Τι υποστηρίζει ο πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Κωνσταντίνος Μενουδάκος.
Στην παραδοχή ότι «δεν πρέπει να αποτελέσει η πανδημία την αφορμή εισαγωγής νέων μορφών άμεσου ή έμμεσου κρατικού ή/και κοινωνικού ελέγχου» καταλήγει ο Πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Κωνσταντίνος Μενουδάκος.
Σε δήλωση του με αφορμή τη συμπλήρωση δυο ετών από την έναρξη εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων ο κ. Μενουδάκος υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι τους τελευταίους τρεις μήνες «βρισκόμαστε, λόγω της παγκόσμιας πανδημίας, ενώπιον μιας νέας κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας όπου βασικό πρόταγμα είναι δικαιολογημένα η προστασία της δημόσιας υγείας. Μέσα σε αυτή την πρωτοφανή κρίση προκύπτουν συνεχώς ζητήματα που άπτονται της προστασίας προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικότητας.»
Όπως αναφέρει όλες «οι ανακοινώσεις και κατευθυντήριες οδηγίες έχουν ως αφετηρία τη σκέψη ότι ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων και η λοιπή σχετική νομοθεσία παρέχουν τη δυνατότητα επεξεργασίας και δεδομένων υγείας για την καταπολέμηση του ιού, αλλά με την τήρηση των εγγυήσεων και των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων που προβλέπονται στην ίδια νομοθεσία.»
Ωστόσο, ο Πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων επισημαίνει πως το πέρασμα στην δεύτερη φάση της άμυνας κατά της πανδημίας, κατά την οποία φαίνεται ότι τεχνολογικές εφαρμογές θα διαδεχθούν σε μεγάλο βαθμό απαγορεύσεις και περιοριστικά της ελεύθερης μετακίνησης μέτρα εγείρει ανησυχίες.
«Πραγματικά οι τεχνολογικές εφαρμογές μπορεί να είναι ιδιαίτερα επεμβατικές στην ιδιωτική ζωή» τονίζει συμπληρώνοντας «Η ίδια η τεχνολογία, όμως, έχει τα μέσα να «διαβλέψει» τις συνέπειες και να θέσει φραγμούς, ώστε να τηρούνται τα ανεκτά σε ένα δημοκρατικό καθεστώς όρια». Ο κ. Μενουδάκος τονίζει στη δήλωση του πως «απαιτούνται πράγματι δύσκολες σταθμίσεις για την ανεύρεση του σημείου στο οποίο μπορούν να εναρμονιστούν στην πράξη, σε δεδομένες κάθε φορά πραγματικές καταστάσεις, τα συχνά αλληλοσυγκρουόμενα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.»
Ωστόσο, ο κ. Μενουδάκος επισημαίνει πως τα επίμαχα μέτρα «μπορούν να θεωρηθούν ανεκτά σε μια Δημοκρατία μόνο στο μέτρο και για όσο χρόνο είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση του μείζονος αυτού κινδύνου. Διατήρησή τους πέρα από τον χρόνο αυτό δεν θα συνιστά μόνο παραβίαση ελευθεριών και ιδιωτικότητας δημιουργεί τον μέγιστο κίνδυνο να αμβλυνθεί η ευαισθησία των πολιτών για την υπεράσπιση βασικών κεκτημένων του συστήματος αξιών του κράτους δικαίου. Κοντολογίς, δεν πρέπει να αποτελέσει η πανδημία την αφορμή εισαγωγής νέων μορφών άμεσου ή έμμεσου κρατικού ή/και κοινωνικού ελέγχου. Η προσήλωση στη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μια διαρκής προσπάθεια και από το αποτέλεσμα αυτής θα κριθεί τελικά η ποιότητα της Δημοκρατίας μας.»
Τέλος, ο Πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων αναφέρεται και στις δραστηριότητες της Αρχής η οποία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δυο ετών εξέδωσε σημαντικές αποφάσεις επιβάλλοντας, με κάποιες από αυτές, τα πρώτα πρόστιμα αλλά και απευθύνοντας συστάσεις, προειδοποιήσεις ή επιπλήξεις σε υπευθύνους επεξεργασίας δεδομένων.
Συγκεκριμένα, το συνολικό ποσό προστίμων που επιβλήθηκαν στο χρονικό διάστημα 25/5/2018 – 24/5/2020 ανέρχεται σε 1.565.000 ευρώ. Εξ αυτών τα πρόστιμα που αφορούν αυστηρά διατάξεις του ΓΚΠΔ ανέρχονται στο ποσό των 728.000 ευρώ. Ο αριθμός προσφυγών-καταγγελιών που υποβλήθηκαν στην Αρχή από την έναρξη εφαρμογής του ΓΚΠΔ είναι 1996. Eξ αυτών έχουν διεκπεραιωθεί 896 και 1100 είναι υπό εξέταση. Τα περιστατικά παραβίασης που έχουν γνωστοποιηθεί από 25/5/2018 μέχρι 24/5/2020 στο πλαίσιο της υποχρέωσης του ΓΚΠΔ είναι 247. Αντίστοιχα, οι γνωστοποιήσεις παραβίασης δεδομένων στο πλαίσιο της υποχρέωσης που απορρέει από τη νομοθεσία για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (ν. 3471/2006) είναι 49.