Πολύ άγχος και φόβος, αλλά και τεράστια αλληλεγγύη και δημιουργικότητα, τόνισε γιατρός του «Σωτηρία»
Θέλω να ξεχάσω την εικόνα όταν καταλήγει κάποιος και δεν είναι δίπλα του οι δικοί του να τον αποχαιρετήσουν. Θα θυμάμαι όμως πάντα, πώς ένιωσα όταν ανοίξαμε το παράθυρο δίπλα σ' έναν ασθενή που ήταν έτοιμος να βγει από την ΜΕΘ και του μίλησε η γυναίκα του, που είχε να τον δει τέσσερις εβδομάδες, δηλώνει σε συνέντευξη της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια Εντατικής Θεραπείας και υπεύθυνη της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας στην Α' Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών «Η Σωτηρία», Αναστασία Κουτσούκου.
Η κ. Κουτσούκου, με αφορμή την τιμητική πρόσκληση της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας (ERS) σε Έλληνες πνευμονολόγους, να καταθέσουν την εμπειρία τους σε ολιγόλεπτα βίντεο στα αγγλικά, τα οποία και έχουν αναρτηθεί στον διαδικτυακό ιστότοπο της Εταιρείας.
Στη δική της ομιλία, όπως μας λέει, τονίζει ότι η αντιμετώπιση αυτής της επιδημίας ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής της.
«Έπρεπε να επανασχεδιάσουμε τον τρόπο σκέψης μας και δουλειάς μας για να πολεμήσουμε τον SARS Cov 2. Αυτό που μάλλον θα θυμόμαστε είναι τα συναισθήματα εκείνες τις ώρες. Πολύ άγχος και φόβος, αλλά και τεράστια αλληλεγγύη και δημιουργικότητα».
Το στοίχημα είναι το μέλλον. Αντιληφθήκαμε όλοι (η πολιτεία, η κοινωνία, η ιατρική κοινότητα) τη σημασία της εντατικής θεραπείας. Τώρα λοιπόν, θα πρέπει να της αποδώσουμε το «μέγεθος» που της αναλογεί, οργανώνοντας την καλύτερα και δίνοντας κίνητρα για να γίνει ελκυστική σε ιατρούς και νοσηλευτές, υπογραμμίζει η κ. Κουτσούκου, επισημαίνοντας παράλληλα την ανάγκη που έχει το σύστημα για εξειδικευμένους νοσηλευτές για ΜΕΘ, «αφού αυτοί καλούνται να χειριστούν τον βαρέως πάσχοντα με όλες τις ιδιαιτερότητες που τον χαρακτηρίζουν, αλλά και με την βοήθεια της τεχνολογίας, την οποία πρέπει να έχουν κατανοήσει σε βάθος».
Η κ. Κουτσούκου αναφέρει ότι μέχρι ώρας στην Ελλάδα, δεν υπάρχει έλλειψη των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στις ΜΕΘ.
«Σε αυτή τη μάχη είμαστε τρεις: ο ασθενής, το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, και η κοινωνία. Κι εδώ είναι κρίσιμος ο ρόλος του «τρίτου συνεταίρου», της κοινωνίας δηλαδή. Εάν η κοινωνία δεν υπακούσει στα μέτρα και δεν συνεργαστεί, κινδυνεύουμε να χάσουμε τη μάχη, ακόμα και εάν έχουμε πετύχει στο πρώτο στάδιο».