Οδηγίες από πέντε Έλληνες πνευμονολόγους της πρώτης γραμμής
Σημεία κλειδιά στη διαχείριση των ασθενών με covid που νοσηλεύονται σπίτι, είναι η εφαρμογή του οξυμέτρου και η επικοινωνία με το θεράποντα ιατρό μέσω εφαρμογών των smart phones, δηλώνει σε συνέντευξη που παραχωρεί στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ» ο καθηγητής Πνευμονολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, Στέλιος Λουκίδης.
Ο κ. Λουκίδης παραχωρεί τη συνέντευξη με αφορμή τις οδηγίες για διαχείριση ασθενούς στο σπίτι, που συνέγραψαν πέντε Έλληνες πνευμονολόγοι της πρώτης γραμμής (Ιωάννης Τόμος, Κώστας Κωστίκας, Γιώργος Χειλάς, Πέτρος Μπακάκος και ο ίδιος) και οι οποίες δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρίας «ERJ open».
Οι πνευμονολόγοι, σύμφωνα με τον καθηγητή κατηγοριοποίησαν τη νόσο σε τρία στάδια κινδύνου: « Η ήπια ασθένεια του σταδίου 1 μπορεί να περιλαμβάνει άτομα<65 ετών, χωρίς συνοδά νοσήματα και με συμπτώματα όπως πυρετό, κόπωση, βήχα, ανοσμία, ανορεξία, κακουχία, μυϊκό πόνο, πονόλαιμο, ρινική συμφόρηση, κεφαλαλγία, καθώς επίσης γαστρεντερικά συμπτώματα όπως διάρροια διάρκειας <7ημερών, απουσία δύσπνοιας και κλινικών συμπτωμάτων συμβατών με αυξημένο ρυθμό αναπνοής, και η οξυγόνωση του αίματος τους να είναι πάνω από ένα όριο ασφαλείας, που εμείς καθορίσαμε ότι πρέπει να είναι το 94. Αυτοί οι ασθενείς μπορούν μέσω των εφαρμογών στα έξυπνα τηλέφωνα, είτε είναι facetime ή messenger, ή οτιδήποτε άλλο που έχει και εικόνα μέσω βιντεοκλήσης, να έχουν μία αρχική αξιολόγηση και να μείνουν στο σπίτι, ώστε να μην επιβαρύνουν τα νοσοκομεία. Αν όμως αυτά τα άτομα παρουσιάσουν κάποια αλλαγή σε αυτά τα συμπτώματα, ή τα συμπτώματα τους ξεπεράσουν τις 7 μέρες, ή πέσει ο κορεσμός τους, ή εμφανίσουν δύσπνοια, τότε θα πρέπει να τους δει γιατρός».
Ένας στους 4 με πνευμονική νόσο δεν έχει δύσπνοια
Πολύ σημαντική φαίνεται πως είναι η συνολική αξιολόγηση της κατάστασης, καθώς όπως σημειώνει ο πνευμονολόγος ένα ποσοστό 25% των ατόμων που έχουν πνευμονική νόσο, δεν αισθάνονται τη δύσπνοια, και ως εκ τούτου οι ειδικοί δεν μένουν μόνο σε αυτό το σύμπτωμα. Η μέτρια νόσος σύμφωνα με τον κ. Λουκίδη έχει τρεις διαφορές από την ήπια: «Συμπτώματα >7 μέρες με ή και χωρίς δύσπνοια, άτομα >65 ετών με ή χωρίς συνοδά νοσήματα. (Υποχρεωτικά ένα από τα δύο και όχι και τα δύο). Παραμένει ο κορεσμός>94%. Η σοβαρή νόσος από την άλλη αφορά άτομα >65 ετών, με συνοδά νοσήματα, συμπτώματα >7 μέρες και κορεσμό<94%. Θεωρούμε ότι ασθενείς με ήπια νόσο μπορούν να παραμείνουν σπίτι με κατάλληλη παρακολούθηση-επικοινωνία χρησιμοποιώντας τακτικές μετρήσεις του κορεσμού με το οξύμετρο. Τα άτομα με μέτρια νόσο χρειάζονται αξιολόγηση σε δομή υγείας με εργαστηριακό έλεγχο και απεικόνιση, και με ορισμένες προϋποθέσεις επιστροφή στο σπίτι. Ενώ όσοι νοσούν σοβαρά χρειάζονται άμεσα νοσηλεία». Η ελληνική εμπειρία αποκάλυψε ότι η εναρμονισμένη συνεργασία μεταξύ πρωτοβάθμιας περίθαλψης, δευτεροβάθμιων εγκαταστάσεων, καθορισμένων νοσοκομείων και επίσημων αρχών μπορεί να οδηγήσει στην άμεση και ακριβή διαχείριση κρίσεων, όπως αυτή του SARS-COV-2, τονίζει ο καθηγητής. «Σημαντικό ρόλο στις υπηρεσίες υγείας έπαιξαν οι γιατροί της πρωτοβάθμιας περίθαλψης ανακουφίζοντας τα νοσοκομεία από παραπομπές, κυρίως ήπιων περιπτώσεων. Κι έτσι στο πρώτο τρίμηνο της πανδημικής έξαρσης συνέβαλλαν αποφασιστικά στην ανοχή του συστήματος υγείας».