Κατηγορούνται πως απέσπασαν με απειλές από επιχειρηματία το ποσό των 40.000 ευρώ
Ελεύθεροι έφυγαν από το γραφείο της ανακρίτριας ο 23χρονος αστυνομικός και ο 37χρονος συγκατηγορούμενος του οι οποίοι φέρονται να απέσπασαν με απειλές από επιχειρηματία το ποσό των 40.000 ευρώ.
Μετά τις απολογίες των δυο κατηγορουμένων οι οποίοι έδωσαν διαφορετική εκδοχή, ο καθένας, για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αργυρούπολη, ανακρίτρια και εισαγγελέας αποφάσισαν να αφεθούν ελεύθεροι με εγγύηση 3.000 και εμφάνιση στο ΑΤ τρεις φορές το μήνα.
Οι δυο κατηγορούμενοι, σύμφωνα με πληροφορίες, αρνήθηκαν τις κακουργηματικές κατηγορίες της ληστείας και της διακίνησης ναρκωτικών, ωστόσο, όταν κλήθηκαν να περιγράψουν τι ακριβώς συνέβη τη μοιραία ημέρα αναφέρθηκαν σε διαφορετικά γεγονότα σχετικά με το χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ που βρέθηκε στα χέρια τους.
Ο αστυνομικός ισχυρίστηκε πως πήγε για έλεγχο στον επιχειρηματία διότι υπήρχε πληροφορία που του έδωσε ο φερόμενος συνεργός του, ότι κάνει διακίνηση ναρκωτικών ενώ αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι άρπαξε τα χρήματα. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο νεαρός κατηγορούμενος φέρεται να ανέφερε ενώπιον της ανακρίτριας ότι:
«Όταν φτάσαμε στο σπίτι του Κ., αυτός ακόμα ήταν εντός της πολυκατοικίας του. Όταν τον είδαμε να εξέρχεται της κύριας εισόδου της πολυκατοικίας, θεώρησα ορθό, και επειδή φάνηκε να αντιλήφθηκε την παρουσία μας στο χώρο, να του δηλώσω την ιδιότητα μου και να με οδηγήσει στον χώρο όπου φύλασσε τις ναρκωτικές ουσίες. Πράγματι, από την δικογραφία προκύπτει ότι ο Κ. ήταν “υποψιασμένος”, γνώριζε δηλαδή, ότι οι πληροφορίες για την δράση του, είχαν φτάσει στην αστυνομία, αφού, τον είχε ενημερώσει ο γείτονας του, για την παρουσία μας στο χώρο, όπως αναφέρει στην κατάθεση του.
Αφού μου ζήτησε τα στοιχεία μου, το έδειξα την υπηρεσιακή μου ταυτότητα και μας οδήγησε στην οικία του. Εκεί μας υπέδειξε τις ναρκωτικές ουσίες και πλήθος εργαλείων που σχετίζονται με την κατανάλωση και διακίνηση ναρκωτικών. Αφού διαπίστωσα πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι οι πληροφορίες ήταν ορθές, τον ρώτησα να υπάρχει κάποιο άλλο παράνομο υλικό, όπως επί παραδείγματι κάποιο όπλο. Με ενημέρωσε ότι υπήρχαν χρήματα. Έχοντας στα χέρια μου μια σακούλα με διάφορα αντικείμενα του ενώ ήμουν στην εξώπορτα του διαμερίσματος προκειμένου να καλέσω ενισχύσεις για να έρθουν να συνδράμουν το έργο μας, και ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν απόλυτα συνεργάσιμος, μας ενημέρωσε ότι μπορούσαμε να κρατήσουμε τα χρήματα, προκειμένου να μην καταλήξει στη φυλακή. Πανικοβληθήκαμε και κατεβήκαμε στην κύρια είσοδο. Δεν περιμέναμε μια τέτοιου είδους εξέλιξη.
Ο Κ., άρχισε να φωνάζει ότι είμαστε κλέφτες, ενώ είμασταν με χρήματα. Ο πανικός μου μεγιστοποιήθηκε, αφού πίστεψα, ότι πρόκειται για συνεργούς του, οι οποίοι είχαν έρθει να συναλλαχθούν μαζί του. Αμέσως, μόλις λίγα μέτρα παρακάτω, καλύφθηκα και αμέσως πήρα το κινητό μου, για να καλέσω ενισχύσεις. Εκείνη την στιγμή, μια ομάδα ΔΙΑΣ, μας προσέγγισε, τους δήλωσα την ιδιότητα μου, τους δήλωσα ότι “αυτός με την βερμούδα” είναι εγκληματίας».
Από την πλευρά του, ο 37χρονος φερόμενος ως συνεργός του αστυνομικού ισχυρίστηκε, επίσης, ότι ενημερώθηκε από συγγενή του πως ο επιχειρηματίας έχει στο σπίτι του ινδική κάνναβη. Στη συνέχεια, το είπε στον φίλο του αστυνομικό με τον οποίο «αποφάσισαν να μεταβούν στην οικία του». Εκεί όπως φέρεται να περιέγραψε ο κατηγορούμενος «ο αστυνομικός έδειξε στον καταγγέλλοντα το αστυνομικό του σήμα, το οποίο απεδείκνυε την ιδιότητα του και εγώ ισχυρίστηκα ότι δήθεν είμαι αστυνομικός, εισήλθαμε στην οικία του».
Για ότι συνέβη εντός της οικίας του επιχειρηματία, ο 37χρονος έδωσε διαφορετική εκδοχή από τον ειδικό φρουρός, υποστηρίζοντας ότι :
«Όταν λοιπόν βρήκαμε τις ναρκωτικές ουσίες, όπως ακριβώς είχα πληροφορηθεί, γνωστοποιήσαμε στον καταγγέλλοντα ότι λόγω αυτής της έκνομης δραστηριότητας του, θα έπρεπε να του αποδοθούν κατηγορίες. Τότε, εκείνος προκειμένου να αποφύγει οποιαδήποτε ποινική εμπλοκή, σχετικά με τα ναρκωτικά, τα οποία είχαμε εντοπίσει μας προσέφερε ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό, το οποίο είχε κρυμμένο στην ηλεκτρική σκούπα.
Με την προσφορά σε εμάς αυτού του ποσού, αιφνιδιαστήκαμε και δυστυχώς δεν καταφέραμε να απορρίψουμε την προσφορά του, η οποία ήταν αρκετά δελεαστική και για τους δύο. Αποδεχθήκαμε τα χρήματα και αποχωρήσαμε από την οικία του. Κατά την αποχώρηση μας ο καταγγέλλων βρήκε στο μπαλκόνι και άρχισε να φωνάζει ότι τον κλέψαμε. Εμείς καθώς είχαμε λάβει τα χρήματα, τα οποία μας έδωσε και ακούγοντας εκείνον να φωνάζει δυνατά, αρχίσαμε να τρέχουμε και ο συγκατηγορούμενος μου τότε απέρριψε τη σακούλα, την οποία είχε πάρει μαζί του και η οποία ανευρέθη στην οδό Αγροναυτών οδός 21.
Στη συνέχεια αστυνομικοί οι οποίοι είχαν κληθεί μας συνέλαβαν».