατικού είπε:
«Μετά αποφάσισα να κάνω αυτό που έκανα. Έσκαψα μια τρύπα με το φορτωτή, τον πέταξα μέσα και έριξα μπάζα από πάνω. Μετά έθαψα το αυτοκίνητο. Την επόμενη μέρα άρχισαν τα προβλήματα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ανέβασα ζάχαρο, άρχισα να χάνω κιλά. Κατάλαβα ότι κατέστρεψα τη ζωή μου και την οικογένειά μου . Ντρέπομαι γιατί το απέκρυψα. Ήμουν στα χαμένα, γι’ αυτό λειτούργησα έτσι».