Ο εγκλεισμός λόγω του κοροναϊού επηρέασε βαθιά τα μεγάλης ηλικίας άτομα σύμφωνα με τους ειδικούς
Στην αρχή ήταν η αδυναμία διεκπεραίωσης της καθημερινότητας (πληρωμές λογαριασμών, τροφοδοσία σπιτιού), ύστερα η αναστολή βασικών υποχρεώσεων έναντι της ζωής (αναβολή επισκέψεων σε γιατρούς) και στο τέλος, η βαθιά θλίψη από τη στέρηση των οικείων προσώπων.
Με αυτή τη σειρά και με έναν αυξανόμενο φόβο, φαίνεται πως βίωσαν οι ηλικιωμένοι στην Ελλάδα τον εγκλεισμό στο σπίτι, εξαιτίας της απειλής του κοροναϊού. Έναν γεμάτο μήνα μετά τη χαλάρωση των μέτρων αυτοπεριορισμού για την ανακοπή της διασποράς του φονικού ιού στην Ελλάδα, η καραντίνα δείχνει τώρα στους εκπροσώπους της τρίτης ηλικίας τα κοφτερά δόντια της. Οι ειδικοί επιστήμονες διαπιστώνουν σοβαρά προβλήματα ψυχικής και σωματικής υγείας σε γέροντες.
«Το στρες και τα αρνητικά συναισθήματα των ηλικιωμένων δημιούργησαν σε πολλούς σωματικά και λειτουργικά προβλήματα ή επιβάρυναν τα ήδη υπάρχοντα. Η κατάθλιψη που συνυπάρχει σε μεγάλο αριθμό ηλικιωμένων επιβαρύνει τη σωματοποίηση των προβλημάτων. Αλλά εμείς οι κλινικοί γιατροί παρατηρούμε σε αυτές τις ηλικίες και κάτι ακόμη: οι ηλικιωμένοι που εμφανίζουν μεγάλο βαθμό χρόνιων προβλημάτων υγείας (π.χ. χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, νεφρική ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, καρδιοπάθειες, υπέρταση, κλπ) παραμέλησαν πολύ τις εξετάσεις τους και τη φαρμακευτική τους αγωγή με αποτέλεσμα, με την άρση της καραντίνας, να διαπιστώνουμε σοβαρές επιπλοκές και επιβάρυνση ή απορρύθμιση της υγείας τους.
Αντίστοιχα σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η καθυστερημένη διάγνωση σε ηλικιωμένους διαφόρων μορφών καρκίνου που ενώ υπήρχαν τα συμπτώματα από πολλούς μήνες, δυστυχώς δεν αξιολογήθηκαν από αυτούς έγκαιρα ή δεν είχαν τη δυνατότητα έγκαιρης προσέλευσης στους ιατρούς. Το κόστος της καθυστέρησης αυτής είναι ακόμη δύσκολο να υπολογιστεί» σημειώνει στο ΑΠΕ ο πρόεδρος -μεταξύ άλλων- της Ελληνικής Γεροντολογικής και Γηριατρικής Εταιρείας, διευθυντής Χειρουργικής Κλινικής του «Ερ. Ντυνάν», επίκουρος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών, χειρουργός ογκολόγος, Ιωάννης Καραϊτιανός.
Επανερχόμενοι στις προ της καραντίνας συνεδρίες, οι ψυχολόγοι διαπίστωσαν, ότι ο αυτοπεριορισμός των πολιτών στους τέσσερις τοίχους των σπιτιών τους λειτούργησε ποικιλοτρόπως σε σχέση με την ηλικία και το οικογενειακό στάτους. Τα μόνα που φάνηκαν σχεδόν να το διασκεδάζουν, ήταν τα παιδιά. Ασφαλώς, καταλυτικό ρόλο έπαιξε η χρονική στιγμή επιβολής των μέτρων. Ο εγκλεισμός στο σπίτι, ενώ ακόμη είναι χειμώνας και με τα εν λειτουργία σχολεία σφραγισμένα -τουλάχιστον έως ότου «επιστρατευτούν» οι τηλεπαραδόσεις- δεν φάνταζε γι αυτά και… αξεπέραστο εμπόδιο. Η προσαρμοστικότητα των παιδιών ήταν το κλειδί στην αποκατάσταση των όποιων σοβαρών, ή μη, «τραυμάτων» δημιούργησε η συνύπαρξη σε συνθήκες, προσομοιάζουσες με φυλακή.
«Για τα άκληρα νέα ζευγάρια διαπιστώσαμε ότι η αναγκαστική συνύπαρξη επί 24ωρου για δύο μήνες έφερε μάλλον ακραίες οριακές συνέπειες. Κάποιους συντρόφους τους έφερε πιο κοντά. Σε άλλους φώτισε σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα τους. Δεν θα έλεγα ότι απαραιτήτως έφτασαν προ του χωρισμού. Σίγουρα, όμως, βίωσαν μια σοβαρή κρίση» σημειώνει στο ΑΠΕ ΜΠΕ η ψυχολόγος Καίτη Κανακάκη.
Σε κάθε περίπτωση, το πλήγμα ήταν βαρύτερο για τους γέροντες. Ο κ. Καραϊτιανός εξηγεί: «Ο κορονοϊός επέβαλε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες μία νέα κατάσταση, πλαισιωμένη από πρωτόγνωρες εμπειρίες και πολλά και διαφορετικά δεδομένα. Ο εγκλεισμός στο σπίτι επηρέασε κάθε πολίτη, άλλον λιγότερο, άλλον περισσότερο. Ωστόσο, η τρίτη ηλικία αδιαμφισβήτητα ήταν αυτή που επηρεάστηκε βαθιά από τα περιοριστικά μέτρα. Η γιαγιά και ο παππούς σταμάτησαν να βλέπουν και να αγκαλιάζουν τα εγγόνια τους, να παίζουν μαζί τους, να τα παίρνουν από το σχολείο, βοηθώντας με αυτό τον τρόπο τα παιδιά τους στις υποχρεώσεις τους και διευκολύνοντας το δύσκολο καθημερινό τους πρόγραμμα. Έτσι έπαψαν να νιώθουν χρήσιμοι, κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή τους έδινε ζωή και γέμιζε τις μέρες τους, ανατρέποντας τη ρουτίνα και την καθημερινότητά τους».
Αλλά, εκτός από τη συγκεκριμένη κατηγορία ηλικιωμένων, που είναι ακόμη ενεργοί, και που στην πραγματικότητα, η πανδημία επηρέασε κυρίως τον ψυχισμό τους, υπάρχουν και εκείνοι που είναι ανήμποροι, μη αυτοεξυπηρετούμενοι. Όπως λέει ο επικεφαλής της Γηριατρικής Εταιρείας, «είναι αυτοί που επηρεάστηκαν πρακτικά στην καθημερινότητά τους, καθώς η επιβίωσή τους τόσο στο θέμα της διατροφής όσο και της τροφοδοσίας φαρμάκων, εξαρτάται από τρίτα πρόσωπα. Αυτοί οι άνθρωποι βίωσαν εξαιρετικά δύσκολες στιγμές. Και παρόλο που κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων στο σπίτι, η έξοδος για παροχή βοήθειας σε ηλικιωμένους είχε προβλεφθεί, σίγουρα τίποτα δεν ήταν ίδιο με πριν, τίποτα δεν ήταν εύκολο. Η απομόνωση και η απομάκρυνση από τους οικείους, σε συνδυασμό με την αδυναμία της αυτοεξυπηρέτησης, τον κίνδυνο της μόλυνσης, το ενδεχόμενο απώλειας αγαπημένων προσώπων ή και θανάτου των ίδιων, είναι ένα εκρηκτικό μείγμα, απειλητικό για τη ζωή ενός ηλικιωμένου».
Οι ειδικοί επιστήμονες ομονοούν στη διαπίστωση ότι οι ηλικιωμένοι, απέχοντας από την πολυτέλεια της τεχνολογίας, που θα μπορούσε να τους φέρει κοντά στην εικόνα των αγαπημένων τους προσώπων, είχαν κι έναν ακόμη λόγο να προταχθούν στη λίστα εκείνων που επηρεάστηκαν συναισθηματικά και επιβαρύνθηκαν ψυχολογικά κατά τη διάρκεια του περιορισμού. Πολλοί από αυτούς, δεν αντιλήφθηκαν το εύρος του κινδύνου και έσπευσαν να ερμηνεύσουν τις απαγορεύσεις ως πρόφαση των οικείων τους να κρατηθούν μακριά, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την κακή ψυχολογία τους.
Ο κ. Καραϊτιανός εξηγεί: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα άτομα της τρίτης ηλικίας έχουν έναν ιδιαίτερο ψυχισμό. Όσο μεγαλώνουν γίνονται σαν τα μικρά παιδιά. Γίνονται ευάλωτοι, χρειάζονται φροντίδα κι έχουν ανάγκη να τους εκδηλώνουμε την αγάπη μας. Πρέπει να υποψιαστείς τι θέλουν να σου πουν και είναι επιτακτική ανάγκη να αντιληφθείς τι τους βασανίζει πριν αναγκαστούν να στο πουν οι ίδιοι. Αυτά τα μικροπαραπονάκια είναι χαρακτηριστικό της τρίτης ηλικίας και οφείλουμε να τα αντιμετωπίζουμε με ευαισθησία και ενίοτε με χιούμορ».