«Ήταν το πιο αρτιστίκ απ' όλα τα μπαρ της Θεσσαλονίκης» λέει η Θέμις Μπαζάκα πουδούλεψε σερβιτόρα στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του
Ένα από τα θρυλικά μπαρ της Θεσσαλονίκης, το Φλου, με ιστορία 40 χρόνων, κλείνει και μαζί του ένα μεγάλο κομμάτι της νυχτερινής ζωής της πόλης. Το Φλου είναι ο Δημήτρης Φλόκας και ο Μιχάλης Καρδαχάκης μαζί με γενιές καλλιτεχνών και φοιτητών. Εναλλακτικών, πριν χάσει η λέξη την έννοιά της.
Το νέο προκάλεσε δεκάδες σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα, άλλοτε νοσταλγικά, άλλοτε θυμωμένα κι άλλοτε αγαπησιάρικα. Όχι από νέους, που «βράζει» το αίμα τους, ούτε για κάποια πολιτική αντιπαράθεση, αλλά από 50άρηδες και 60άρηδες για το στέκι που χάνουν. Μαζί με τη «δύστροπη» κόκκινη πόρτα -όπως τη χαρακτήρισε ο ηθοποιός και άλλοτε μπάρμαν στο Φλου, Γιάννης Καραμφίλης- κλείνει και μια ολόκληρη φιλοσοφία διασκέδασης και συναναστροφής στη Θεσσαλονίκη.
Στην οδό Νικηφόρου Φωκά, ένα στενάκι μια «ανάσα» από τον Λευκό Πύργο, πολύ κοντά στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, το Φλου, υπήρξε για δεκαετίες στέκι καλλιτεχνών και κυρίως ανθρώπων του θεάτρου. «Ήταν το πιο αρτιστίκ απ' όλα τα μπαρ της Θεσσαλονίκης», σημειώνει μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η ηθοποιός Θέμις Μπαζάκα, η οποία δούλεψε σερβιτόρα στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Τα χρόνια που σπούδαζε στο ΚΘΒΕ είχε δουλέψει σε πολλά από τα ιστορικά μπαρ της Θεσσαλονίκης, όπως τον Δοκ Κιχώτη και το Σαντέ. Ξεχωρίζει όμως το Φλου. «Θυμάμαι σε μια γωνιά τον Γιάννη Αγγελάκα να πίνει ουίσκι και να διαβάζει Ταρκόφκσι. Τότε στη Θεσσαλονίκη ήταν το καλό ροκ εν ρολ. Ήταν μετά τη μεταπολίτευση. Ήμασταν ξεχυμένοι στους δρόμους της πόλης. Άγρια νιάτα, με απίστευτα πάρτι, ξενύχτια, ποτά, φλερτ, γέλια. Είχαμε ενέργεια και μια ελπίδα ότι όλα θα είναι τέλεια για πάντα. Ήμασταν πολύ νέοι, ωραίοι, ακούγαμε όλοι ξένη μουσική και τους δίσκους που ερχόταν από το εξωτερικό». Περιγράφει μια εποχή που «ήμασταν πολύ ενωμένοι. Οι άνθρωποι ήταν πολύ κοντά στους ανθρώπους. Αγαπούσαμε τη νύχτα και η νύχτα ήταν πολύ ωραία στη Θεσσαλονίκη. Όλο μικρές νοστιμιές». Παρομοιάζει το Φλου με το Galaxy, το ιστορικό μπαρ στη στοά στη Σταδίου, στην Αθήνα. «Εκεί συναντάς καλλιτέχνες διαφορετικούς. Όπως και στο Φλου», λέει.
Αργά το βράδυ, όταν έσπρωχνες -με δυσκολία- την κόκκινη πόρτα και μπαίνοντας άκουγες το «Little drop of poison» από τον Tom Waits ή το «Red right hand» από τον Nick Cave, έμπαινες αμέσως και στην μπαρίσια ατμόσφαιρά του. «Είχε τις εντελώς δικές του στιγμές ο Nick Cave», εξηγεί ο ιδιοκτήτης Μιχάλης Καρδαχάκης. Το κάθε τραγούδι είχε τη στιγμή του και -όπως σημειώνει- «όταν έμπαινε το "Like a rolling stone" από τους Rolling Stones την κατάλληλη στιγμή, ένα ηχητικό σεντόνι απλωνόταν πάνω από τα τραπέζια, το τραγούδι πήγαινε πίσω στον χρόνο, πήγαινε μπρος, πήγαινε παντού». Ευφορία, προκαλούσε η Nina Simone με το «Feeling good». «Πάντα σταματούσαν για λίγο οι σαχλαμαρίτσες, όταν έμπαινε αυτός ο μικρός ανθρώπινος ύμνος», θυμάται. Αργά, έπαιζε συχνά και το «As time goes by» από την ταινία «Casablanca», «σινεμά, μουσική, μπαρ, ποτό, τσιγάρο και εμείς οι ίδιοι, γινόμασταν ένα». Η ιδέα του Φλου ανήκει στον Δημήτρη Φλόκα, ο οποίος είχε σπουδάσει στο London School of Economics. «Όλοι όσοι δουλεύαμε τότε εκεί είχαμε πτυχία ή σπουδάζαμε», θυμάται η δημοσιογράφος Μαρώ Καρδάκου, η οποία δούλεψε εκεί στο άνοιγμά του.
Διαχρονικότητα vs ανακαίνιση
Το Φλου υπήρξε από τα ελάχιστα μπαρ της Θεσσαλονίκης, το οποίο καθ' όλη την πολύχρονη διάρκεια της λειτουργίας του, δεν έκανε κάποια ανακαίνιση. Δεν άλλαξε χαρακτήρα. Δεν ...εκσυγχρονίστηκε, παρόλο που «έβλεπε» γύρω του σχεδόν τα πάντα να αλλάζουν. «Σε όλο τον κόσμο είναι περήφανοι για τη διαχρονικότητα κάποιων μαγαζιών. Στις επαρχιακές πόλεις ζητούνται διαρκώς ανακαινίσεις. Αυτό συμβαίνει και στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχει διαχρονικότητα. Δεν δημιουργεί καμία συνέχεια. Θεωρεί ότι τα στέκια της δεν είναι ο πολιτισμός της», σημειώνει ο Νίκος Στεφανίδης, ιδρυτής του πρωτοποριακού «Μύλου», που από τον Μάιο του 1991 που πρωτολειτούργησε άλλαξε δραστικά το συναυλιακό τοπίο της Θεσσαλονίκης.
Το Φθινόπωρο του 2020, το Φλου θα έκλεινε τα 40. «Όντως τελειώσαμε, πρέπει να εγκαταλείψουμε το χώρο μέχρι τέλος Μαΐου. Πουλήθηκε ολόκληρη η οικοδομή σε κάποιους επενδυτές και θα γίνει ξενοδοχείο. Θέλαμε να κάνουμε ένα τριήμερο πάρτι μέσα στο Μάιο να αποχαιρετήσουμε τη πόλη, αλλά ήρθε κι αυτός ο εισβολέας κοροναϊός και τα μπέρδεψε όλα και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», αναφέρει σε ανάρτησή του στο Facebook ο Μιχάλης Καρδαχάκης, ο οποίος κλείνει τις αναρτήσεις του τις τελευταίες ημέρες γράφοντας «Μείνετε ασφαλείς. Μείνετε φλου». Εξάλλου, τα καλά χρόνια του Φλου, η μόνη «απειλή» -σε κόντρα με τη νέα πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα εξαιτίας της πανδημίας- ήταν ο έρωτας. Και το Φλου, ήταν έρωτας για πολλούς.